Η διάχυτη πεποίθηση της πλειοψηφίας όσων ενεπλάκησαν από ελληνικής πλευράς στην πρόσφατη επίσκεψη της αμερικανίδας υφυπουργού Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ στην Αθήνα είναι ότι αυτή δεν πήγε καλά. Αφησε πίσω της μία «ξινή γεύση», που δεν συνάδει με τη ραγδαία αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων από το 2015 και μετά – και μάλιστα επί δύο ιδεολογικά αντίθετων κυβερνήσεων, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να αφήσει στην άκρη την πάγια κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον μιας εκ των εμπειροτέρων διπλωματών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ περί φιλοτουρκικής στάσης ή και ευρύτερα ανθελληνικής στάσης. Η κυρία Νούλαντ, η οποία έγινε αρχικά γνωστή στο ευρύ κοινό το 2008, όταν ως Μόνιμη Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ είχε επιδιώξει να βρει λύση στο Μακεδονικό ασκώντας ασφυκτική πίεση αλλά χωρίς επιτυχία, είναι ένα πρόσωπο που θα βρούμε μπροστά μας και η Αθήνα δεν μπορεί να παρακάμψει. Θα απαιτηθεί αυστηρός ρεαλισμός, όχι κινήσεις με βάση το θυμικό.
Ωστόσο, κρίσιμες ισορροπίες θα πρέπει να τηρηθούν από όλες τις πλευρές ώστε να μην τραυματιστούν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Είναι σαφές ότι στην παρούσα φάση επιδιώκεται μία ταχεία αποκατάσταση των σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών – Τουρκίας και το Ουκρανικό Ζήτημα ευνοεί, όπως φαίνεται, κάτι τέτοιο. Η αμερικανική διπλωματία και πιο συγκεκριμένα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ – αλλά δευτερευόντως και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας – στελεχώνονται στην παρούσα φάση από πρόσωπα που κινούνται με μία λογική «τεμαχισμού» (compartmentalization) των τουρκοαμερικανικών σχέσεων. Το δίδυμο πρόβλημα των S-400 και των F-35 παραμένει υπαρκτό, αλλά «η Τουρκία δεν πρέπει να χαθεί» – άρα είναι ανάγκη να αξιοποιηθεί κάθε ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση, υποστηρίζουν τα μέλη αυτής της ομάδας. Η Ελλάδα έχει επενδύσει σημαντικά και με επιτυχία τα τελευταία χρόνια στο Κογκρέσο και προσωπικά στον «πολύ» Ρόμπερτ Μενέντεζ. Αρκεί όμως αυτό για να αποφευχθούν παγίδες;
Την ίδια στιγμή, η Αθήνα έχει προβεί σε μία σειρά από κινήσεις με υψηλό κόστος για την κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να επενδύσει στον αμερικανικό παράγοντα ως «αντίβαρο» στη διαρκή τουρκική απειλή. Συντάχθηκε καθαρά υπέρ της Ουκρανίας, προχώρησε σε απέλαση μεγάλου αριθμού ρώσων διπλωματών από το ελληνικό έδαφος, ενώ έστειλε άμεσα όπλα στην Ουκρανία. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, η κυρία Νούλαντ εμφανίστηκε αρκετά πιεστική ώστε η Αθήνα στείλει και άλλα – σοβιετικής/ρωσικής προέλευσης – όπλα στην Ουκρανία, αλλά το αίτημα αποκρούστηκε με επιτυχία. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Δεν φαίνεται δε να υπήρξε διάθεση από την αμερικανική πλευρά για άμεση κίνηση αντικατάστασης αυτών των συστημάτων, εφόσον παραχωρούνταν. Τότε, ίσως η Αθήνα να το ξανασκεφτόταν. Αλλωστε, δεν είναι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες που θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό. Θα μπορούσαν ίσως να ασκήσουν πίεση σε χώρες γεωγραφικά εγγύτερες στην Ελλάδα να εμφανιστούν πιο «ανοιχτές» στην κάλυψη του ίδιου κενού, ιδιαίτερα σε αντιπυραυλικά συστήματα.
Την ίδια στιγμή (ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές), εκκρεμεί η οριστικοποίηση της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον. Η προγραμματιζόμενη επίσκεψη του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην αμερικανική πρωτεύουσα (πιθανόν στις 18 Μαΐου) έχει περιπλέξει τα πράγματα. Σε μία συγκυρία που η Ουάσιγκτον αξιοποιεί κατά κόρον τις διευκολύνσεις της «Σούδας του Βορρά», δηλαδή της Αλεξανδρούπολης, τέτοιου είδους παρεξηγήσεις θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν, αναίτια, αρνητικές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη.
Παράλληλα, η επίθεση γοητείας από την Αγκυρα σε περιφερειακό επίπεδο έχει λάβει χαρακτηριστικά… χιονοστιβάδας και φαίνεται να αποδίδει. Η Τουρκία επιδιώκει επιπλέον να εκμεταλλευθεί την ενεργειακή ανασφάλεια στην οποία βυθίζεται η Ευρώπη για να προβάλει το πάγιο όραμά της να είναι βασική πύλη εισόδου ενεργειακών πόρων προς την ήπειρο. Μπορεί πολλά από όσα θα ήθελε η Αγκυρα να μη φαίνονται απολύτως εφικτά, αλλά ήδη από την αποκάλυψη του non paper περί EastMed, μια καχυποψία υπάρχει στην ατμόσφαιρα. Και ως γνωστόν, «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες»…