Με τις πολεμικές συγκρούσεις να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και τη Ρωσία να εμφανίζεται ανυποχώρητη από τους στόχους της, η ΕΕ προσανατολίζεται σε νέο πακέτο κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας.
Έτσι, σήμερα Κυριακή, εννέα ημέρες μετά την ανακοίνωση του προηγούμενου –πέμπτου- πακέτου κυρώσεων, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σε συνέντευξή της στη γερμανική εφημερίδα Bild am Sonntag, έδωσε το στίγμα της κατεύθυνσης των επόμενων αποφάσεων της Ευρώπης σε βάρος της ρωσικής οικονομίας.
Όπως είπε η επικεφαλής της Κομισιόν, οι επικείμενες νέες κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη Ρωσία θα στοχεύουν τις τράπεζες, πρωτίστως τη Sberbank, καθώς και το πετρέλαιο.
Ειδικότερα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση είπε: «Εξετάζουμε περαιτέρω τον τραπεζικό τομέα, ειδικά τη Sberbank, η οποία αντιπροσωπεύει το 37% του ρωσικού τραπεζικού τομέα. Και, φυσικά, υπάρχουν ενεργειακά ζητήματα».
Μέχρι τώρα, η ΕΕ έχει αφήσει εκτός των κυρώσεων τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ρωσίας, επειδή, μαζί με την Gazprombank, είναι ένας από τους κύριους διαύλους πληρωμών για ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, το οποίο προμηθεύονται οι χώρες της ΕΕ παρά τη σύγκρουση στην Ουκρανία.
Είπε επίσης ότι η ΕΕ αναζητά «έξυπνους μηχανισμούς» ώστε το πετρέλαιο να συμπεριληφθεί στις επόμενες κυρώσεις.
«Αυτό που δεν πρέπει να συμβεί είναι ο Πούτιν να συλλέγει ακόμη υψηλότερες τιμές σε άλλες αγορές για προμήθειες που διαφορετικά θα πήγαιναν στην ΕΕ», ανέφερε και πρόσθεσε ότι η «κορυφαία προτεραιότητα είναι η συρρίκνωση των εσόδων του Πούτιν».
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πρόσφατο δημοσίευμα των The New York Times, στο οποίο ο συντάκτης επικαλούνταν ανώνυμες διπλωματικές πηγές και αξιωματούχους, αναφερόταν ότι η ΕΕ κινείται πλέον προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης ενός σχεδίου που θα μπλοκάρει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και πετρελαιοειδών, με την υποσημείωση ωστόσο ότι αυτή η απαγόρευση θα γίνει σταδιακά και σε φάσεις, έτσι ώστε να μπορέσουν χώρες, όπως η Γερμανία, να βρουν εν τω μεταξύ εναλλακτικούς προμηθευτές.
Το 5ο πακέτο
Στο προηγούμενο -πέμπτο- πακέτο κυρώσεων, το πετρέλαιο έμεινε εκτός, παρά το γεγονός ότι στο τραπέζι έπεσε η πρόταση από τον γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος δήλωσε επί λέξει: «νομίζω ότι στο πετρέλαιο και στον άνθρακα πρέπει να είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε».
Ωστόσο, ο γάλλος πρόεδρος δεν μίλησε για απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου, το οποίο παραμένει μια κρίσιμη πηγή καυσίμου για τη Γερμανία, την Ιταλία και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Στις 8 Απριλίου η γαλλική προεδρία στην ΕΕ ανακοίνωσε ότι το 5ο «ουσιαστικό» πακέτο κυρώσεων επεκτείνεται σε νέους τομείς, στο πλαίσιο της αντίδρασης για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και περιλαμβάνει τα εξής:
– απαγόρευση αγοράς, εισαγωγής ή μεταφοράς άνθρακα και άλλων στερεών ορυκτών καυσίμων στην ΕΕ, εάν προέρχονται από τη Ρωσία ή εξάγονται από τη Ρωσία, από τον Αύγουστο του 2022. Οι εισαγωγές άνθρακα στην ΕΕ ανέρχονται επί του παρόντος σε 8 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
– απαγόρευση πρόσβασης στα λιμάνια της ΕΕ σε πλοία υπό ρωσική σημαία. Υπάρχουν εξαιρέσεις που αφορούν σε γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, ανθρωπιστική βοήθεια και ενέργεια.
– απαγόρευση οποιασδήποτε ρωσικής και λευκορωσικής επιχείρησης οδικών μεταφορών έτσι ώστε να μην μεταφέρονται εμπορεύματα οδικώς εντός της ΕΕ. Παρόλα αυτά, υπάρχουν εξαιρέσεις για ορισμένα προϊόντα, όπως φαρμακευτικά, ιατρικά, γεωργικά και τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένου του σίτου καθώς και για οδικές μεταφορές για ανθρωπιστικούς σκοπούς.
– περαιτέρω απαγορεύσεις εξαγωγών, με στόχο τα καύσιμα αεριωθουμένων και άλλα αγαθά, όπως κβαντικούς υπολογιστές και προηγμένους ημιαγωγούς, ηλεκτρονικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, λογισμικό, ευαίσθητα μηχανήματα και εξοπλισμό μεταφοράς και νέες απαγορεύσεις εισαγωγών προϊόντων, όπως: ξύλο, τσιμέντο, λιπάσματα, θαλασσινά και οινοπνευματώδη ποτά.
– μια σειρά στοχευμένων οικονομικών μέτρων που αποσκοπούν στην ενίσχυση των υφιστάμενων μέτρων και στο κλείσιμο των κενών, όπως: γενική απαγόρευση της ΕΕ για τη συμμετοχή ρωσικών εταιρειών στις δημόσιες συμβάσεις στα κράτη μέλη, αποκλεισμός κάθε χρηματοδοτικής στήριξης σε ρωσικούς δημόσιους φορείς.
Κυρώσεις σε εταιρείες και τράπεζες
Aκόμη, το Συμβούλιο αποφάσισε να επιβάλει κυρώσεις σε εταιρείες των οποίων τα προϊόντα ή η τεχνολογία έπαιξαν ρόλο στην εισβολή, ολιγάρχες και επιχειρηματίες, υψηλόβαθμους αξιωματούχους του Κρεμλίνου, υποστηρικτές της παραπληροφόρησης και χειραγώγησης πληροφοριών καθώς και σε μέλη οικογενειών ατόμων που έχουν ήδη επιβληθεί κυρώσεις, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι κυρώσεις της ΕΕ δεν καταστρατηγούνται.
Επιπλέον, στο ίδιο πακέτο προβλεπόταν πλήρης απαγόρευση συναλλαγών σε τέσσερις βασικές ρωσικές τράπεζες που αντιπροσωπεύουν το 23% του μεριδίου αγοράς στον ρωσικό τραπεζικό τομέα. Μετά την κατάργηση του SWIFT, αυτές οι τράπεζες θα υπόκεινται πλέον σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα να αποκοπούν πλήρως από τις αγορές της ΕΕ.
Το πλήγμα των κυρώσεων για τη ρωσική οικονομία
Τις προηγούμενες ημέρες η Ρωσία έδωσε ένα πρώτο στίγμα του πλήγματος που επιφέρουν στη ρωσική οικονομία οι οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε βάρος της, διά στόματος του προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου της χώρας. Σύμφωνα με τα ρωσικά πρακτορεία ειδήσεων, ο Αλεξέι Κουντρίν, πρώην υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας, εκτίμησε πως η οικονομία της χώρας θα χρειαστεί χρόνια για να ανοικοδομηθεί, αν οι διεθνείς κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε βάρος της Μόσχας λόγω της επίθεσης στην Ουκρανία παραμείνουν σε ισχύ.
«Πρέπει να διαχωρίσουμε τον βραχυπρόθεσμο από τον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αν οι κυρώσεις παραμείνουν στο παρόν επίπεδο, θα χρειαστούν περίπου δύο χρόνια ανοικοδόμησης, όχι λιγότερα», φέρεται να δήλωσε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος μίλησε για πορεία ανοικοδόμησης που θα διαρκέσει «πολλά χρόνια», καθώς, όπως εξήγησε, «αυτό για το οποίο μιλάμε είναι η υποκατατάσταση εισαγωγών μιας ολόκληρης γκάμας προϊόντων».
Εκτίμησε, εξάλλου, πως ο πληθωρισμός θα είναι στα τέλη του 2022 ανάμεσα στο 17% και στο 20%.
Η αυτοκινητοβιομηχανία της Ρωσίας, για παράδειγμα, έχει παραλύσει καθώς η χώρα δεν μπορεί πλέον να εισάγει ανταλλακτικά.
Το ρωσικό κράτος όπως και πολλές τράπεζες και επιχειρήσεις έχουν αποκοπεί από το διεθνές οικονομικό σύστημα.
Το κόστος του πολέμου για την Ουκρανία
Η Ουκρανία, από την άλλη πλευρά, θα χρειαστεί ένα τρισεκατομμύριο δολάρια για να αντιμετωπίσει το κόστος του πολέμου με τη Ρωσία, όπως δήλωσε σήμερα Κυριακή ο οικονομικός σύμβουλος του ουκρανού προέδρου, Όλεγκ Ουστένκο.
Μιλώντας στην εθνική τηλεόραση, ο Ουστένκο ανέφερε, ακόμη, σύμφωνα με το Reuters, ότι η Ουκρανία ζήτησε από τα κράτη της G7 για οικονομική στήριξηύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Παράλληλα, εξετάζει το ενδεχόμενο έκδοσης ομολόγων με κουπόνι 0% για να καλύψει το έλλειμμα του προϋπολογισμού που υπολογίζεται για το επόμενο εξάμηνο, εξαιτίας του πολέμου.