Πάνε τριάντα τόσα χρόνια θαρρώ, που ο Σεραφείμ Φυντανίδης στην «Ελευθεροτυπία» «λάνσαρε» κυριολεκτικά τον τίτλο «Τα βελτσάκια» για τους φοιτητές μου του Τμήματος Επικοινωνίας του Παντείου.
Ήταν τότε που δεν «προέκυπτα» στον Μητσικώστα να με μιμηθεί στην τηλεόραση ενώ «έπαιζε» πολύ καλά τον Ζουράρι. Τώρα τα βελτσάκια έγιναν ο «Βέλτσος» μου. Εγώ επηρρεάζομαι τώρα και απολαμβάνω όπως αυτά τότε μαζί μου. Γιατί πάντα πρέσβευα ότι οι όροι στο συμβόλαιο «δάσκαλος-μαθητής», είναι αντιστρέψιμοι.
Και πάντα για εμένα η απόλαυση της ανάγνωσης δεν ήταν μόνο για τον αναγνώστη αλλά και τον συγγραφέα.
Δημοσιεύω λοιπόν ένα απόσπασμα του φοιτητή μου Κυριάκου Χαρήτου από το βιβλίο του «Μικρή Εγκυκλοπαίδεια του Θανάτου» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στερέωμα.
«Ένας από τους λογοτεχνικότερους θα μπορούσε να πει κανείς θανάτους, καθώς η υποτιθέμενη «δραματικότητά» του τον καθιστά ιδιαίτερα δημοφιλή στους λογοτέχνες, ποιητές, ραψωδούς κ.λπ. Ο θάνατος αυτός δεν αποτελεί έκπληξη. Έχει ήδη συντελεστεί σε έναν τόπο γλωσσικό. Έχει προβλεφθεί. Έχει ανακοινωθεί. Άρα το μόνο που ουσιαστικά μένει ώστε ο λόγος να γίνει πράξη –το λεκτικό πεπρωμένο να συντελεστεί– είναι να σωθεί ο χρονικός εκείνος μίτος που συνδέει δυο πράγματα και τα ενώνει μέσα από ένα σταδιακό και ρυθμικό πλησίασμα. Διάρκεια. Το παράξενο βέβαια σ’ αυτή την υπόθεση είναι πως, μολονότι ο θάνατος είναι apriori γνωστοποιημένος, ο αποδέκτης του σχεδόν πάντοτε εκπλήσσεται. Αυτή ακριβώς η άγνοια/αθωότητα είναι κι εκείνη που προσδίδει στο υποκείμενο μια ποιότητα τραγική. Βέβαια, δεν μπορεί εύκολα κανείς να καταλογίσει ευθύνες. Πολλές φορές το υποκείμενο καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε αυτό που ειπώθηκε να αποδειχτεί ένα ψέμα, ένας χαριεντισμός, μια γλωσσική φιοριτούρα που στόχο έχει να διαπεράσει με ρίγος ένα βαριεστημένο ακροατήριο δειπνούντων μικροαστών. Το τραγικό της υπόθεσης είναι πως κάθε βήμα, κάθε προπαρασκευαστική κίνηση, κάθε προφύλαξη αποβαίνουν μάταια, καθώς το αληθινό έργο παίζεται στο διπλανό θέατρο. Έτσι ο άνθρωπος, παρ’ όλα τα σάλτα, τις κωλοτούμπες και τις περίτεχνες φιγούρες, καταλήγει να πέφτει μέσα σε εκείνη τη μαύρη θηλειά που είχε εξαρχής υφανθεί με τις ίνες του DNA του. Αυτό το κρυφτό μεταξύ είναι και φαίνεσθαι είναι που εντέλει προσδίδει στον παθόντα την πηχτή εκείνη επίστρωση αθωότητας, που κάποιοι ονομάζουν ακόμα και βλακεία. «Δεν θα σε σκοτώσει άντρας», είπε η προφητεία. Ο Βασιλιάς νιώθει άτρωτος καθώς ξιφομαχεί με έναν αντίπαλο ακόμα. Δεν γνωρίζει βεβαίως πως ο μασκοφορεμένος εισβολέας είναι γυναίκα. Συνεπώς δεν πρόκειται μόνο περί λήθης ή και χρονικής απομάκρυνσης από τον χρόνο ανακοινώσεως της μακάβριας προφητείας. Πολλές φορές η φαινομενική (η συγκεκριμένη λέξη δεν έχει υπάρξει πιο εύστοχη) αδυνατότητα της προφητείας είναι εκείνη που την καθιστά τόσο άκυρη στα αυτιά του αποδέκτη.»