H παγκόσμια οικονομία εισήλθε βιαίως και απρόσμενα σε πολεμικό περιβάλλον, που παρόμοιό του δεν έχει ζήσει εδώ και πολλές δεκαετίες. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία προκάλεσε ισχυρότατες «σεισμικές δονήσεις» στη λειτουργία των αγορών, οι οποίες είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε «τεκτονικές» ανακατατάξεις μεταξύ Αμερικής – Ευρώπης – Ασίας.
Στο επίκεντρο των σοβαρότατων αυτών ανατροπών θα βρεθούν οι εθνικές οικονομίες πολλών χωρών, αν όχι το σύνολο, όπως και οι κοινωνίες τους. Ο ανασχεδιασμός του παγκόσμιου οικονομικού χάρτη, που πλέον φαίνεται σχεδόν δεδομένος, θα επιφυλάξει έναν νέο ρόλο στην Ευρώπη, που θα αποτελέσει προϊόν σκληρών και πολύμηνων πολιτικών και διπλωματικών διαπραγματεύσεων, μεταξύ των ηγεσιών των χωρών της ευρωπαϊκής οικογένειας, όπως και όσων χωρών εμπλέκονται και επηρεάζουν τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία.
Στο εύθραυστο αυτό γεωπολιτικό περιβάλλον, η επενδυτική κοινότητα καλείται να εφαρμόσει διττή στρατηγική, κινούμενη, ταυτοχρόνως, σε δύο πεδία. Στον χώρο της οικονομίας, και στις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες βιώνουν από διαφορετικό πρίσμα την παγκόσμια αυτή κρίση.
Ο επενδυτής σε κρίσιμες περιόδους, επιβάλλεται να συμπεριφέρεται με ιδιαίτερη προσοχή. Να δρα, δηλαδή, αμυντικά, οριακά παθητικά, ώστε να προφυλάσσεται από τα υψηλά ρίσκα που πάντα γεννούν οι πολεμικές συγκυρίες. Να διαφυλάττει τις θέσεις του, τα κεφάλαια που έχει τοποθετήσει σε επιμέρους αγορές, να ακτινογραφεί συνεχώς τις εξελίξεις, να τις αξιολογεί, να «διαβλέπει» την επόμενη μέρα και να προετοιμάζεται για τις κινήσεις του μέλλοντος.
Κύριες προτεραιότητες αποτελούν η επανατοποθέτησή του στην αγορά και η απρόσκοπτη δράση του ώστε να διασφαλίσει νέες – μελλοντικές υπεραξίες για τον ίδιο αλλά και για τις οικονομίες και κοινωνίες στις οποίες αναπτύσσει παρουσία.
Η μακροπρόθεσμη «σκέψη» της επενδυτικής κοινότητας οφείλει να είναι στραμμένη και στις κοινωνίες, διότι αυτές κινούν τις αγορές και στον τομέα της παραγωγής και στον τομέα της κατανάλωσης. Κανένας επενδυτής δεν πρέπει να απεμπολήσει τον κοινωνικό του ρόλο. Δεν πρέπει να ξεχνά ότι κάθε ακραία οικονομική συγκυρία, γεννά και μια ανθρωπιστική κρίση. Ως επενδυτής έχει χρέος να στηρίξει θέσεις εργασίας, να επιστρέψει μέρος των υπεραξιών στις κοινωνίες, όπως και να επιμένει στηρίζοντας την έννοια της βιωσιμότητας, διότι, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της ρωσο-ουκρανικής κρίσης, η βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει να παραμένει ένας μακροπρόθεσμος και κυρίως ένας επιτεύξιμος στόχος.
Η γερμανική επενδυτική κοινότητα πράττει ανάλογα εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα. Επιμένει να διατηρεί και να επαυξάνει τη θέση της, διαβλέποντας τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να αναδεικνύεται κερδισμένη έναντι κάθε κρίσης. Ανάλογα ενεργεί και στην παρούσα περίοδο γνωρίζοντας ότι η υλοποίηση του εθνικού σχεδίου «Ελλάδα 2.0» απαιτεί πολυετείς και μακρόπνοες επενδύσεις, που σε βάθος χρόνου θα εξασφαλίσουν σημαντικές υπεραξίες.
Ο πολυδιάστατος ρόλος των γερμανών επενδυτών στην Ελλάδα καταδεικνύει, πέραν των άλλων, τον στρατηγικό ρόλο που διαδραματίζουν για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Τα γερμανικά κεφάλαια διαχέονται σε όλους τους βασικούς κλάδους και συν τω χρόνω επαυξάνονται. Ισως και οι γερμανοί επενδυτές να δράσουν για κάποιο πρόσκαιρο διάστημα με σχετική επιφυλακτικότητα, όμως στο πίσω μέρος του μυαλού τους η ελληνική οικονομία θα παραμένει επενδυτικός στόχος πρώτης γραμμής.
*Ο δρ Αθανάσιος Κελέμης είναι γενικός διευθυντής και μέλος ΔΣ του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου