Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στην Γαλλία, επιδέχονται πολλές προσεγγίσεις, ανάλογα με την πολιτική οπτική που τα κοιτάζεις.
Το 27,8% του Μακρόν, δείχνει σημαντική ποσοστιαία βελτίωση, λόγω της αποχής, οριακή όμως στον αριθμό των ψήφων, σε σχέση με τις εκλογές του 2017. Στον δεύτερο γύρο του 2017, ο Μακρόν κέρδισε με 66%, ενώ τώρα, καμία δημοσκόπηση δεν τον δείχνει πάνω από το 54%.
Οι αριθμοί από μόνοι τους δείχνουν ότι, ο Μακρόν απογοήτευσε ένα μεγάλο μέρος αυτών που τον ψήφισαν στον δεύτερο γύρο του 2017.
Για να καταλάβουμε ποιες πολιτικές, που άσκησε ο Μακρόν, απογοήτευσαν πολλούς Γάλλους, θα πρέπει να δούμε τι δείχνουν οι ποιοτικές έρευνες:
1. Ο Μακρόν ήρθε πρώτος στους πολίτες με υψηλά εισοδήματα και στους συνταξιούχους. Η Λεπέν ήρθε πρώτη στις μεσαίες ηλικίες, και στα μεσαία εισοδήματα και ο Μελανσόν στις ηλικίες από 18-25, και στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
2. Ο Μακρόν έχει τα καλύτερα αποτελέσματα στο Παρίσι και στα μεγάλα αστικά κέντρα, η Λεπέν στα μεσαία αστικά κέντρα και την ύπαιθρο, ο Μελανσόν έχει τα καλύτερα ποσοστά στο Παρίσι και στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Φαίνεται, πως το «Ρεπουμπλικανικό μέτωπο», θα λειτουργήσει και πάλι, πολύ λιγότερο όμως, από ότι στις εκλογές που προηγήθηκαν και ο δεύτερος υποψήφιος ήταν ο πατέρας Λεπέν ή η κόρη του, Μαρί Λεπέν.
Στην Γαλλία, από τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα, έχουμε την σταδιακή υποχώρηση του Κεντροδεξιού κόμματος και του Σοσιαλιστικού, με κατάληξη, οι υποψήφιοί τους, στις πρόσφατες εκλογές, να βρεθούν κάτω από το 5% του πρώτου, και κάτω από το 2% του δεύτερου.
Το κόμμα του Μακρόν γεννήθηκε μετά την εκλογή του στην Προεδρία το 2017, συγκρότησε ψηφοδέλτια για τις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν, τις οποίες κέρδισε, και έκτοτε έμεινε κόμμα σφραγίδα.
Ανάλογες είναι οι εξελίξεις και στο κόμμα της Λεπέν, η οποία έδιωξε πολλά στελέχη, που είτε δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στην προσωπική της μετάλλαξη, έδιωξε ακόμη και τον πατέρα της και ιδρυτή του κόμματος είτε αποχώρησαν.
Το δε πολιτικό σχήμα που ηγείται ο Μελανσόν, απέχει πολύ από την μορφή του κλασικού κόμματος, μάλιστα δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός » Οι ανυπότακτοι», που χρησιμοποιεί.
Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ στις προηγούμενες εκλογές, δεν πήρε θέση υπέρ κανενός υποψηφίου, γιατί ούτως ή άλλως η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του θα ψήφιζε Μακρόν και ένα μέρος θα απείχε, σε αυτές, ζήτησε πολλές φορές να μην ψηφίσουν Λεπέν, γιατί πάνω από όλα είναι η δημοκρατία, όπως είπε το βράδυ του πρώτου γύρου.
Γιατί το έκανε αυτό όμως, την απάντηση μας την δίνει η ποιοτική ανάλυση των ψηφοφόρων του Μελανσόν για τον δεύτερο γύρο.
Σχεδόν τριχοτομημένοι εμφανίστηκαν στις πρώτες έρευνες οι ψηφοφόροι του. Το 1/3, να δηλώνει ότι θα ψηφίσει Μακρόν, το 1/3, την Λεπέν και το 1/3, ότι θα απέχει.
Η στάση αυτή των ψηφοφόρων του Μελανσόν είναι κυρίως που δημιουργεί την αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου, παρ’ ότι οι υποψήφιοι των τριών κομμάτων της αριστεράς (Πράσινοι, Κομμουνιστές και Σοσιαλιστές), όπως και η υποψήφια της Κεντροδεξιάς, δήλωσαν την υποστήριξή τους στον Μακρόν.
Αυτό είναι αποτέλεσμα της μεγάλης απογοήτευσης των νέων και των πολιτών με χαμηλά εισοδήματα, από την πολιτική του Μακρόν.
Η Γαλλική οικονομία βρίσκεται σε διαρκή στασιμότητα ουσιαστικά εδώ και αρκετές δεκαετίες. Χαρακτηρίζεται από υψηλό δημόσιο χρέος, χαμηλή παραγωγικότητα, σε σχέση με τις ανταγωνίστριες χώρες στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και εκτός, και υψηλή σχετικά ανεργία.
Οι μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, και στο κοινωνικό κράτος, που έγιναν μετά το Μάαστριχτ, το 1991, δεν έδωσαν ουσιαστικές απαντήσεις, γιατί δεν είχαν βάθος, ήταν μονόπλευρες υπέρ των ισχυρών οικονομικών ομάδων, και δεν έγιναν στον χρόνο που έπρεπε.
Γι’ αυτό, δεν ήταν τυχαίο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2005, για το «Σύνταγμα», της ΕΕ, δηλαδή την κοινοτικοποίηση πολλών πολιτικών, με πρώτη εκείνη της Εξωτερικής πολιτικής, της Άμυνας και της Ασφάλειας.
Το «Σύνταγμα» της ΕΕ απορρίφθηκε με ποσοστό 55%, παρ, ότι υποστηρίχτηκε από τον Κεντροδεξιό Πρόεδρο Ζακ Σιράκ και τον Σοσιαλιστή Πρωθυπουργό Λιονέλ Ζοσπέν, από την αρνητική ψήφο των κομμάτων της αριστεράς, γιατί «συνοδευόταν» από την «Γερμανική λιτότητα», και τις ψήφους της ακροδεξιάς, γιατί «παρέδιδε» την κυριαρχία της Γαλλίας στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Το παράδοξο είναι, ότι και σήμερα ίδια είναι τα μέτωπα, η αριστερά ασκεί κριτική στην ακραία φιλελεύθερη πολιτική του Μακρόν και η ακροδεξιά στην υποβάθμιση της Γαλλίας, μέσα στα όργανα της ΕΕ και του ευρώ.
Αν προσθέσουμε και το μεταναστευτικό, που ενοχλεί κυρίως τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα και τους ακραίους συντηρητικούς, που ονειρεύονται, όπως οι ομοϊδεάτες τους Βρετανοί, το Αυτοκρατορικό τους παρελθόν, με ότι σημαίνει αυτό, τότε καταλαβαίνουμε τα αδιέξοδα της Γαλλίας.
Το άλλο παράδοξο είναι ότι, ο Μακρόν, ουσιαστικά έχει επαναφέρει την ατζέντα των δύο κυρίαρχων κομμάτων του 2005, αλλά με πιο επιθετικό τρόπο και σε ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον σήμερα.
Η ΕΕ, έχει υποχωρήσει οικονομικά και γεωπολιτικά, ενώ ο κόσμος είναι πολύ πιο ανταγωνιστικός και πολυπολικός.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ήταν ικανή να αποδείξει: τις μεγάλες αδυναμίες της ΕΕ σε όλα τα πεδία και ειδικά στο πεδίο της Εξωτερικής πολιτικής, της Άμυνας και της Ασφάλειας.
Το τέλος της κρίσης στην Ουκρανία, θα βρει την ΕΕ πιο αδύναμη, ειδικά στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο.
Η ΕΕ που κράτησε αποστάσεις από την αμυντική και τεχνολογική συμμαχία ΗΠΑ-ΜΒ-Αυστραλίας, για την ανάσχεση της Κίνας στον Ινδοειρηνικό, τελικά το ξεπέρασε, και ο Μακρόν, που μάλιστα την κατήγγειλε με έντονο τρόπο, γιατί οι Γαλλικές αμυντικές βιομηχανίες έχασαν ένα μεγάλο συμβόλαιο προμήθειας υποβρυχίων στην Αυστραλία, βρήκε τελικά παρηγοριά στις πωλήσεις των Ραφάλ και των Μπελαρά στην Ελλάδα.
Είναι βέβαιο ότι, οι γεωπολιτικές εξελίξεις είναι ραγδαίες, ο Μακρόν και η αντίπαλός του Λεπέν, δεν φαίνεται να μπορούν να δώσουν πειστικές απαντήσεις στους Γάλλους, πολύ περισσότερο στους λαούς των άλλων χωρών μελών της ΕΕ.
Μάλιστα, χώρες, που μέχρι τώρα, όπως η Φιλανδία και η Σουηδία, αλλά και η Νορβηγία ακόμη, που δεν σκεφτόταν ποτέ την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, οι δύο πρώτες μέχρι το Καλοκαίρι, φαίνεται, θα το αποφασίσουν.
Ο κόσμος στρατικοποιείται, νέο Ψυχροπολεμικό μέτωπο άνοιξε στην Ευρώπη, ανοίγει και στην Κεντρική και Ανατολική Ασία.
Ο Πούτιν, που ένιωθε ανασφάλεια από την επέκταση του ΝΑΤΟ, δεν τα μέτρησε καλά. Η Ουκρανία καταστρέφεται, αλλά θα θυμίζει όλο και πιο πολύ την Πολωνία, στην εχθρότητα απέναντι στην Μόσχα.
Η Ρωσία αποκαλύπτει τις στρατιωτικές αδυναμίες της και μπαίνει σε τροχιά μεγάλης οικονομικής, κοινωνικής και γεωπολιτικής κρίσης.
Η παγκοσμιοποίηση, δείχνει να έχει δομικά προβλήματα, αφού πλέον όπως αναπτύσσεται δημιουργεί περισσότερα προβλήματα, από αυτά που λύνει, και δείχνει να υποχωρεί. Η επόμενη ημέρα της γεωπολιτικής και ενεργειακής κρίσης, φαίνεται θα είναι μεγάλη και σκοτεινή, οι αβεβαιότητες ακόμη πιο μεγάλες, και το ερώτημα είναι, πως θα αντιδράσει η Κίνα και οι άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, που ηγούνται πλέον τις παγκοσμιοποίησης.
Έχει η Ουάσιγκτον, μαζί με τους συμμάχους της, την δυνατότητα να επαναδιαμορφώσουν τον παγκόσμιο παραγωγικό και εμπορικό καταμερισμό ή θα υπάρξει μια συμφωνία και για πόσο καιρό, μεταξύ των δύο μπλοκ;
Ο ανατολικός γείτονάς μας, φαίνεται να βρίσκει ρόλο, και μάλιστα σημαντικό, στο νέο ασταθές περιβάλλον, εμείς;
Εμείς, που μόνο η σταθερότητα μας χρειάζεται και σε αυτήν έχουμε συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες, τι θα κάνουμε;
Ασφαλώς, δεν υπάρχει ευθεία προέκταση των εξελίξεων της Γαλλίας στην χώρα μας, επειδή όμως, δεν φαίνεται να έχουμε συνειδητοποιήσει ότι, τα προβλήματα σε εμάς, είναι πολύ πιο μεγάλα και περισσότερα, πρέπει να σκεφτούμε και να κάνουμε πολλά περισσότερα και σε μικρότερο χρόνο, μπορούμε;