To Συμβούλιο της Ευρώπης συνενώνει τα 47 κράτη-μέλη του γύρω από τις αξίες της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η εμπροσθοφυλακή του μεγάλου όγκου των πολυμερών συμφωνιών και θεσμών, που συγκεκριμενοποιούν αυτή την ομοσπονδιακή συσπείρωση των ευρωπαϊκών κρατών, είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στρασβούργου, που επιλαμβάνεται παραβιάσεων της Σύμβασης από κάθε συμβαλλόμενο κράτος εναντίον του οποίου έχει προσφύγει είτε ένας πολίτης είτε, σπάνια, άλλο συμβαλλόμενο κράτος της Σύμβασης.
Η Ρωσία, στιγματισμένη από τη βάρβαρη επίθεσή της εναντίον της Ουκρανίας, στις 15 Μαρτίου ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης και ότι ετοιμάζεται να αποχωρήσει και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Την επαύριο της εισβολής στην Ουκρανία, στις 25 Φεβρουαρίου, η Επιτροπή των Υπουργών, που είναι το αποφασιστικό πολιτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης, είχε αποφασίσει, υπό τους όρους του άρθρου 8 του Καταστατικού και σε συνεννόηση με την Κοινοβουλευτική Συνέλευση, να καλέσει τη Ρωσία να αποσύρει τους εκπροσώπους της από όλα τα πολυμερή όργανα του οργανισμού και να αποχωρήσει οικειοθελώς από αυτόν, επειδή με την εισβολή στην Ουκρανία είχε «παραβιάσει σοβαρά» τις υποχρεώσεις που υπέχει απέναντι στον οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 3 του Καταστατικού. Στις 16 Μαρτίου, μία δηλαδή ημέρα αφότου η Ρωσία ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Επιτροπή των Υπουργών αποφάσισε, «στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 8 του Καταστατικού», να την αποβάλει από τον οργανισμό. Την ίδια μέρα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, προεξοφλώντας την πρόθεση της Ρωσίας να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, αποφάσισε να διακόψει την εκδίκαση όλων των προσφυγών πολιτών κατά της Ρωσίας που είναι εκκρεμείς ενώπιόν του, μέχρις ότου διευκρινιστεί, από νομική άποψη, τι σημαίνει ότι η Ρωσία έπαυσε να είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η ακραία αβεβαιότητα που έχει δημιουργηθεί όσον αφορά τη συμμετοχή της Ρωσίας στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση μέσα στις συνθήκες αφενός του άγριου και εκτός πάσης νομιμότητας πολέμου που διεξάγεται εναντίον της Ουκρανίας και των πολιτών της, αφετέρου του δικτατορικού καθεστώτος του Πούτιν που καταδυναστεύει βάναυσα τους ρώσους πολίτες, κατόπιν πολιτικής απόφασης από το πολιτικό όργανο ενός υπερεθνικού θεσμού ο οποίος προάγει το κράτος δικαίου και την πρωταρχία της δικαστικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διερωτώμαι κατά πόσο αποτελεί προϊόν συνετών και συνεπών πολιτικών αποφάσεων.
Αν οριστικοποιηθεί η αποβολή της Ρωσίας από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, οι ρώσοι πολίτες θα στερηθούν ένα σημαντικό μέσο έννομης προστασίας των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους, που είναι η ατομική προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η Ρωσία είναι μεταξύ των χωρών που κατέχουν τα πρωτεία σε ατομικές προσφυγές, σε καταδικαστικές αποφάσεις αλλά και σε μη συμμόρφωση της δικτατορικής κυβέρνησής της στις πιο ενοχλητικές από τις ευρωπαϊκές δικαστικές αποφάσεις που την αφορούν. Το δικτατορικό καθεστώς του Πούτιν ανενόχλητο πλέον θα απαλλοτριώσει τα ψήγματα ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που έχει διατηρήσει σε ισχύ με την εσωτερική νομοθεσία την οποία θεσπίζει. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την κακεντρεχή δήλωση του πρ. ρώσου πρωθυπουργού Μεντβέντεφ, πριν ακόμη η εκδίωξη της Ρωσίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης γίνει πραγματικότητα, ότι στην περίπτωση αυτή η Ρωσία θα αποχωρήσει κι από το 6ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο του 1983 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση που καταργεί τη θανατική ποινή, την οποία, έτσι, θα επαναφέρει σε ισχύ.
Ενα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, αλλά και του ευρωπαϊκού Τύπου, συγκρίνει την απόφαση αποβολής της Ρωσίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης με ό,τι είχε συμβεί πριν από 53 χρόνια στην περίπτωση της Ελλάδας, υπό το στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς της 21/4/1967. Κομβική είναι όμως η διαφορά των πολιτικών χειρισμών στις δύο περιπτώσεις, στην ελληνική του 1967 και τη ρωσική του 2022, που οδηγεί, τον γράφοντα τουλάχιστον, σε μελαγχολικά συμπεράσματα για τη σύγχρονη ρωσική υπόθεση. Η Ελλάδα, τότε, είχε εξαναγκαστεί να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αφού προηγουμένως είχε ασκηθεί προσφυγή εναντίον της στο επιβοηθητικό του Δικαστηρίου όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των δικαιωμάτων του ανθρώπου, επί παραβάσει σωρείας διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, από μια «συμμαχία προθύμων» υπερασπιστών της δημοκρατίας: των κυβερνήσεων της Νορβηγίας, της Σουηδίας, της Δανίας και της Ολλανδίας. Ηταν υπό την πίεση της βέβαιης καταδίκης της δικτατορικής κυβέρνησης από τα υπερεθνικά όργανα του Στρασβούργου που αυτή αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης τον Δεκέμβριο 1969. Καθώς ανήκω στη γενιά που βίωσε στο πετσί της την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία, θυμάμαι πολύ καλά τα δημοσιογραφικά φερέφωνά της να διασκεδάζουν (!) την αποχώρηση φωνασκώντας ότι η χώρα αποχώρησε «από το καφενείο της Ευρώπης».
Δεν βρέθηκε καμία «συμμαχία προθύμων», στη σημερινή διακρατική σύνθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, που να εμπνευσθεί «τοις μετρητοίς» από την Ελληνική Υπόθεση του 1967-1969, και, διατηρώντας τυπικά άθικτη τη συμμετοχή της Ρωσίας στον οργανισμό και σε όλες τις πολυμερείς συμφωνίες που αυτός στεγάζει, να ασκήσει τη διακρατική προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά το άρθρο 33 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, εναντίον της Ρωσίας για τη βάναυση καταπάτηση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των ουκρανών πολιτών που διαπράττει η δικτατορική κυβέρνηση της Μόσχας, συστηματικά και παρατεταμένα, από τις 24 Φεβρουαρίου και εντεύθεν; Κανείς δεν διερωτήθηκε, στην Επιτροπή των Υπουργών, τι σπουδαίο όπλο στα χέρια των ρώσων πολιτών που αντιστέκονται στην ωμή και πολεμοχαρή δικτατορία του Πούτιν θα ήταν μια τέτοια προσφυγή; Αυτή κι αν δεν θα ήταν η σφραγίδα της απομόνωσης της Ρωσίας από το ευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι! Αφήστε που αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, «βροχή» θα έπεφταν οι προσφυγές κυβερνήσεων κατά της Ρωσίας για παραβάσεις όλων των πολυμερών Συμφώνων των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, εξαιτίας της δράσης της ρωσικής πολιτικής και πολεμικής μηχανής στο έδαφος της Ουκρανίας και σε βάρος των πολιτών της.
Η αξία και η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας «επιθετικής» στάσης των ευρωπαϊκών κρατών εναντίον της Ρωσίας με όπλο το (ευρωπαϊκό) δίκαιο και την (ευρωπαϊκή) δικαιοσύνη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μεγέθυνε, συμβολικά και πρακτικά, τη στρατιωτική βοήθεια των εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ που διοχετεύεται από τη Δύση στους ουκρανούς πολίτες· σ’ αυτούς τους υπερασπιστές των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, όχι μόνο των δικών τους, αλλά όλων των πολιτών του δυτικού κόσμου!
*Ο κ. Πέτρος Στάγκος είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, πρόεδρος του ΔΣ του Κέντρου του ΑΠΘ για τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό.