Ο πόλεμος στην Ουκρανία αναπόφευκτα ξυπνά μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ειδικά της μοιραίας εμπειρίας του στο Ανατολικό Μέτωπο. Αυτό το μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Η Ανατολή» του σπουδαίου πολωνού συγγραφέα Αντζεϊ Στάσιουκ (Andrzej Stasiuk) συμβολικά συνδέει αυτές τις μνήμες με όσα συμβαίνουν στην ουκρανική γη σήμερα.
[…] Η μητέρα μου είδε Ρώσους το σαράντα τέσσερα. Ηταν ναύτες. Είχαν προσαράξει τις μικρές κανονιοφόρους τους στα νερά του Μπουγκ. Η ροή του ποταμού άλλαζε συχνά. Τα λιμνάζοντα πράσινα ύδατα των παραποτάμων του, όταν αποσύρονταν, άφηναν μόνο βαλτόνερα. Οι κανονιοφόροι, οι βάρκες και τα φουσκωτά των Ρώσων πιθανόν προσάραζαν στο κύριο ρεύμα του ποταμιού, κοντά στα κτίσματα του τοπικού γαιοκτήμονα. Οι ναύτες φορούσαν μπλούζες με ρίγες. Οπως εκείνοι του Αβρόρα, του Ποτέμκιν και της Κρονστάνδης. Η παρουσία τους όμως δεν φανέρωνε κάποιον επαναστατικό αναβρασμό. Ο παππούς μου έκανε μαζί τους εμπόριο. Τους πήγαινε βότκα ή δυνατό σπιτικό σαμόγκον κι επέστρεφε με στρατιωτικές κονσέρβες και ζάχαρη. Στο δάσος υπήρχαν σκορπισμένα γερμανικά πτώματα. Ο κόσμος περιφρονούσε τους Ρώσους. Ισως όχι ακριβώς τους ναύτες, αλλά το άθλιο πεζικό τους που έβραζε τις κότες μαζί με τα πούπουλα. Δεκάδες φορές άκουγα την ίδια ιστορία: κότες με τα πούπουλά τους, από τρία ρολόγια σε κάθε χέρι, καραμπίνες με σπάγκο. Ετσι θυμόταν τον ερχομό της επανάστασης η μητέρα μου. Ετσι τον θυμόντουσαν όλοι. Στις πόλεις και στα χωριά. Στα προφορικά και στα γραπτά τους. Κότες με πούπουλα, σπάγκοι και ρολόγια. Η λαχτάρα για εκείνες τις κότες και τα ρολόγια ερχόταν κάπου από τα βάθη της Ευρασίας, από την άβυσσο της τούνδρας και των στεπών. Αυτό δεν ήταν και κανένας Μαρξ που διορθώνει τον κόσμο, παρά μόνο κάποιος μπασταρδεμένος Τεμουτζίν που κυνηγούσε πουλερικά και χρονόμετρα. Στα χωριά του γκρίζου ξύλου, στις σκεπασμένες με ψάθα καλύβες, ανάμεσα στα μικρά αμμουδερά χωράφια παραμόνευε ο φόβος από το άγριο, το αμέτρητο και το άπληστο το οποίο θα έρθει, θα λεηλατήσει και θα κάνει στάχτη εκείνες τις αμμουδιές, τις ψάθινες σκεπές και τις ξύλινες καλύβες που δεν ήταν πολύ καλύτερες από τις μογγολικές γιούρτες. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να έρθει από τις πόλεις, να βγει μέσα από τα λιθόστρωτα σπίτια, τα μαγαζιά, τις εκκλησίες, παρά μόνο κάπου από τα πέρατα της γης, από μέρη τόσο μακρινά που οι άνθρωποι μπορεί να βγάζουν τρίχωμα εκεί και τις νύχτες αλυχτούν στο κόκκινο φεγγάρι. Αυτό πρέπει να έχει ξεκινήσει κάπου από εκεί, διασχίζοντας πρώτα τις δικές του στέπες, τρέχοντας στα τέσσερα, και μόλις αργότερα, καθώς πλησίαζε τις δικές μας πολιτισμένες περιοχές, μόλις τότε άρχισε να ορθώνεται σταδιακά και στο τέλος στάθηκε στα δυο του πόδια για να έχει δυο ελεύθερα χέρια που θα μπορούσαν να πιάνουν κότες και να φοράνε ρολόγια. Τα βράδια στα χωριά ο κόσμος χαμήλωνε το φυτίλι στις λάμπες και έστηνε αφτί για να ακούει τους κρότους του πυροβολικού στην ανατολή. Η γη έτρεμε σαν να τη διέσχιζαν όλα τα άλογα της Ασίας και όλες οι καμήλες της. Εσβηναν τότε τελικά τις λάμπες και ακουμπούσαν τ’ αφτιά τους στο πάτωμα. Οι πιο έξυπνοι έσκαβαν στη γη κρυψώνες για τις κότες και τα ρολόγια. Μερικοί το σκέφτονταν μήπως φύγουν μαζί με τους Γερμανούς. Αλλά ο απόηχος από την ανατολή έμοιαζε με τον βρυχηθμό του θηρίου του Ιωάννη και ήταν πια φανερό πως ο Γερμανός με τις λαμπερές ψηλές μπότες του, τις οποίες όλοι τόσο θαύμαζαν, δεν θα βρει καταφύγιο σ’ όλη τη γη. […]*
Ο Αντζεϊ Στάσιουκ, πολυβραβευμένος πολωνός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ποιητής, δραματουργός, επιφυλλιδογράφος και εκδότης, γεννήθηκε το 1960 στη Βαρσοβία αλλά διάλεξε να ζει μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Σε ένα χωριό της νοτιοανατολικής Πολωνίας, κοντά στα σύνορα με τη Σλοβακία, μαζί με τη γυναίκα του Μονίκα Σνάιντερμαν διευθύνει τον δικό τους δυναμικό εκδοτικό οίκο (Wydawnictwo Czarne) που εξειδικεύεται στη δοκιμιογραφία και στη σύγχρονη λογοτεχνία, εξίσου σημαντικό τμήμα της εκδοτικής του δράσης καταλαμβάνει το ρεπορτάζ και το ταξιδιωτικό δοκίμιο με ιδιαίτερο προσανατολισμό στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Το βιβλίο του «Η Ανατολή» («Wschód») εκδόθηκε το 2014. Η αφήγηση συνθέτει την καταγραφή ενός ιδιαίτερου ταξιδιού προς την Ανατολή, μιας «εκστρατείας προς τον πυρήνα της μεταφοράς» – όπως την ονομάζει ο ίδιος ο συγγραφέας -, προς τα εκεί όπου, κατά τη γραφή του πάλι, «οποιοδήποτε δαιμόνιο μπορούσε να κρυφτεί, οποιοδήποτε φάντασμα να εκκολαφθεί, όπως έγινε και τότε με το μαρξιστικό και το ευρωπαϊκό αβγό που το πέταξαν στη φωλιά μας». Ξεκινώντας με τις παιδικές αναμνήσεις από τα μέρη της ανατολικής Πολωνίας, όπου ο συγγραφέας περνούσε τα καλοκαίρια στο προγονικό του σπίτι, ταξιδεύουμε μαζί του όλο και πιο ανατολικά, πέρα απ’ τα Ουράλια, βαθιά στη Ρωσία, τη Μογγολία και την Κίνα… βαθιά προς τη γη από την οποία κάποτε ξεκινούσαν τις εκστρατείες τους τα στρατεύματα του Τζένγκις Χαν. Φυσική και πνευματική περιπλάνηση στην ατέλειωτη έκταση των στεπών – μια απέραντη γεωγραφική έκταση όπου «πραγματοποιείται η εικόνα της ουτοπίας» και «η Ιστορία μοιάζει ακινητοποιημένη» – μεταβάλλεται στο κείμενο αυτό στην εσωτερική αναμέτρηση με τη δύναμη εκείνης της Ανατολής που κάποτε μας επισκίαζε με τον κομμουνισμό, ενώ σήμερα, ως καινούργια δύναμη – ειδικά στην εποχή του Πούτιν -, πάλλεται με μια νέα «εωσφορική» λάμψη. Το αφήγημα του Στάσιουκ προκαλεί ταυτόχρονα αισθήματα φόβου και νοσταλγίας. Αλλά η σημερινή ζοφερή πραγματικότητα της βίαιης εισβολής στην ουκρανική γη από τη γείτονά της Ρωσία ξυπνά μόνο τις χειρότερες μνήμες και το κυρίαρχο αίσθημα που προκαλεί είναι ο αποτροπιασμός.
Η μετάφραση και το κείμενο είναι της Μπεάτα Ζουλκιέβιτς.
*Το μεταφρασμένο απόσπασμα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Το Δέντρο» (τεύχος 222-223, 2018). Πρόσφατα, σε μετάφραση της ιδίας, εκδόθηκε μια εκτενής ανθολογία ποίησης της πολωνής νομπελίστριας Βισουάβα Σιμπόρσκα («Η ζωή εδώ και τώρα», εκδ. Καστανιώτη).