Το αίτημα της διαφάνειας προβλήθηκε από τα τέλη του 20ού αιώνα ως αναγκαία συνθήκη που θα διασφάλιζε την ηθική ποιότητα της πολιτικής – τη διάστιξη μεταξύ κυβέρνησης και κράτους, κομμάτων και πατρωνίας, νομοθετικής εξουσίας και οικονομικών συμφερόντων. Κατά βάση εκφράστηκε με τη θέσπιση αδιάβλητων διαδικασιών ως προς τη χρήση του δημοσίου χρήματος και την πλήρωση κρατικών θέσεων με ελεύθερη για τον καθένα πρόσβαση στα στοιχεία τους.
Στέφανος Ν. Γερουλάνος
Η διαφάνεια και οι κριτές της. Μια ιστορία της γαλλικής μεταπολεμικής σκέψης
Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας.
Εκδόσεις Πόλις, 2021, σελ. 672, τιμή 33 ευρώ
Παράλληλα με την επικράτηση της διευρυμένης αυτής μορφής δημοκρατικής λογοδοσίας που καθιστά διαφανέστερη τη δημόσια σφαίρα εξελίσσεται στις αρχές του 21ου αιώνα η υποχώρηση της ιδιωτικότητας που καθιστά ευκρινή την ιδιωτική ζωή: ο καθείς αποκαλύπτεται στα κοινωνικά μέσα εκχωρώντας αυθεντικά κομμάτια του εαυτού του – ή εικόνες προς φιλοτέχνηση ενός ιδεατού εγώ. Παρά τη μακρόχρονη καταγωγή της από τον «κρυστάλλινο εαυτό» του Ζαν-Ζακ Ρουσό, όμως, η διαφάνεια δεν λογιζόταν πάντοτε ως αγαθό, επισημαίνει ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Στέφανος Ν. Γερουλάνος. Η μεταπολεμική γαλλική σκέψη της δεκαετίας του ’60, για παράδειγμα, την έβλεπε ως «ψευδαίσθηση» ασκώντας δριμεία κριτική σε διάφορες εκφάνσεις της. Τη διανοητική ιστορία της περιόδου αυτής με άξονα την πραγμάτευση της συγκεκριμένης έννοιας εκθέτει στο βιβλίο Η διαφάνεια και οι κριτές της (εκδ. Πόλις).
Μεταπολεμική αδιαφάνεια
Η γαλλική διανόηση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έβαλλε συστηματικά κατά της διαφάνειας: επιστημολογικά αβάσιμη, φορέας ολοκληρωτικών πεποιθήσεων, ήταν εξοβελιστέα. Η χριστιανική, η ροβεσπιερική, η μαρξιστική-σοσιαλιστική παράδοση την αμφισβητούσαν. Μετά το 1945 η κοινωνική διαφάνεια απαιτούσε τη διαθεσιμότητα και την προσβασιμότητα του πολίτη από το κράτος, όμως η ταύτιση της αστυνομίας με το καθεστώς του Βισύ και οι ανησυχίες για την ιδιωτικότητα εξέθρεψαν μια έντονη διάσταση μεταξύ κοινωνίας και κράτους. Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ στον απόηχο της Κατοχής έθετε το ερώτημα για το «απατηλό φως της μέρας» ως πηγής καταπίεσης, συσχέτιζε τη διαφάνεια με τον ολοκληρωτισμό και όριζε την Αντίσταση ως «Δημοκρατία της Νύχτας», διατυπώνοντας ταυτόχρονα το αίτημα μιας ηθικής διαφάνειας χωρίς ηθικό καταναγκασμό. Την ίδια στιγμή η γοητεία της ουτοπίας εξαντλούνταν: ήδη το 1955 ο Μορίς Μερλό-Ποντί απέρριπτε τη Σοβιετική Ενωση ως τόπο στρατοπέδων και κοινωνία μυθευμάτων όπου η επαγγελία της διαφάνειας είχε εκπέσει σε ακραία αδιαφάνεια. Για τον Λουί Αλτουσέρ, όμως, η μελέτη του Μαρξ όφειλε να διαχωρίσει την «επιστήμη» από την «ιδεολογία» – και εδώ η ιδεολογία εκπροσωπούσε μια ψευδή, αναποτελεσματική διαφάνεια. Ο Ζορζ Κανγκιλέμ αμφισβήτησε την κανονιστικότητα της βιολογίας και της ιατρικής ως γνώσης «καθαρών» δεδομένων. Για τον Κλοντ Λεβί-Στρος των Θλιμμένων τροπικών το παραδοσιακό ανθρωπολογικό βλέμμα το οποίο «αποσκοπούσε στη διαπολιτισμική διαφάνεια» καθιστούσε την επιστήμη αυτή θεραπαινίδα της αποικιοκρατίας: λειτουργία της «δομής» ήταν να προχωρήσει πέρα από μύθους και συστήματα συγγένειας που συνιστούσαν κρυπτογραφήματα, να διεισδύσει κάτω από τη συνειδητά βιωμένη πραγματικότητα. Ομως, ο Ζακ Ντεριντά επέκρινε τον Λεβί-Στρος για «μεθοδολογική διαφάνεια» που περιέγραφε τις υπό μελέτη φυλές επιβάλλοντάς τους τον κατά Ρουσό τρόπο θέασης μιας κοινότητας: η «αυθεντικότητα», η «καθαρότητα» των λαών χωρίς γραφή και, άρα, η χωρίς βία κοινότητα που ο ίδιος επικαλούνταν, ήταν επινόηση του εθνογράφου. Για τον Μισέλ Φουκό και τον Γκι Ντεμπόρ «η διαφάνεια δεν ήταν παρά η σκληρή, επιβλητική όψη της εξουσίας».
Ιστορία του παρόντος
Ο Γερουλάνος αναφέρεται σε πολύ περισσότερα πρόσωπα από όσα ενδεικτικά αναφέρονται παραπάνω, εξετάζει σύμβολα (η μάσκα) και πολιτισμικά πρότυπα της εποχής (ο «αντιστασιακός», ο «γκάνγκστερ», ο «απροσάρμοστος»), παρέχει μια πολύπλευρη πραγμάτευση της πρόσληψης της διαφάνειας από τους στοχαστές της μελέτης. Γράφει ουσιαστικά μια εννοιολογική ιστορία, η οποία είναι ταυτόχρονα και ιστορία της αποδόμησης και ιστορία της γαλλικής μεταπολεμικής σκέψης. Καθώς δίκτυα και συστήματα εννοιών αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, η διαφάνεια και η κριτική της συνδέονται με ένα πλήθος προβληματισμών για «την αντίληψη, τον εαυτό, τον άλλο, την αντικειμενικότητα, τον κανόνα, την αναπαράσταση, την πληροφορία, την πυκνότητα (ή την αδιαφάνεια) της κοινωνίας» παίζοντας έναν ρόλο «κατοπτρικό, μιμητικό ή παραμορφωτικό» σε σχέση με τις ανησυχίες, τις εντάσεις και τις κατευθύνσεις της γαλλικής διανόησης. Πρόκειται επίσης για ιστορία του παρόντος από την άποψη της αντιπαραβολής της σύγχρονης εξύμνησης της ανοικτής κοινωνίας ως κυβερνητικής διαφάνειας και υποχώρησης του ιδιωτικού απορρήτου. Εμβληματική ενσάρκωση των δύο αυτών όψεων αποτελούν ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Ντόναλντ Τραμπ: ο πρώτος την υιοθετεί ως ύφος διακυβέρνησης και την υπερασπίζεται ρητορικά, ο δεύτερος την απορρίπτει ως πρακτική άσκησης της εξουσίας αλλά την υιοθετεί ως τρόπο χειρισμού των κοινωνικών μέσων. Κυρίως, ο Στέφανος Γερουλάνος αναδεικνύει με το βιβλίο αυτό την ενδεχομενικότητα, τις τεθλασμένες γραμμές, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες που χαρακτηρίζουν την πορεία των ιδεών στον χρόνο: «Η τρέχουσα κυριαρχία του ιδεώδους της διαφάνειας δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε οριστική ούτε πολιτικά μονοσήμαντη και, σίγουρα, δεν μπορεί να ιδωθεί ως μια γραμμική και μακραίωνη διαδρομή του φωτός (έστω και του απατηλού φωτός) μέσα από το σκοτάδι».