Η γοτθική έπαυλη του Τόνι Λαστ στην αγγλική εξοχή «δεν ήταν στη μόδα» πλέον και εκείνος «το κατανοούσε πλήρως». Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε ότι το αποδεχόταν κιόλας, καθώς πίστευε ακράδαντα ότι η περιουσία του στο Χέτον, τόσο η οικία όσο και το κτήμα του, αποτελούσαν αναντίρρητα «κομμάτι του εγγλέζικου τρόπου ζωής» που, αν μη τι άλλο, κινδύνευε και έπρεπε να προστατευθεί. Ο Τόνι, απλούστατα, δεν μπορούσε να διανοηθεί τον εαυτό του κάπου αλλού. Πολλώ δε μάλλον στο Λονδίνο όπου κυριαρχούσαν τα ατέλειωτα πάρτι και το ακατάσχετο κουτσομπολιό, ένα διασκεδαστικό μα και κουραστικό πανηγύρι ματαιοδοξίας, υποκρισίας και κενότητας που συνδιαμόρφωνε το πνεύμα της νέας εποχής, την οποία προσδιόριζε εκείνη η «έκρηξη ιλαρότητας που σημειώθηκε μετά το τέλος του πολέμου».

Evelyn Waugh – Μια χούφτα σκόνη

Μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου.

Εκδόσεις Gutenberg, 2022,σελ. 376, τιμή 18 ευρώ

Ο Τόνι λοιπόν, ευρισκόμενος στον απομακρυσμένο πύργο του, την προέκταση τρόπον τινά της προσωπικότητας και της ταυτότητάς του, προσπαθούσε να διατηρήσει τις αποστάσεις του, αποφεύγοντας όσο ήταν δυνατόν την πολύβουη συνάφεια με τη λεγόμενη «καλή κοινωνία» (ναι, είστε ελεύθεροι να φανταστείτε ό,τι χειρότερο σας κάνει κέφι). Απολάμβανε την ηρεμία του ο άνθρωπος, για να το πούμε καθαρά. Ομως η λαίδη Μπρέντα, η γυναίκα του, δεν τα έβλεπε ακριβώς έτσι τα πράγματα. Για την ακρίβεια, την ενοχλούσε που ο σύζυγός της, μέσα στην όλη «παρωχημένη» κατάστασή τους, καμωνόταν ακόμη τον «φεουδάρχη». Οι φίλοι τους πίστευαν ότι «το ζευγάρι είχε βρει το μυστικό της αρμονικής συμβίωσης» αλλά, προφανέστατα, έκαναν λάθος. Κάτω από τη φαινομενικά αδιατάρακτη και ευτυχισμένη επιφάνεια, ύστερα από επτά χρόνια γάμου και ένα παιδί (έναν ατίθασο και αθυρόστομο μπόμπιρα, τον Τζον Αντριου), η συνύπαρξή τους άρχισε να κλυδωνίζεται από τον πιο αθόρυβο σεισμό, την αφόρητη πλήξη της Μπρέντα.

Ο εφεδρικός άνδρας

Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου, καταφθάνει με το τρένο από την πρωτεύουσα ένας μάλλον απρόβλεπτος επισκέπτης, ο 25χρονος Τζον Μπίβερ, «που σπανίως ήταν ευπρόσδεκτος κάπου». Ο Τόνι τον είχε συναντήσει τυχαία σε μια λέσχη, τον είχε απροσδιόριστα καλέσει σπίτι του (για λόγους ευγενείας) αλλά δεν υπολόγιζε ότι ο νεαρός άνδρας όντως θα τους φορτωνόταν. Πλην όμως, αυτό ήταν το φόρτε του, «να πηγαίνει παντού».

Ο Τόνι είχε πέσει, όπως αποδεικνύεται σύντομα, σε σεσημασμένη περίπτωση, σε έναν φτωχικών καταβολών συνδυασμό ζεν πρεμιέ και αριβίστα που συμβουλευόταν απαρεγκλίτως τη δαιμόνια μητέρα του η οποία ήταν εξαιρετικά ενημερωμένη για τους πάντες και τα πάντα και, μεταξύ των άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της, μετέτρεπε στάβλους και γκαράζ σε διαμερίσματα προς ενοικίαση. Σε ανύποπτο χρόνο μια κυρία (μια ακόμη κυρία της ανώτερης πλην παρακμάζουσας αστικής τάξης) είχε αποδώσει στον Τζον Μπίβερ τον τίτλο του «μοναδικού εφεδρικού άντρα του Λονδίνου» και, ασφαλώς, είχε απόλυτο δίκιο.

Ο Τόνι κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να τον διώξει μια ώρα αρχύτερα από το Χέτον αλλά η Μπρέντα, που στην αρχή είχε πει ότι ο Τζον Μπίβερ «είναι για λύπηση», διαπιστώνει ότι έχει το περιθώριο να του ανοίξει την καρδιά της (και μακροπρόθεσμα, γιατί όχι, να του τη χαρίσει). Η ίδια, ενόσω συνομιλούν, γκρινιάζει για την ανιαρή καθημερινότητά της και του εξομολογείται ότι «απεχθάνεται» το σπίτι, δηλαδή τη λόξα και το καμάρι του συζύγου της, με το υπεράριθμο υπηρετικό προσωπικό και το ανυπολόγιστο κόστος συντήρησης που υπέσκαπταν τη μελλοντική τους ευημερία. «Εχει να μάθει πάρα πολλά. Είναι ένας από τους λόγους που με θέλγει» εκμυστηρεύεται η ώριμη και τσιμπημένη Μπρέντα στη Μάρτζορι, την αδελφή της, αναφερόμενη στον κατά τα λοιπά «παρακατιανό» Τζον Μπίβερ.

Διαβάζοντας τον πανέξυπνο και διεισδυτικό Ιβλιν Γουό, με τις αφοπλιστικές παρατηρήσεις και περιγραφές του, σκέφτεται κανείς ότι τα γέλια υπάρχουν για να υπενθυμίζουν τα δάκρυα, τα δάκρυα που προηγούνται και έπονται, πάντοτε

Παραστρατήματα

Δεν είναι δύσκολο για τον αναγνώστη να διαβλέψει σε τούτο το σημείο τη συνέχεια. «Αυτό συμβαίνει πάντοτε με τους ανθρώπους όταν αρχίζουν τα παραστρατήματα. Πιστεύουν ότι κανένας δεν το ξέρει ή ότι το ξέρουν όλοι». Τα παραστρατήματα, ιδίως τα ερωτικής φύσεως, υποβαστάζονται από ψέματα, εξυπακούεται. Και ο Τόνι Λαστ (πολύσημο το επίθετό του από πολλές απόψεις) θα μάθει τελευταίος τα καθέκαστα. Ούτε που του πέρασε από το μυαλό ότι ο ενθουσιασμός της Μπρέντα με τα μαθήματα οικονομικών στο Λονδίνο δεν είχε να κάνει με τη φιλομάθεια αλλά με την απιστία (ας αφήσουμε δε κατά μέρος το πώς διαχειρίζεται η συγκεκριμένη ηρωίδα το τραγικό δυστύχημα με θύμα τον ίδιο τον γιο της).

Στο σημείο αυτό είναι προτιμότερο να αφήσουμε το ομολογουμένως απολαυστικό ύφος του Ιβλιν Γουό (1903-1966) να ξεδιπλωθεί ακόμη περισσότερο. «Εκείνο το φθινόπωρο τα καινούργια ειδύλλια ήταν λιγοστά και δίχως ενδιαφέρον∙ δεν υπήρχε καμιά έκπληξη όσον αφορά τα ζευγάρια που χώρισαν ή έσμιξαν, και η Μπρέντα ανταποκρινόταν σε μια ανάγκη που τυραννούσε από καιρό όσους απολάμβαναν την απλή, παρασιτική χαρά να συζητούν το θέμα από το τηλέφωνο […]. Αν, έπειτα από επτά χρόνια που δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει άντρα, η Μπρέντα το έσκαγε, εντέλει, με […]κάποιον άλλον κοσμικό νεαρό […], θα επρόκειτο, αναμφίβολα, για μια […] ανάλαφρη κωμωδία ηθών. Η επιλογή του Μπίβερ έδωσε στην περιπέτειά τους διάσταση ποιητική, όπως το έβλεπαν η Πόλι, η Ντέιζι, η Αντζελα και ο υπόλοιπος εσμός των σπερμολόγων».

 

Εκλεπτυσμένη σάτιρα

Εντάξει, θα μπορούσαμε απλώς να εντάξουμε τη φράση «διάσταση ποιητική» στον αυτοσαρκασμό του Γουό, για να μη δημιουργήσουμε παραπλανητικές εντυπώσεις. Αν θελήσουμε να είμαστε πιο σαφείς, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το μυθιστόρημα Μια χούφτα σκόνη (A Handful of Dust, 1934) που κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά, ένα από τα επιτεύγματά του σίγουρα, μια εκλεπτυσμένη και πικρή σάτιρα η οποία, εκκινώντας από την αγγλική κοινωνία του Μεσοπολέμου, δημιουργεί έναν ανελέητο και κατεδαφιστικό μηχανισμό αμφισβήτησης, με διακηρυγμένο θέμα (από τον ίδιο τον συγγραφέα) τον «προδομένο ρομαντικό άνθρωπο».

Πράγματι, ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο Τόνι Λαστ που, προκειμένου να ανασυγκροτήσει τον εαυτό του, μεταμορφώνεται σε ένα είδος «εξερευνητή» εκτάκτου ανάγκης που θα φτάσει ως τα βάθη της ζούγκλας, στον Αμαζόνιο, στη Νότια Αμερική. Κάπου εκεί, μετά από μια επικίνδυνη περιπέτεια στο πλευρό του τυχοδιώκτη Δρος Μέσιντζερ, θα κληθεί υπό εξόχως ιδιάζουσες συνθήκες να διαβάσει δυνατά πολλά από τα έργα του Τσαρλς Ντίκενς. Το βιβλίο επιφυλάσσει αρκετές εκπλήξεις και ένα «εναλλακτικό τέλος». Διαβάζοντας τον Γουό, τον πανέξυπνο και διεισδυτικό Γουό, με τις αφοπλιστικές παρατηρήσεις και περιγραφές του, σκέφτεται κανείς ότι τα γέλια υπάρχουν για να υπενθυμίζουν τα δάκρυα, τα δάκρυα που προηγούνται και έπονται, πάντοτε.

Εξαιρετική, τέλος, η μεταφραστική εργασία της Παλμύρας Ισμυρίδου. Αντιμετώπισε προσεγμένα και ευρηματικά έναν απαιτητικό συγγραφέα.