Οι αμοιβές στην Ελλάδα παρέμειναν καθηλωμένες, παγωμένες στην κυριολεξία, επί μία ολόκληρη δεκαετία.
Από το μνημονιακό 2012, από τη στιγμή δηλαδή που η τρόικα επέλεξε το τέλος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την εσωτερική υποτίμηση ως βασικούς μηχανισμούς για την εξυγίανση της χρεοκοπημένης ελληνικής οικονομίας, οι έλληνες εργαζόμενοι δοκιμάστηκαν πραγματικά.
Στα χρόνια της ύφεσης και της μεγάλης αναδιάρθρωσης έχασαν την όποια διαπραγματευτική ισχύ διέθεταν, σήκωσαν μέσω των μαζικών απολύσεων το βάρος της μεγάλης ανεργίας του 25%-26% και ταυτόχρονα ήταν αυτοί που εκλήθησαν να υπηρετήσουν τα όποια σχέδια εξυγίανσης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Ιδιαιτέρως οι πολλές διασώσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων στα χρόνια της κρίσης στηρίχθηκαν κατά βάση στη συναίνεση και στην προσπάθεια των εργαζομένων. Η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, όπως και η ανάκτηση των όποιων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων τους, στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη συγκράτηση του εργατικού κόστους.
Με τα χρόνια το κόστος εργασίας, σε συνδυασμό με το πλήθος των αποκτηθέντων τεχνολογικών και ψηφιακών δυνατοτήτων, υποχώρησε σκανδαλωδώς, έπαψε να αποτελεί μέγα βάρος για τις περισσότερες των παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων.
Μακροχρόνια ωστόσο το πάγωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων παρήγαγε στρεβλώσεις μοναδικές και αποτέλεσε βάση διεύρυνσης των ανισοτήτων. Και αυτό γιατί οι εργαζόμενοι δεν έλαβαν μέρισμα από τη συμμετοχή τους στην εξυγίανση των επιχειρήσεων και στην ανάκτηση της κερδοφορίας τους μετά τη μεγάλη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, παρατηρήθηκε σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Από αυτό άλλωστε το αίσθημα αδικίας και μονομέρειας πυροδοτήθηκαν παγκοσμίως αιτήματα αύξησης των κατώτατων αμοιβών και του ωρομισθίου στις ΗΠΑ και στη Γερμανία, πολύ πριν υιοθετηθούν και στη χώρα μας.
Στην παρούσα φάση έξαρσης των πληθωριστικών πιέσεων το αίτημα υποτυπώδους αύξησης των κατώτατων αμοιβών γενικεύθηκε, έλαβε καθολικές διαστάσεις, δεν μπορούσε να μείνει ανικανοποίητο.
Ειδικά στην Ελλάδα οι κατώτατες αμοιβές παρέμεναν σκανδαλωδώς καθηλωμένες, απέχοντας σημαντικά ακόμη και από τα επίπεδα συγγενών οικονομικά χωρών. Η κυβέρνηση εν ολίγοις έπραξε το αυτονόητο. Επέλεξε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5%, που μαζί με την προηγηθείσα του περασμένου Ιανουαρίου κατά 2% ανεβάζει σωρευτικά την ποσοστιαία αύξηση κατά 9,7%. Το εν λόγω ποσοστό αύξησης εκκινεί από εξαιρετικά χαμηλή βάση και γι’ αυτό δεν δικαιολογεί τις αντιδράσεις μερίδας του επιχειρηματικού κόσμου, που πέραν των άλλων έχει απολαύσει και γενναία μείωση των φορολογικών συντελεστών σε κέρδη και μερίσματα τα προηγούμενα χρόνια.
Μένει τώρα και η επανέναρξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων ώστε η στρέβλωση να αρθεί.
Στις ανοιχτές φιλελεύθερες οικονομίες δεν ταιριάζει να μην υπάρχουν και τα δύο μέρη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το σήμα εδόθη, μένει τώρα στους κοινωνικούς εταίρους να διαβουλευθούν και να αποδώσουν στους εργαζομένους τις αμοιβές που αρμόζουν στον κόπο και στις θυσίες τους.