«Στα μάτια μου, ακόμα και αν δεν μπορεί πια να μου μιλήσει, ο Δημήτρης Τσάτσος είναι πάντα εδώ δίπλα μου, «ωσεί παρών». Και με αυτή την έννοια το κείμενο που ακολουθεί δεν θα πρέπει να αναγνωσθεί σαν ένας αποστασιοποιημένος σχολιασμός ενός βιβλίου που γράφτηκε πριν παραπάνω από δέκα χρόνια. Σε ό,τι με αφορά, δεν είναι παρά ένα «Επίμετρο» (με κεφαλαίο Ε) αφιερωμένο στη «δική μου» ανεξάλειπτη μνήμη ενός «δικού μου» ανθρώπου με τον οποίο «έτυχε» να συμ-πορεύομαι, να συν-ομιλώ, να συμ-προβληματίζομαι, να «συν-ειρωνεύομαι» και να «συν-αγωνιώ» σε διάφορες φάσεις της «δικής μου» ζωής» αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, προλογίζοντας το βιβλίο του «ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΛΛΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ; Μνήμη Δημήτρη Τσάτσου» από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ενα βιβλίο που, όπως λέει ο συγγραφέας, κατέληξε να έχει ως αντικείμενο όχι τόσο την ίδια την Πολιτεία του Τσάτσου, όσο μιαν «άλλη», αόρατη, φανταστική «πολιτεία» που θα μπορούσε να υπάρχει μόνο στα ανομολόγητα όνειρά του. Ενα βιβλίο που προσπαθεί να επανατοποθετήσει και να επανερμηνεύσει τους προβληματισμούς και τις αγωνίες του εκλιπόντος συγγραφέα στο πλαίσιο μιας πραγματικότητας ριζικά διαφορετικής από εκείνην που τον περιέβαλλε όσο ζούσε. Για μια πολιτεία, μια Ευρώπη, έναν κόσμο που-δεν-υπάρχει-ακόμα.
Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά «Για μιαν άλλη πολιτεία; Μνήμη Δημήτρη Τσάτσου» θα κυκλοφορήσεις από τις εκδόσεις Καστανιώτη και το ΒΗΜΑ προδημοσιεύει ένα εκτενές απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο.
«EΛΑΧΙΣΤΑ ΤΙΝΑ» ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΕΝΑ «ΕΡΓΟ ΖΩΗΣ»
«…Οι στενότατοι φιλικοί δεσμοί ανάμεσα στους γονείς μας είχαν ως αποτέλεσμα να γνωριζόμαστε με τον Δημήτρη Τσάτσο κυριολεκτικά εξ απαλών ονύχων. Ομως οι σχέσεις μας πέρασαν από πολλά στάδια. Θυμάμαι ότι, σε μια πρώτη φάση, και όντας κάποια χρόνια νεότερος, είχα πολλές αμφιβολίες για το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίζω κάποιον που «όφειλα» να συμπαθώ και να θαυμάζω δίχως να καταλαβαίνω ακριβώς γιατί. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Από τη στιγμή που άρχισα να συνομιλώ μαζί του με όρους στοιχειώδους ηλικιακής ισοτιμίας, συνειδητοποίησα ότι και η δική μας σχέση επικαθοριζόταν πριν από όλα από την έμφυτη και ανυπόκριτη πνευματική και ψυχική γενναιοδωρία με την οποία αντιμετώπιζε όλους τους άλλους. Ισως να έπαιξε κάποιο πρόσθετο ρόλο το γεγονός ότι, όπως και εγώ, ήταν και αυτός μοναχοπαίδι που έψαχνε πριν από όλα να βρει οικείους συνομιλητές και συνενόχους. Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι γεγονός ότι, σε καίριες στιγμές της δικής μου ζωής, υπήρξε ένας πάντα ανοικτός και διαθέσιμος «αδελφικός» συνομιλητής που με βοηθούσε να αντιμετωπίσω τους δικούς μου εφηβικούς και υπαρξιακούς στην αρχή, και αξιακούς και πολιτικούς στη συνέχεια, προβληματισμούς. Οταν λοιπόν πια είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι «ενεργά» ο ίδιος για τη δική μου θέση στον κόσμο, αποδείχθηκε ο ευφυέστερος, διεισδυτικότερος, αφιλοκερδέστερος και συνάμα αυστηρότερος κριτικός αναγνώστης της δικής μου πνευματικής πορείας. Αντιλαμβάνομαι σήμερα πως οφείλω στη μνήμη του πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσε να έχει ο ίδιος φαντασθεί.
Η «εξόφληση» ενός τέτοιου χρέους θα απαιτούσε βέβαια, τουλάχιστον, μιαν εξονυχιστικά θεμελιωμένη αντιμετώπιση του συνόλου του έργου του. Γεγονός που, με τη σειρά του, θα προϋπέθετε τη συστηματική εμβάθυνση γύρω από τα μείζονα θεωρητικά, επιστημολογικά, φιλοσοφικά, νομικά αλλά και πολιτικά ζητήματα που έθεσε με μοναδική σαφήνεια στην εισαγωγή της Πολιτείας, του βιβλίου που έμελλε να αποδειχθεί το κύκνειο άσμα του. Ηδη οι πρώτες του λέξεις αναγγέλλουν τη βαθύτερη ratio της προσέγγισής του. Μην μπορώντας πια να προσβλέπει στην πλήρη «αποκατάσταση των κατεστημένων νοημάτων», με τη βοήθεια των οποίων είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται το λεγόμενο «πολιτικό φαινόμενο», ο Τσάτσος υπογραμμίζει ότι «τα θέματα της πολιτειολογίας αγγίζουν θεωρητικά προβλήματα που δεν έλυσε ακόμα ούτε η ανθρώπινη σκέψη ούτε η ανθρώπινη πρακτική».
Είτε το θέλουμε λοιπόν είτε όχι, το «αίνιγμα» της «πολιτικής εξουσίας», όπως και αν αποφασίσουμε να την ονομάσουμε, παραμένει εκ των πραγμάτων άλυτο. Ακόμα και αν εμφανίζεται ως «δεδομένο» και «αυτονόητο», ίσως μάλιστα κυρίως τότε, το ζήτημα της πρόσληψης, της οριοθέτησης και της εκλογίκευσης της οργανωμένης εξουσίας εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Είτε ως απαράγραπτο προνόμιο «κάποιων», είτε ως σοβούσα απειλή εναντίον «άλλων», είτε ως αόρατο φάντασμα που καταδιώκει «τους πάντες», το αναπάντητο ερώτημα «ποιος μπορεί» και «ποιος δικαιούται» να αποφασίζει για «ποια ζητήματα», σε «ποια στιγμή», για «ποιο λόγο», σε «ποια πλαίσια» και χρησιμοποιώντας «ποιες λέξεις», ελλοχεύει πάντα σε κάθε γωνία. Η απάντηση του Χάμπτυ Ντάμπτυ στην απορία της Αλίκης αν «μπορεί» κανείς να κάνει τις λέξεις να σημαίνουν διαφορετικά πράγματα είναι αποστομωτική. «Οταν χρησιμοποιούμε μια λέξη» λέει «εμείς ορίζουμε και τη σημασία της. Tο ερώτημα είναι ποιος κάνει κουμάντο, και αυτό είναι όλο».
Παρ’ όλα αυτά ίσως ποτέ ο πολιτικός λόγος να μην υπήρξε τόσο ουσιαστικά απαράκαμπτος όσο εμφανίζεται στις μέρες μας. Ηδη το γεγονός ότι είναι δυνατόν να εξαγγέλλεται (με ή χωρίς τυμπανοκρουσίες) το «τέλος της πολιτικής» (αλλά όχι βέβαια και το «τέλος της εξουσίας»!) τεκμηριώνει την αμηχανία ή ίσως και τον τρόμο των κρατούντων μπροστά στο ενδεχόμενο να απεκδυθούν από τη «δική τους» αυτοαναπαραγόμενη ζωογόνο εξουσία που έχουν συνηθίσει να θεωρούν πως «δικαιούνται» σε κάθε περίπτωση να ασκούν. Προκειμένου λοιπόν να είναι δυνατόν να «εξορκισθεί» η προαιώνια ενασχόληση με τα ερωτήματα ποιος και σε ποια βάση «νομιμοποιείται» να κυβερνά αντί «άλλων» και πώς μπορούν να απαλλαγούν οι εκάστοτε κρατούντες από τη διιστορική απειλή της ενδεχόμενης εμφάνισης μιας «άλλης», εναλλακτικής εξουσίας – που στα μάτια τους δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται ως «ανορθολογική», «αυθαίρετη» και «αδικαίωτη» -, θα πρέπει να αποσιωπηθούν όλα εκείνα τα ερωτήματα που ήδη από την εποχή του Πλάτωνα τίθενται σε κάθε οργανωμένη κοινωνία. Θα πρέπει δηλαδή, με άλλα λόγια, να θεωρηθεί αυτονόητη, αμετακίνητη και «οριστική» η ισχύς μιας σημερινής «εξουσιαστικής πραγματικότητας», η οποία όμως δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από προϊόν μιας ανοικτής, ενδεχομενικής, ευμετάβολης αλλά ήδη απελθούσας ιστορίας»…
«…Με όποιους όρους και να τεθεί, το προαιώνιο δίλημμα «τάξη ή αταξία και χάος» δεν είναι αντιμετωπίσιμο αλλιώς παρά μέσω κάποιας συγκεκριμένης, οργανωμένης και ενσυνειδήτως «τακτοποιού», «νομοποιού» και «νομιμοποιού» εξουσίας. Ετσι, στα μάτια του Τσάτσου, ο πολιτειολογικός προβληματισμός είναι αναπόσπαστα δεμένος με τον εκλογικευτικό λόγο που εκτρέφει. Αναφέρεται ταυτόχρονα τόσο σε ένα υπάρχον «ον» όσο και στις κοινωνικές αναπαραστάσεις περί του εν γένει «δέοντος». Στο αφετηριακά αμφίσημο αυτό πλαίσιο όμως όλες οι προσεγγίσεις δεν μπορεί παρά να είναι «δοκιμαστικές» ή και «πειραματικές». Και με αυτήν ακριβώς την έννοια το έργο του Τσάτσου εμφανίζεται ως ένα πολύτιμο μεν, αλλά πάντως ούτε ολοκληρωμένο ούτε ολοκληρώσιμο «εν δυνάμει έργο». Ενα έργο που δεν μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο από το να συμβάλει, με τον δικό του τρόπο, στη συστηματική «απομυθοποίηση» ορισμένων βασικών εννοιών που συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδιο σε μιαν εκ πρώτης όψεως «σωστή» κατανόηση του ιστορικού φαινομένου «πολιτεία». Ενα βότσαλο δηλαδή στη λίμνη, ή μάλλον στο τέλμα, ενός αιωνίως ανακυκλούμενου και εν τέλει αδιέξοδου «περί πολιτικής λόγου»! Ενός λόγου που ούτως ή άλλως, όπως το μαντείο των Δελφών, δεν ομιλεί, δεν υποκρύπτει, αλλά απλώς σημαίνει»….