Το «Η Κόλαση είναι οι άλλοι», στο: «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σάρτρ που πέθανε σαν χθες πριν 42 χρόνια, μπορεί επίσης να ακουστεί, στην αρχική του κατάθεση από τον Άρθουρ Ρεμπώ , και » Το εγώ είναι ένας άλλος», που επιτέλους θα οδηγούσε στην οριστική του διάσταση :
«Η Κόλαση είμαστε εμείς.»
Ημουν λοιπόν και εγώ με αυτούς τους μεγάλους «κολασμένους» – για την αστική τάξη και την υποκρισία της – στο Παρίσι εκείνης της εποχής. Άκουσα κι εγώ την ντουντούκα τους. Έμαθα και έγραψα την δική μου «Ντουντούκα» στα «Νέα», πριν 6 χρόνια, και εξακολουθώ να την γράφω, ώσπου η μπαταρία της εξαντληθεί:
Τι λέει ο Φουκό από την ντουντούκα; Δεν λέει. Αντιλέγει (contredire). Κάνει το καθήκον του, πειθόμενος στο ρήμα του ποιητή: «L’ histoire des hommes est la longue succession des synonymes d’un même vocable. Y contredire est un devoir»*. Και φυσικά, αντιλέγοντας, μάχεται («Η ιστορία που μας φέρει και μας καθορίζει έχει μορφή πολέμου παρά μορφή γλώσσας: σχέσεις εξουσίας παρά σχέσεις νοήματος»). Και ασφαλώς, σαν τον τελευταίο ακτιβιστή, καταγγέλλει τη διαλεκτική («Η διαλεκτική είναι ένας τρόπος να αποφεύγεις την πάντα ανοικτή και επικίνδυνη πραγματικότητα της σύγκρουσης»). Μα περισσότερο απ’ όλα, ο Φουκό από την ντουντούκα, και όχι από την έδρα του Κολεγίου της Γαλλίας, διδάσκει («Η ελευθερία των ανθρώπων δεν εξασφαλίζεται ποτέ από θεσμούς και νόμους που έχουν πρόθεση να την εγγυηθούν. Γι’ αυτόν τον λόγο, όλοι αυτοί οι νόμοι και οι θεσμοί μπορεί να μεταστραφούν εντελώς»). Το πρόβλημά του δεν είναι να αλλάξουν οι συνειδήσεις, αλλά να απελευθερωθεί η αλήθεια από κάθε σύστημα εξουσίας. Και γι’ αυτό θα παραδώσει την ντουντούκα στον Ζαν-Πολ Σαρτρ.
Γιατί ο Σαρτρ στα 80 του θα πάρει την ντουντούκα και θα ανεβεί στο βαρέλι; Περιμένει τον υπουργό Εσωτερικών της κυβέρνησης Πομπιντού να τον συλλάβει; Μα ο Ντε Γκoλ έχει προειδοποιήσει: «Δεν συλλαμβάνεις ποτέ έναν Βολταίρο».
Και στα δεξιά; Κυριολεκτικά και μεταφορικά στα δεξιά της φωτογραφίας ο Αντρέ Γκλιξμάν, κουρεμένος α λά «πουτίγκα μπολ», φίλος μετέπειτα του Σαρκοζί, ακόλουθος τότε του Σαρτρ, τι δεν θα πει ο Γκλιξμάν;
Ε, λοιπόν, η ντουντούκα (η φωτογραφία με την ντουντούκα) εκείνη την ημέρα έξω από τα εργοστάσια της Ρενό φθάνει πάντα στον προορισμό της, δηλαδή στον φόβο των αστών για το «χωνί»: το φοβικό αντικείμενο που αναπληρώνει την έλλειψη της τόλμης και της ελευθερίας. Κατεβάζω αυτήν τη φωτογραφία από το πάνθεον των φωτογραφιών στην ταπετσαρία της σοφίτας 10 Rue de l’ Odéon, στο Παρίσι του ’68. Τη μελετώ σ’ εκείνο το «studium», που δεν σημαίνει μόνο μελέτη, αλλά και προσήλωση: «ένα είδος γενικής επένδυσης» θα πει ο Μπαρτ στον φωτεινό θάλαμο. Και συνεχίζω, 50 χρόνια μετά, να επενδύω σ’ αυτήν τη φωτογραφία με την ντουντούκα. Και ξεχωρίζω την ντουντούκα ως το «punctum» που πρέπει να κεντρώσω για να μπορέσω με τη δική μου ντουντούκα να βγω και να τα πω.
Τη φωτογραφία που μου έδωσε ο Θανάσης Νιάρχος τη μελετούσα τότε, έκπληκτος μαζί με τις υπόλοιπες (δες στο Διαδίκτυο). Δεν θα μπορούσα όμως να διανοηθώ το πόσο οι άνθρωποι της φωτογραφίας θα στοίχειωναν τη σκέψη μου, που τολμούν να τη χλευάζουν και να την κηδεύουν οι αδιάβαστοι και διαβασμένοι μικρόνοες της νυχτωμένης φιλοσοφίας.
Σήμερα δεν είναι μόνο οι ήρωές μου πεθαμένοι και θαμμένοι «στο φορητό πάνθεον» που κουβαλάμε οι εναπομείναντες. Σήμερα είναι νεκρός και ο αποτυπωμένος στη φωτογραφία χρόνος: αυτό το «υπήρξαν» της φωτογραφίας τους, που εγκαλεί τη σπαρακτική έμφαση του νοήματος εκείνης της εποχής. Το «studium» της φωτογραφίας είναι οι μορφές τους, αλλά το «punctum» είναι ένα «πρόκειται να πεθάνουν». Αυτό θα έχει γίνει και αυτό έγινε: «Ενας τετελεσμένος μέλλοντας που έχει ως αντικείμενο τον θάνατο». Δεν έγινε η σκέψη του ’68 ένα «κουσούρι» του παρελθόντος του 68άρη μετά τα 70 του. Μεταποιήθηκε σε τρόπο σκέψης και δράσης μέσω των ελάχιστων «παραδειγματικών πράξεων» που σηκώνει η εποχή. Και επειδή η σκέψη γενικά είναι άλγος και νόστος, η νοσταλγία αυτού που δεν μπορεί να ανήκει ούτως ειπείν σ’ αυτόν τον κόσμο εξηγείται από το ότι από αυτόν ακριβώς τον κόσμο λείπει, όπως έγραφε ο Ρεμπό, το «σύγχρονο». Η αντίφαση να σκέφτεται κανείς στην καρδιά του νεοφιλελευθερισμού (και επί Τσίπρα) τη χειραφέτηση είναι ασφαλώς κατακριτέα από πολλούς γιατί τους ενοχλεί. Ομως φαίνεται πιο σημαντικό να σκεφτόμαστε εκ νέου τον χρόνο μέσα στον οποίο ζούμε υπό το πρίσμα αυτής της αντίφασης και να είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε γιατί ο λογαριασμός θα έρθει έτσι κι αλλιώς.
Στο βιβλιαράκι του Φουκό με τον τίτλο «Ο ωραίος κίνδυνος» (εκδ. Αγρα), ο 68άρης μετά τα 70 κινδυνεύει και αυτός από τον ωραιότερο των κινδύνων: τη γραφή. «Για μένα, το να γράφεις έχει εν πολλοίς να κάνει με τον θάνατο των άλλων, αλλά έχει ουσιωδώς να κάνει με τους άλλους καθότι ήδη νεκροί (…) Αυτή τη φαρμακερή καρδιά των πραγμάτων και των ανθρώπων, ιδού κατά βάθος τι προσπάθησα πάντοτε να φέρω στο φως της μέρας. Ετσι λοιπόν καταλαβαίνω γιατί κάποιοι νιώθουν τη γραφή μου σαν επίθεση. Αισθάνονται ότι υπάρχει μέσα της κάτι που τους καταδικάζει σε θάνατο. Στην πράξη είμαι πολύ πιο αφελής. Υποθέτω απλώς ότι είναι ήδη νεκροί. Γι’ αυτό και εκπλήσσομαι τόσο πολύ όταν τους ακούω να φωνάζουν. Η κατάπληξή μου είναι όση κι ενός ανατόμου που θα ένιωθε ξαφνικά να ξυπνά κάτω από το νυστέρι του ο άνθρωπος στον οποίο ήθελε να κάνει μια επίδειξη. Ξαφνικά τα μάτια ανοίγουν, το στόμα αρχίζει να ουρλιάζει, το σώμα να συσπάται και ο ανατόμος αναφωνεί κατάπληκτος: «Στάσου, άρα δεν ήταν νεκρός!» Αυτό, νομίζω, μου συμβαίνει με όσους μου ασκούν κριτική και βάζουν τις φωνές εναντίον μου αφού με διαβάσουν. Μου είναι πάντοτε πολύ δύσκολο να τους απαντήσω, παρεκτός με μια δικαιολογία, μια δικαιολογία που θα την εκλάμβαναν ίσως ως ένδειξη ειρωνείας, αλλά που είναι στ’ αλήθεια η έκφραση της δικής μου κατάπληξης: «Στάσου, άρα δεν ήταν νεκροί!»».
Tι γίνεται με αυτές τις φωτογραφίες που τις σχολιάζουμε στα «ΝΕΑ»;
Τι γίνεται με τη γραφή που γράφουμε; Νοσταλγούμε, αρχειοθετούμε, λογοτεχνίζουμε ή σβήνουμε τα αποτυπωμένα στη φωτογραφία ίχνη του συμβάντος; Κι όταν το συμβάν είναι της ιστορικής σημασίας αυτής της φωτογραφίας, μήπως οι νεκρολογίες μας για τις φωτογραφίες δείχνουν τη δική μας αδυναμία να καταλάβουμε ότι αυτή η φωτογραφία θα ξανατραβηχτεί;
* «Η ιστορία των ανθρώπων είναι η μακρά διαδοχή συνωνύμων μιας και της αυτής λέξης. Το να αντιλέγεις είναι ένα καθήκον». Ο στίχος αυτός του γάλλου ποιητή Ρενέ Σαρ κοσμεί τα οπισθόφυλλα των δύο τελευταίων τόμων της «Ιστορίας της σεξουαλικότητας» του Μισέλ Φουκό.