Αυτή η εργασία πρέπει
να αναπτύξει
στο υψηλότερο επίπεδο
την τέχνη της παράθεσης
χωρίς εισαγωγικά
Εάν έβαζα εισαγωγικά στην πρόταση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που επελέγη ως μότο αυτού του κειμένου, δεν θα ανέπτυσσα στο υψηλότερο επίπεδο την τέχνη της παράθεσης που υπηρετώ εις πείσμα των ελεγκτών της εναέριας κυκλοφορίας των ξένων παραθεμάτων χωρίς ούτε στιγμή, εν τούτοις, να έχω απολέσει την πρωτοτυπία μου.
Το ζήτημα είναι ότι όχι μόνο όσοι διώκουν τον Πατούλη για τη διατριβή του, αλλά και όσοι θεσμικά ελέγχουν τα «δάνεια», αγνοούν πως το χαμηλότερο επίπεδο της τέχνης της παράθεσης είναι να νομίζεις ότι πρωτοτυπείς.
Αντίθετα, θα χρησιμοποιήσω τα εισαγωγικά στην αμέσως επόμενη πρόταση, που παραθέτω από το βιβλίο Η «δεσμίδα Ν» της Εργασίας περί στοών* του Μπένγιαμιν, αναγνωρίζοντας ότι η «παρεκτροπή» και η «οικειοποίηση» είναι προϋποθέσεις της τέχνης της παράθεσης, επειδή ένα κείμενο εκπροσωπεί τον παραθέτοντα για ένα άλλο κείμενο. Και ιδού το παράθεμα: «Μέθοδος αυτής της εργασίας: το λογοτεχνικό μοντάζ. Δεν έχω τίποτα να πω. Μόνο να δείξω. Δεν θα υπεξαιρέσω τίποτε πολύτιμο, δεν θα ιδιοποιηθώ ευφυείς διατυπώσεις. Μα τα κουρέλια, τα απορρίμματα: αυτά δεν θα τα απογράψω, αλλά θα τους επιτρέψω να αναδειχθούν αυτοδικαίως με τον μόνο δυνατό τρόπο: χρησιμοποιώντας τα».*
Εάν λοιπόν ήθελα να συνδέσω χρονολογικά κι εγώ την άνευ όρων παράδοσή μου στο γήρας με την πραγματική ωριμότητα, θα την τοποθετούσα στις 28 Φεβρουαρίου όπου – μετά από μία θανατηφόρα εμπειρία τον Νοέμβριο – παρέδωσα στον εκδότη το τελευταίο βιβλίο μιας αυτοβιογραφίας με τον τρόπο της ποίησης. Και μάλιστα, απορώντας πώς είχα την απαίτηση να εκδώσω μία ακόμη συλλογή, όταν άλλοι πολεμούν προκειμένου ελεύθερα να επιλέγουν να έχουν απέραντο δίκιο;
Θα ήμουν υπερβολικός αν έλεγα ότι και η δραματική επιλογή του Μπένγιαμιν – να αυτοκτονήσει στα γαλλο-ισπανικά σύνορα με μια σφαίρα στο κεφάλι – ήταν «επιλογή» αντίστοιχη με την ισόβια απελπισία του Σαρλ Μπωντλαίρ;
Θα διερωτώμουν επίσης εάν ήταν κίνηση αναμενόμενη από κάποιον που έδειξε στο Ημερολόγιο της Μόσχας τι σημαίνει απόγνωση, ή τι σημαίνει σοβαρότητα για όποιον επιλέγει τη λογοτεχνία προκειμένου να μιλήσει για το «δικαίωμά του στον θάνατο», τη στιγμή μάλιστα που η λογοτεχνία δεν γίνεται απλώς ερώτημα αλλά απειλή για τον ίδιο.
Η περίπτωση της ποίησης, όπου η λογοτεχνία δεν είναι μονάχα ανομιμοποίητη αλλά και καταχρηστική, υπήρξε και για μένα η μόνη «μέθοδος να δείξω» – με τα «κουρέλια» της ζωής μου – τον «μονόδρομο», το «ξεγύμνωμα της καρδιάς». Μου έδωσε το δικαίωμα να γράφω για τον εαυτό μου με τρόπο επώδυνο, σχεδόν αυτοκτονικό και, με αυτή τη «σκηνοθεσία», να επεξεργάζομαι κάθε φορά μια θεωρία της ανάγνωσης και μια ρητορική αναφορικής παρέκκλισης προς όφελος της κριτικής θεωρίας.
Γιατί τι άλλο κάνω γράφοντας από το να αιφνιδιάζομαι με τα θραύσματα των συνειρμών (τα «κουρέλια»), στο έλεος μιας «μετάφρασης» χωρίς άλλο πρωτότυπο εκτός από τον εαυτό της; Εξ ου και η «εργασία» αυτή, σε διάσταση τόσο με τη λογοκλοπή όσο και με τη λογοκρισία, δεν υποχρεούται να παραπέμπει πουθενά.
Το εάν η αυταπάτη μου και η εξαπάτηση των άλλων, όχι μόνο υπήρξαν αναπόφευκτες αλλά συνέθεταν και την εντιμότητά μου, αφήνω τον Μωρίς Μπλανσό να το «τεκμηριώσει» στο «Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στον θάνατο».
Και εάν τέτοιοι υπερφίαλοι ισχυρισμοί εκληφθούν ως δικαιολογία για την αποχή μου από τα κοινά, θα απαντούσα ότι τα κοινά μάς εξωθούν σε μια πολεμική με το όνομα «ποίηση» ικανή να αναστήσει μια νεκρή πραγματικότητα.
Είναι εύλογο λοιπόν το ότι επέλεξα «να έχω απέραντο άδικο ώστε η ελευθερία μου να είναι ιλιγγιώδης» (ο Σαρτρ για τον Σαρλ Μπωντλαίρ).
Αντιλήφθηκα μια παράλληλη χειρονομία με αυτήν του Μισέλ Λεϊρίς που εισήγαγε «τη σκιά ενός κέρατου ταύρου σ’ ένα λογοτεχνικό έργο».
Είχα προβλέψει, όπως ο ταυρομάχος του, έναν θανάσιμο κίνδυνο. Να γιατί υποστηρίζω πως το πιστόλι που τίναξε τα μυαλά του στον αέρα ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ήταν το μολύβι του.
Ο Μπένγιαμιν ήξερε ότι «το να γράφεις Ιστορία σημαίνει να αποδίδεις στις χρονολογίες τη φυσιογνωμία τους».*
Στα τέλη Φεβρουαρίου, που παρέδωσα το κείμενο – μαζί με τον εαυτό μου και το «ταξίδι στην κάμαρά μου» – απέδωσα σαν τον «ζωγράφο της μοντέρνας ζωής» τη «φυσιογνωμία» στη χρονολογία της έναρξης αυτού που ακύρωσε αμέσως μετά κάθε λογοτεχνική απόπειρα: ο πόλεμος στην Ευρώπη.
Ομως δεν ήμουν προετοιμασμένος για την «ετοιμασία ενός γεύματος στο παρελθόν»*.
Δεν είχα προσκαλέσει «τους αποδημήσαντες στο τραπέζι»*.
Και κυρίως, δεν ήξερα ότι η «συνέχεια της παράδοσης» για τον συγγραφέα είναι μια επίφαση «που την προικίζει με συνέχεια»*, ακόμη και όταν ο ίδιος αναγνωρίζει τον εαυτό του σαν κάποιον που αποτυγχάνει στη συγγραφή:
– «Γράψε, για να μην πεις τίποτα».
– «Γράψε, για να πεις κάτι».
– «Και κυρίως, να ξέρεις πως όλα αυτά που γράφεις δεν είναι παρά φιλολογίες».
Ο ποιητής όμως δεν αναμένει από κανέναν να του το πει. Ζει μέρα τη μέρα την αποτυχία του, γράφοντας την αποτυχία στην ιδιότυπη πρόζα του στην εφημερίδα.
Το πρόσχημα μάλιστα, ότι τα αφοριστικά ερανίσματά του στον Τύπο είναι (Σαν) ποίημα, δεν τον πείθει.
Το ποίημα, τοποθετημένο ως κολοφώνας ζωής στο τέλος της νέας του συλλογής, τον ειδοποιεί.
Ειδοποιεί όμως και τον αναγνώστη ότι η λογοτεχνία είναι η αντιστροφή της σεξουαλικής επιθυμίας στον εαυτό με ολέθριο πεπρωμένο.
Ο κολοφώνας:
«Από την πάντα πρώιμη ειλικρίνεια
στον ύστερο πληθυντικό της»
Δεν θα βρω ποτέ…
αυτό που ζω και δεν μπορώ να σας το πω
προς ώρας
Το κόλπο όμως
να δείχνω ανάλγητο τομάρι
– καταλάβετέ το –
είναι το κόλπο της γραφής
από την εποχή των παπύρων
Καταλαβαίνω σημαίνει
κατάλαβα ότι γράφω
Σημειωτέον, μ’ αφήνει έκπληκτο ο πλεονασμός
και το ότι επίσης ζω
Ο κολοφώνας μου
τοίχος ψηλός
με ηλεκτροφόρα
[Από την ανέκδοτη συλλογή (Σαν) ποίημα από τις εκδόσεις Περισπωμένη]
* Οι αστερίσκοι παραπέμπουν στο Η «δεσμίδα Ν» της εργασίας περί στοών, Εκδόσεις Νήσος, 2021.