Η δημοκρατία υποτίθεται ότι το πολιτικό σύστημα που προσφέρει επιλογές έτσι οι ψηφοφόροι να μπορούν να επιλέξουν το κόμμα ή τον πολιτικό που προτιμούν και με αυτό τρόπο να εκφραστούν οι ανάγκες, οι αναζητήσεις, οι αγωνίες ακόμη.
Τι γίνεται, όμως, όταν ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος αισθάνεται ότι στην πραγματικότητα αυτό που του προσφέρουν δεν είναι ακριβώς αυτό που αναλογεί στις δικές τους ανάγκες; Όταν αισθάνονται αποξενωμένες και αποξενωμένοι από όλες τις επιλογές; Όταν καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στο κακό και το χειρότερο;
Κάπως έτσι θα μπορούσε να περιγραφεί η πραγματική επιλογή στη Γαλλία όπου οι ψηφοφόροι καλούνται την Κυριακή να επιλέξουν ανάμεσα στον πολιτικό που κατάφερε να δώσει πρόσωπο σε αυτό που περιγράφουμε συνήθως ως «Ακραίο Κέντρο», δηλαδή μια μάλλον αυταρχική εκδοχή νεοφιλελευθερισμού και την εκπρόσωπο της ακροδεξιάς και ουσιαστικά – και σε πείσμα της ρητορικής της – του νεοφασισμού. Και όλα αυτά ύστερα από μια εκλογική μάχη στον πρώτο γύρο που αποκάλυψε βαθιά ρήγματα στη γαλλική κοινωνία.
Δυο υποψήφιοι που προσπαθούν να διευρύνουν την επιρροή τους
Το βασικό πρόβλημα και των δύο υποψηφίων είναι ακριβώς να διευρύνουν την επιρροή τους.
Είναι αλήθεια ότι τα ποσοστά που πήραν στον πρώτο γύρο είναι ποσοστά που έχουν καταγραφεί ξανά στη Γαλλία σε πρώτο γύρο, όμως σε εκείνες τις περιπτώσεις πάντα ο κάθε υποψήφιος μπορούσε να ελπίζει ότι στον δεύτερο εκπροσωπούσε το σύνολο της δυνητικής του παράταξης, με βάση τον τρόπο που στη Γαλλία ιστορικά ορίζονταν η διαίρεση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά.
Όμως, τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο Εμανουέλ Μακρόν, παρότι τυπικά θα έπρεπε να επωφεληθεί από την εξαφάνιση των Σοσιαλιστών και τη συντριβή των Ρεπουμπλικανών και άρα να μπορεί να συσπειρώσει εξαρχής ένα μέρος και της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, βρέθηκε και πάλι να εκπροσωπεί τις κοινωνικές δυνάμεις που τον στηρίζουν, ανώτερα εισοδήματα, τη «μεσαία τάξη» των πόλεων, τους πιο μορφωμένους, χωρίς να μπορεί να διαμορφώσει ένα ευρύτερο «ηγεμονικό» κοινωνικό μπλοκ, παρά την κυριαρχία στην πολιτική σκηνή που επιφυλάσσει στον εκάστοτε πρόεδρο το γαλλικό πολιτικό σύστημα.
Πράγμα λογικό εάν σκεφτούμε ότι πολύ νωρίς στη θητεία του αναμετρήθηκε με ένα εντυπωσιακής διάρκειας κίνημα διαμαρτυρίας, τα «Κίτρινα Γιλέκα», το οποίο αντιμετώπισε σε ιδιαίτερα αυταρχικό τρόπο, ότι συγκρούστηκε με τα κομμάτια της κοινωνίας που διαμαρτύρονταν για τα «υγειονομικά διαβατήρια», ότι δεν αντέστρεψε το αίσθημα ανασφάλειας μεγάλου μέρους της γαλλικής κοινωνίας ούτε και τα αποτελέσματα ενός εμπεδωμένου ρατσισμού.
Από τη μεριά της η Μαρίν Λεπέν που ελπίζει ότι ξεκινά με το ανεβασμένο στον πρώτο γύρο άθροισμα της ακροδεξιάς (εάν προσθέσουμε τις ψήφους του Ζεμούρ) ελπίζει ότι θα μπορέσει με την προσπάθεια για «κοινωνικό πρόσωπο» να διευρύνει την επιρροή της –μικρές πόλεις, γαλλική επαρχία, παραδοσιακή εργατική τάξη–, εξ ου και η επικέντρωση στα ζητήματα της αγοραστικής δύναμης και της άρνησης αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης. Όμως, η βαθιά ρατσιστική τοποθέτησή της σηματοδοτεί έναν δυνάμει «εμφύλιο πόλεμο» στη Γαλλία και την ίδια ώρα παρά την προσπάθειά της να εμφανιστεί ως μια κοινοβουλευτική δύναμη (που μάλιστα θα ήθελε να ενσωματώσει μερικά από τα αιτήματα των «Κίτρινων Γιλέκων» π.χ. για τα Δημοψηφίσματα), στα μάτια πολύ μεγάλου μέρους της κοινωνίας, ξεκινώντας από τη νεολαία και τα προάστια με τους ισχυρούς μεταναστευτικούς πληθυσμούς, εκπροσωπεί πολύ απλά το σύγχρονο πρόσωπο του φασισμού.
Η προσπάθεια προσεταιρισμού του ακροατηρίου του Μελανσόν
Το κρίσιμο στοίχημα είναι πώς θα κινηθούν οι ψηφοφόροι του Μελανσόν. Τόσο ο ηγέτης όσο και τα στελέχη της «Ανυπότακτης Γαλλίας» επιμένουν στη γραμμή που λέει «καμιά ψήφος στην Λεπέν», χωρίς ταυτόχρονα να προτείνουν υπερψήφιση του Μακρόν, αν και οι δημοσκοπήσεις παραπέμπουν στο ότι ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων τους μάλλον αυτό θα πράξουν για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να πάρει την εξουσία η Λεπέν.
Αυτό εξηγεί και την προσπάθεια της Λεπέν να προσεταιριστεί αυτό το ακροατήριο, που σε μεγάλο βαθμό έχει έντονο το στοιχείο της διαμαρτυρίας για την τρέχουσα κατάσταση στη Γαλλία και που σε μεγάλο βαθμό είχε δει θετικά και το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων». Ωστόσο, σε αυτή την προσπάθεια φαίνεται να προσκρούσει σε ένα ορισμένο αντιφασισμό αυτών των στρωμάτων, απέναντι σε μια υποψήφια που δεν κρύβει την αγάπη της για τη βίαιη επιβολή του «νόμου και της τάξης».
Ο Μακρόν αποφεύγει να «δαιμονοποιήσει» την ακροδεξιά
Μια βασική προσπάθεια της Λεπέν εδώ και χρόνια είναι να απαλλαγεί από την εικόνα του «Εθνικού Μετώπου». Έχει φραστικά αποκηρύξει την πολιτική κληρονομιά του πατέρα της, με όλα τα στοιχεία του φασισμού και της υποστήριξης των πραξικοπηματιών του OAS, και προσπαθεί να φανεί ως μια πολιτικός που θα σεβαστεί τους «κανόνες του παιχνιδιού». Βεβαίως ο νεοφασιστικός πυρήνας του Εθνικού Μετώπου παραμένει ενεργός μέσα στην ιδεολογία και την πολιτική κουλτούρα του Εθνικού Συναγερμού.
Κατά παράδοξο τρόπο και ο Εμανουέλ Μακρόν αποφεύγει πλέον να την καταγγέλλει ως «ακροδεξιά», συμβάλλοντας έτσι στην «κανονικοποίησή» της. Αυτό, άλλωστε, έχει να κάνει και με το πώς προσπαθεί να προσεταιριστεί το ακροατήριο που θα έβλεπε με συμπάθεια πλευρές της ακροδεξιάς. Αυτό ήταν εμφανές και σε θέσεις που πήρε στην προεκλογική εκστρατεία, όταν για παράδειγμα πρότεινε να υπάρχει στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε όσους στρέφονται κατά των οργάνων της τάξης.
Βεβαίως σε μια δύσκολη άσκηση πολιτικής ισορροπίας ο Μακρόν προσπαθεί να προσεταιριστεί και την ψήφο των «προαστίων», με την υψηλή συγκέντρωση ψηφοφόρων με μεταναστατευτική πολιτική που όσο και εάν απεχθάνονται την Λεπέν (που επανέφερε θέμα καθολικής απαγόρευσης της «μαντίλας»), εντούτοις δεν ξεχνούν και τις «σκληρές» θέσεις του Μακρόν σε θέματα όπως η μετανάστευση. Ούτως ή άλλως, το πρόβλημα που παραδοσιακά έχει να επικοινωνήσει με τα λαϊκά στρώματα ως ένας άνθρωπος βγαλμένος από ένα πολύ συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον, ανώτερο μορφωτικά και κυρίως οικονομικά, και ως κάποιος πιο συνηθισμένος να μιλά τη γλώσσα των «οικονομικών συμβούλων», φάνηκε έντονα και σε αυτή την εκλογική μάχη.
Τα ερωτήματα της επόμενης μέρας
Οι δημοσκοπήσεις παραπέμπουν σε μια επικράτηση του Μακρόν με μια άνετη διαφορά σε βάρος της Λεπέν. Σε αυτό πιθανό να συμβάλει και η σχετικά «ισχυρή» παρουσία του στο debate όπου η Λεπέν έκανε ίσως λιγότερα λάθη από την καταστροφική εμφάνισή της το 2017, έστειλε κάποια από τα μηνύματα που ήθελε, αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις.
Όμως, είναι μια άνετη διαφορά και όχι ένα θρίαμβος. Και αυτό σημαίνει ότι ένα σημαντικό ποσοστό θα ψηφίσει την υποψήφια του νεοφασισμού, που μπορεί να πάρει – εάν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις 44-45%.
Το γεγονός αυτό, ύστερα από έναν πρώτο γύρο που έδειξε μια χώρα «τριχοτομημένη» και ως προς τις πολιτικές προτιμήσεις και ως προς τις κοινωνικές ομάδες που εκφράζει κάθε πόλος, παραπέμπει πολύ περισσότερο στη συνέχεια μια ιδιότυπης πολιτικής κρίσης παρά σε μια θετική δυναμική προς το μέλλον, ένα όραμα που επιτρέπει τη συστράτευση ευρύτερων κοινωνικών ομάδων.
Επιπλέον, με το διεθνές σκηνικό να είναι ιδιαίτερα επισφαλές και την έκρηξη του πληθωρισμού διεθνώς να διαμορφώνει μια νέα συνθήκη για τις οικονομίες και την ίδια τη Γαλλία να βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι ως προς το εάν και σε ποιο βαθμό θα κρατήσει τα στοιχεία «κοινωνικού κράτους» που έχει κρατήσει.
Το ίδιο το γεγονός ότι ο κύκλος κοινωνικής διαμαρτυρίας που άνοιξε με τα «Κίτρινα Γιλέκα» σε κανένα βαθμό δεν έκλεισε – με ένα τρόπο τέθηκε σε «αναστολή» εξαιτίας της πανδημίας – σημαίνει ότι τα υλικά για ένα νέο γύρο κοινωνικών εκρήξεων εξακολουθούν να συσσωρεύονται στη γαλλική κοινωνία.
Μέχρι τότε βέβαια υπάρχει και το ερώτημα των βουλευτικών εκλογών και του πώς θα αποτυπωθούν και κοινοβουλευτικά οι συσχετισμοί των προεδρικών εκλογών, άρα και ο τόνος που θα έχει ουσιαστικά η επόμενη κυβέρνηση της Γαλλίας.
Σε κάθε περίπτωση οι γαλλικές εκλογές ήρθαν να υπογραμμίσουν ότι οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες εξακολουθούν να περνούν κρίση. Όχι με την έννοια ότι δε μπορούν να παράγουν μορφές διακυβέρνηση. Αλλά επειδή ολοένα και περισσότερο δείχνουν ότι δεν μπορούν να διαμορφώνουν κοινωνική συνοχή.