Έντονη κριτική στην αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ για την πανδημία άσκησε ο Παύλος Πολάκης κατά τη σχετική θεματική συζήτηση στο πλαίσιο των εργασιών της δεύτερης μέρας του 3ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ.
Βαρύ λάθος
Ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας ουσιαστικά επέπληξε τους συνομιλητές και συντρόφους του και υποστήριξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να κάνει πολύ περισσότερο σκληρή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για την πανδημία
«Βαρύ λάθος ο μονόδρομος αντιμετώπισης της πανδημίας με τον εμβολιασμό, επειδή κάποιοι τα έσπρωχναν» ανέφερε μεταξύ άλλων τονίζοντας ότι «η αντιπολίτευση που κάναμε δεν ήταν στην ένταση που έπρεπε. Μετά το Νοέμβρη του 20 χρειαζόμασταν άλλη στρατηγική για την πανδημία από αυτή που και εμείς υποστηρίξαμε».
Στο πλαίσιο αυτό συνέχισε λέγοντας ότι «στο πρώτο lockdown είπαμε όλοι ναι γιατί δεν ξέραμε τι γινόταν. Το Νοέμβρη μαζί με την πρώιμη έγκριση των εμβολίων είχαμε και πρώιμη έγκριση των φαρμάκων» και πρόσθεσε με νόημα:
Λοιδορήθηκα και από δικούς μας
«Επειδή λοιδορήθηκα ως αντιεμβολιαστής και από δικούς μας. Ποια πανδημία στην έξαρσή της αντιμετωπίστηκε με εμβόλια; Ξέρει κανείς άλλη νόσο στην οποία να εμβολιάζεσαι 2, 3 φορές και να κολλάς, να μεταδίδεις, να διασωληνώνεσαι και να πεθαίνεις;».
Μάλιστα έριξε καρφιά κατά του Ανδρέα Ξανθού και του Γρηγόρη Γεροτζιάφα χωρίς πάντως να τον κατονομάσει λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ολοι την ίδια ιατρική ξέρουμε».
Που είναι το τείχος ανοσίας που είχε πει και ο ΣΥΡΙΖΑ;
Αναρωτήθηκε μάλιστα πού είναι το τείχος ανοσίας όταν έχουμε 750.000 κρούσματα στις ηλικίες 0 έως 17 χρόνων που θα δημιουργείτο, όπως είχε πει και ο ΣΥΡΙΖΑ». Αντιθέτως, συνέχισε «έπρεπε να δοθεί έμφαση στον προληπτικό έλεγχο και στη μείωση του κόστους των τεστ».
Ο Παύλος Πολάκης ανέφερε ότι έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στη φαρμακευτική αντιμετώπιση και σχολίασε ότι «αν δεν είχε φέρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τα αντιικά κι αντικλωνικά φάρμακα, θα μας είχαν κρεμάσει στην πλατεία Συντάγματος».
Επεσήμανε τέλος ότι «η παραγόμενη επιστημονική γνώση πρέπει να είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητας», ενώ ζήτησε «τη συγκρότηση εθνικής φαρμακοβιομηχανίας προκειμένου να αντιπαρατεθεί στο παγκόσμιο και εγχώριο καρτέλ, αλλά και να σπάσει ο φαύλος κύκλος των υπερτιμολογήσεων με τη σιωπηρή συμφωνία του κράτους που ξεκίνησε από την περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη».
Θέατρο του παραλόγου
Στο συμπέρασμα πάντως που κατέληξαν όλοι οι συμμετέχοντες στο πάνελ ήταν πως η ελληνική κυβέρνηση κρίνεται εκ του αποτελέσματος αποτυχημένη και ότι αυτό οφείλεται στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη που την διατρέχει.
Ως «θέατρο του παραλόγου», χαρακτήρισε την αντιμετώπιση της πανδημίας από την κυβέρνηση ο Όθωνας Ηλιόπουλος, καθηγητής Ιατρικής και κλινικός Ογκολόγος στο Harvard Medical School υπογραμμίζοντας ότι «η κυβέρνηση έχασε την ευκαιρία της πανδημίας για να επεκτείνει και να ενισχύσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας».
Κοινωνικό φαινόμενο και δευτερευόντως ιατρικό η πανδημία
Η Αθηνά Λινού, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, σημείωσε ότι η πανδημία είναι κυρίως ένα κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο και δευτερευόντως ιατρικό λέγοντας ότι «οι κοινωνικές ανισότητες έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην αντιμετώπιση… Η ευθύνη της αντιμετώπισης μεταφέρθηκε στον πολίτη και μεταφράστηκε σε περιορισμούς και στέρηση ελευθερίας. Χρειάζονται δομικές αλλαγές για την αντιμετώπιση των επόμενων κρίσεων που δεν είναι απαραίτητο να είναι στην Covid. Θα έχουμε κρίση στους καρκίνους ή στα πνευμονολογικά νοσήματα όπου οι κοινωνικές ανισότητες θα επηρεάσουν δυσανάλογα κάποιες κατηγορίες του πληθυσμού».
Ο καθηγητής Γρηγόρης Γεροτζιάφας ανέφερε ότι το πρόβλημα στην αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα είναι ένα πρόβλημα θέσης της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, λέγοντας ότι «οι Έλληνες αρμόδιοι δεν ενδιαφέρθηκαν για τους πραγματικά αρίστους της κοινωνίας που είναι οι εργαζόμενοι και οι άνθρωποι του μόχθου. Αυτοί οι άνθρωποι δεν τους ενδιαφέρουν. Για το εμβόλιο θεώρησαν ότι είναι «ψεκάστε, σκουπίστε τελειώσατε». Όμως η δουλειά του κράτους είναι να διδάξει και να πείσει. Όταν όμως είσαι αντικρατιστής κρατικοδίαιτος δεν το κάνεις».
Το κράτος
Γενικεύοντας πολιτικά σημείωσε: «Εμείς στον ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή της πανδημίας κάναμε πράξη την προστασία της υγείας του λαού. Συνολικά στόχος μας είναι να πάρουμε το κράτος και να οργανώσουμε το κράτος για να προστατεύσουμε την υγεία του συνόλου του λαού, για να αντιμετωπίσουμε την μείζονα υγειονομική κρίση που έρχεται. Αυτό είναι το επίδικο. Ευτυχώς στην Ελλάδα το σύνολο της Αριστεράς έχει στην προμετωπίδα του το κράτος πρόνοιας. Καλή υγεία σημαίνει ανάπτυξη και η ανάπτυξη θα εξασφαλίσει την καλή υγεία του λαού».
Απέτυχε γιατί είναι μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση
Ο πρώην υπουργός Υγείας και αρμόδιος τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ, Ανδρέας Ξανθός είπε ότι εκ του αποτελέσματος η διαχείριση κρίνεται απολύτως αποτυχημένη και πρόσθεσε ότι οι δείκτες αποτυχίας δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Ακολούθως σημείωσε: «Η διάγνωση έχει γίνει, ο λόγος που απέτυχε η κυβέρνηση και επέτρεψε να δημιουργηθεί μία τραγωδία είναι ότι η κατευθυντήρια αντίληψη ήταν νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία και επιχειρηματικά συμφέροντα. Νεοφιλελευθερισμός και συμφέροντα ήταν το τοξικό μείγμα».
Όπως είπε, τα κρίσιμα διδάγματα είναι τρία: πρώτο αναδείχθηκε η αξία των δημόσιων συστημάτων υγείας που σε όλο τον κόσμο σήκωσαν όλο το βάρος της διαχείρισης. Το αναγνώρισαν ακόμη και οι νεοφιλελεύθεροι ότι η αγορά δεν λειτούργησε, άρα θέλουμε πολιτικές ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος και όχι ιδιωτικοποίηση που προωθεί η κυβέρνηση.
Δεύτερον, ότι αναδείχθηκε η αξία της δημόσιας υγείας όχι μόνο ως δομές, αλλά ως πρόληψη και προστασία της υγείας του πληθυσμού που σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν τη νοσηρότητα.
Τρίτον, ότι οι παγκόσμιες κρίσεις απαιτούν υπερεθνικού τύπου παρεμβάσεις και πολιτικές για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Τα όρια των εθνικών πολιτικών είναι περιορισμένα και οι ανισότητες αναδεικνύουν την ανάγκη νέων ρυθμίσεων. Η ριζοσπαστική πρόταση της Αριστεράς που κατέθεσε για απελευθέρωση της πατέντας, ήταν σημαντική».
Συνεχίζοντας ανέφερε: «Η κυβέρνηση απέτυχε γιατί είναι μία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που δεν πιστεύει σε ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος και στη μείωση των ανισοτήτων. Η διαφορά μας δεν είναι ποσοτική η διαφορά είναι ποιοτική και στρατηγικού χαρακτήρα».