Στο εσωτερικό της ΕΕ, χωρίς δεύτερη σκέψη, η εκλογή Μακρόν, ήταν η καλύτερη επιλογή για την Γαλλία, την ΕΕ και την χώρα μας, απέτρεψε τα χειρότερα, στην χειρότερη συγκυρία.
Μια όμως πιο προσεκτική προσέγγιση των αποτελεσμάτων, τόσο του πρώτου γύρου, όσο και του δεύτερου, θα δούμε ότι, αποκαλύπτουν και πολλά προβλήματα, που δεν είναι μόνο της Γαλλίας.
1. Ο Μακρόν κέρδισε με αρκετά μικρότερη διαφορά από τις προηγούμενες εκλογές και, υποστηρίχτηκε κυρίως από τα υψηλά μεσαία στρώματα και τα πολύ υψηλά. Από τις μεγάλες ηλικίες και τους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων.
2. Αντιθέτως η Λεπέν πέτυχε το υψηλότερο ποσοστό της ακροδεξιάς και, στηρίχτηκε από τα χαμηλά μεσαία στρώματα, τα στρώματα με χαμηλά εισοδήματα, τις νεότερες ηλικίες και τους κατοίκους των μικρών πόλεων και της υπαίθρου.
Στην χώρα μας, μπορεί η κυβέρνηση και τα περισσότερα κόμματα, να χαιρέτισαν την ήττα της ακροδεξιάς Λεπέν, δεν ξέρω όμως αν πήραν το μήνυμα των εκλογών, ειδικά η κυβέρνηση. Μπροστά μας είναι τα δύσκολα και οι εξελίξεις έρχονται.
Στην γειτονιά της ΕΕ, στην Ουκρανία, φαίνεται ότι η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της, βλέποντας την αδυναμία του Ρωσικού στρατού να πετύχει τους στόχους του και την ισχυρή αντίσταση του Ουκρανικού στρατού και λαού, αποφάσισαν να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την Ουκρανία, με αμυντικά, αλλά και με σύγχρονα επιθετικά όπλα. Ο στόχος εμφανής: Η ήττα της Ρωσίας, και σε συνδυασμό με την οικονομική και κοινωνική κρίση, που προκαλούν οι Δυτικές κυρώσεις στο εσωτερικό της, να πετύχουν την καλύτερη δυνατή συμφωνία για την Ουκρανία και τα δυτικά συμφέροντα.
Από την πλευρά του ο Πούτιν, φαίνεται ότι, δεν έχει δρόμο επιστροφής, από τον δρόμο του πολέμου που ξεκίνησε, γιαυτό απαντά με ανασύνταξη των στρατιωτικών του δυνάμεων, επικέντρωση στην βορειοανατολική Ουκρανία, πού ήταν και ο αρχικός του στόχος και, από χθες, άρχισε να σταματά την παροχή φυσικού αερίου σε δύο πρώην χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, με μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση από την Ρωσία, σημερινά μέλη του ΝΑΤΟ.
Ο Πούτιν προσπαθεί να δημιουργήσει εσωτερικά προβλήματα στις χώρες που πρωτοστατούν στην υποστήριξη της Ουκρανίας, και είναι ευάλωτες, στέλνοντας μηνύματα και στις άλλες, ότι δεν θα περιμένει να βρουν εναλλακτικές λύσεις στο φυσικό αέριο, θα τις πλήξει πρώτος, παρ΄, ότι θα χάσει σημαντικά και κρίσιμα έσοδα και θα βρεθεί μπροστά σε προσφυγές στον ΠΟΕ, για αθέτηση συμβολαίων.
Τα παίζει όλα για όλα, για να ανεβάσει το ηθικό στο εσωτερικό της χώρας και να δημιουργήσει προβλήματα στις χώρες του ΝΑΤΟ.
Το ερώτημα είναι, μπορεί να αντέξει ο Πούτιν καθολική στρατιωτική ήττα, και πως θα αντιδράσει πριν να συμβεί αυτό;
Θα προχωρήσει σε γενική επιστράτευση και σε καθολικό πόλεμο ή θα μπει στον πειρασμό να ανοίξει και άλλο στρατιωτικό μέτωπο, σε άλλη χώρα, πολύ περισσότερο να σκεφτεί την χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων;
Η Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ, ενθαρρυμένες από την αποτυχία της Ρωσίας, φαίνεται να κλιμακώνουν την διπλωματική επίθεση στην Μόσχα, ανοίγουν τον δρόμο για την ένταξη μέχρι το καλοκαίρι στην στρατιωτική Συμμαχία της Φιλανδίας και πιθανόν και της Σουηδίας, ενώ η ΕΕ επιταχύνει την έναρξη των διαδικασιών για την ένταξη της Ουκρανίας και της Μολδαβίας.
Το αποκορύφωμα των κινήσεων της Δύσης είναι η δήλωση του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ Όστιν, για την δυνατότητα και η Ουκρανία να ενταχθεί, κάποια στιγμή στο ΝΑΤΟ.
Φαίνεται και οι δύο πλευρές εντείνουν την στρατιωτική και διπλωματική επιθετικότητα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε ευρύτερη σύγκρουση, με τραγικά αποτελέσματα.
Η μετωπική επίθεση, του εκπροσώπου του Κινέζικου υπουργείου Εξωτερικών, στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, αποκαλύπτει επίσης, ότι είμαστε κοντά στην μεγάλη σύγκρουση. Η Κίνα, προσφέρει πλέον, ανοικτή διπλωματική κάλυψη στον Πούτιν, χωρίς να ξέρουμε, αν θα συνοδευτεί και από στρατιωτική υποστήριξη.
Εμείς, μάλλον έχουμε επαναπαυθεί στην επίσκεψη του Πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο, στις 16 Μαΐου.
Η κυβέρνηση, για την συνάντηση αυτή, μιλάει για ατζέντα που αφορά μόνο διμερή θέματα, και ο κάθε καλόπιστος παρατηρητής αναρωτιέται: ποια διμερή θέματα υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών, ειδικά μετά την υπογραφή της «Ελληνοαμερικανικής συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας»;
Είναι βέβαιο ότι, η κυβέρνηση νιώθει εκτεθειμένη απέναντι στην κοινή γνώμη της χώρας μας και θέλει κάτι να κερδίσει, από την συνάντηση. Τα έδωσε όλα στην Ουάσιγκτον, και δεν πήρε ούτε ένα δημόσιο έπαινο. Αντιθέτως τον έπαινο τον εισέπραξε ο Ερντογάν, με την υπογραφή μάλιστα και της συμφωνίας «Αμυντικής και εμπορικής συνεργασίας», με τις ΗΠΑ.
Ακόμη χειρότερα, εμείς γίναμε στρατηγικός αντίπαλος με την Ρωσία, ενώ ο Ερντογάν στρατηγικός εταίρος και με την Ρωσία.
Όλα δείχνουν ότι, Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες, θέλουν την ήττα και την απόσυρση της Ρωσίας από τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, για να αφοσιωθούν μετά στην ανάσχεση της Κίνας. Τα νέα ψυχροπολεμικά μέτωπα έχουν χτιστεί, οι γεωπολιτικές ανατροπές είναι ραγδαίες και μεγάλες, και οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες που θα προκληθούν ακόμη πιο μεγάλες και για μεγαλύτερο χρόνο.
Για την επίτευξη του στόχου αυτού η Τουρκία είναι απαραίτητη, και αυτό σημαίνει την πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων της Ουάσιγκτον και των Βρυξελών, με την Άγκυρα.
Και το αυτονόητο ερώτημα είναι: Η Ελλάδα και η Κύπρος, πως εντάσσονται στις νέες επιλογές των συμμάχων μας;
Η αποκατάσταση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, είναι βασική επιλογή τους, το ξέρει η Ελληνική πλευρά, θα το ακούσει πιο δυνατά από τον Μπάιντεν ο Μητσοτάκης σε λίγες ημέρες.
Αν για το φετινό καλοκαίρι θέλουν, λόγω τουρισμού και οι δύο χώρες την ηρεμία, το επόμενο βήμα πιο θα είναι;
Μια διαπραγμάτευση «πακέτο», των υπαρκτών και μη θεμάτων, μεταξύ των δύο χωρών, φαίνεται να είναι στις επιλογές της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών, κάτι που η Τουρκία, εδώ και πολλά χρόνια, προτείνει. Και η χώρα μας απορρίπτει.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, αντί να κάνει ανέμελα ταξίδια στο αγρόκτημα του Καρόλου, στην Σκωτία, για τις ψήφους των φιλοβασιλικών στην χώρα μας, μήπως πρέπει να συζητήσει, έστω για πρώτη φορά, με τους επικεφαλής των κομμάτων, για να διαμορφωθεί η εθνική στρατηγική, μπροστά στις ραγδαίες εξελίξεις, που έρχονται, για τα εθνικά μας συμφέροντα;