Eχοντας συμμετάσχει επανειλημμένα στο παρελθόν σε φιλειρηνικές εκδηλώσεις, θα ήθελα ευθύς εξαρχής να επαναλάβω αυτό που είχα τονίσει πριν από μερικές δεκαετίες, όταν κυριαρχούσαν ο Ψυχρός Πόλεμος και οι εξοπλισμοί, μιλώντας σε εκδήλωση μιας οργάνωσης της οποίας ήμουν πρόεδρος και η οποία ονομαζόταν «Εκκληση της Ακρόπολης για τη ζωή, την ειρήνη, τον πολιτισμό». Είχα πει: «Πολλοί αντίπαλοι του φιλειρηνικού κινήματος υποστηρίζουν ότι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων [κατά τις αξίες της Δύσης] προηγείται του όποιου αγώνα για την Ειρήνη. Αλλά το δικαίωμα στη ζωή, που είναι το πρώτιστο δικαίωμα του ανθρώπου, εξασφαλίζεται μόνο με την ειρήνη, ανθρώπινα δε δικαιώματα είναι και το δικαίωμα στην εργασία, στη διατροφή, στη στέγη, στη μόρφωση, στην ιατρική περίθαλψη. Το δικαίωμα στην ειρηνική διαβίωση του ανθρώπου είναι προϋπόθεση για την άσκηση όλων των άλλων δικαιωμάτων».
Σήμερα με τον πόλεμο στην Ουκρανία βρισκόμαστε μπροστά σε μια βάναυση παραβίαση αυτού του ανθρώπινου δικαιώματος. Ο πόλεμος της Ουκρανίας θα λήξει – ευχόμαστε το συντομότερο – αλλά θα παραμείνει μια μελανή κηλίδα για τη Ρωσία και τον αυταρχικό ηγέτη της.
Θα πρέπει όμως να σκεφθούμε την επόμενη ημέρα. Προέχει ασφαλώς η ανθρωπιστική βοήθεια προς τον λαό της Ουκρανίας, που έχει υποστεί και εξακολουθεί να υποφέρει τα πάνδεινα. Αλλά συγχρόνως θα πρέπει να διαμορφωθούν συνθήκες που δεν θα επιτρέπουν την επανάληψη όμοιων φαινομένων. Αυτό σημαίνει ότι οι συνθήκες αυτές θα αφορούν και τις σχέσεις με τη Ρωσία και τον ρωσικό λαό, από τον οποίο, σημειωτέον, έχουν ακουστεί και τώρα, διαρκούντος του πολέμου, και αντιπολεμικές φωνές, όπως τουλάχιστον έχει γραφεί στον Τύπο.
Στο ζήτημα αυτό είναι κρίσιμη η στάση που θα τηρήσει εφεξής η Δύση. Ολα τα κράτη της Δύσης, ευρωπαϊκά και υπερατλαντικά, Ευρωπαϊκή Ενωση και Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μοιράζονται κοινές αξίες, αυτές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους. Αυτό το δεύτερο, το κοινωνικό κράτος (που υπάρχει αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο, όπως άλλωστε και ο φιλελευθερισμός), δεν πρέπει να ξεχνιέται, όπως συχνά συμβαίνει. Αρκεί να θυμηθούμε τα ανθρώπινα δικαιώματα δεύτερης και τρίτης γενιάς, που περιλαμβάνουν ιδίως κοινωνικά δικαιώματα (πέρα δηλαδή από τις ελευθερίες που ανήκουν στα δικαιώματα πρώτης γενιάς). Ολες αυτές τις αξίες της Δύσης θα πρέπει να συνεχίσουμε να τις προστατεύουμε και να τις καλλιεργούμε από κοινού, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί.
Αλλά ως προς τα θέματα της γεωπολιτικής και των επιδράσεών της στις διεθνείς σχέσεις τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής Δύσης δεν ταυτίζονται, κατά τη γνώμη μου, με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η ρεαλιστική αντιμετώπιση του ζητήματος οδηγεί νομίζω στο να δεχθούμε την εξής διαφορά. Οι ΗΠΑ ως υπερδύναμη έχουν λόγο να μη θέλουν οποιαδήποτε ενδυνάμωση της Ρωσίας που θα μπορούσε βαθμηδόν να την καταστήσει μια υπερδύναμη, όπως η πάλαι ποτέ σοβιετική υπερδύναμη, ανταγωνιστική προς τις ΗΠΑ. Κατανοητό το συμφέρον αυτό της Αμερικής, που όμως είναι εύλογο και άρα πιθανό να εκτρέφει συγκρουσιακή έναντι της Ρωσίας νοοτροπία στον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, αντίθετα, έχει τη Ρωσία στη γειτονιά της. Η Ρωσία είναι μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η ευρωπαϊκή Δύση έχει συμφέρον να διαμορφώσει ομαλές, ειρηνικές σχέσεις μαζί της. Λόγω γειτνίασης – και όχι μόνο – είναι αναγκασμένη να συνεργάζεται μαζί της. Οι διενέξεις και εντάσεις με τη Ρωσία τη ζημιώνουν, ενώ δεν ζημιώνουν τόσο την Αμερική που βρίσκεται σε άλλη, μακρινή ήπειρο.
Θα πρέπει συνεπώς η Ευρώπη να έχει δικό της λόγο, ανεξάρτητο από τη στρατηγική της Αμερικής και όχι υποταγμένο στη στρατηγική αυτή. Οπως έγραφε πρόσφατα, σε άρθρο του στην «Καθημερινή», ο στρατηγός Σκαρβέλης, ακαδημαϊκός, η Ευρωπαϊκή Ενωση χρειάζεται «μια ευρωπαϊκή αυτόνομη αρχιτεκτονική ασφάλειας, που θα την κάλυπτε από την Ανατολή και θα της εξασφάλιζε και τις ενεργειακές ανάγκες της, σε ισότιμη συνεργασία με τις ΗΠΑ. Αλλά αντ’ αυτού», συνεχίζει ο κ. Σκαρβέλης, «το ΝΑΤΟ, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, επεκτάθηκε σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και σταδιακά έφτασε στο κατώφλι της Ρωσίας». Ισως και σήμερα Μακρόν και Σολτς θέλουν κανάλια επικοινωνίας με τη Ρωσία, κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι ισχύει και για τον Μπάιντεν. Και εν πάση περιπτώσει, όταν λήξει ο πόλεμος, δεν συμφέρει την Ευρώπη η απομόνωση της Ρωσίας.
Ο διάλογος και η συνεργασία με την ευρωπαϊκή Ρωσία θα επιτρέψει και τη μείωση των εξοπλισμών και άρα και την εξοικονόμηση δαπανών, που θα μπορούν να διοχετευθούν για την ικανοποίηση άλλων, επιτακτικών, αναγκών. Βέβαια δεν αρνούμαι τη σημασία του επιχειρήματος ότι, όσο υπάρχει κίνδυνος εξ Ανατολών, πρέπει να προετοιμάζεται η άμυνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ακριβώς με την πολεμική ετοιμότητά της, άρα με την ενίσχυση του εξοπλισμού της. Γνωστή και η λατινική ρήση «si vis pacem para bellum», μια συμβουλή που απαντά με παρεμφερή διατύπωση και στους πλατωνικούς «Νόμους». Θα παραθέσω όμως, για την πληρότητα του ζητήματος, και τον αντίλογο διά στόματος του Immanuel Kant (του μεγαλύτερου ίσως φιλοσόφου των νεότερων χρόνων). Εγραψε ο Kant στη μελέτη του «Για μια αιώνια ειρήνη» («Zum ewigen Frieden»), ότι ο στρατός και η ετοιμότητά του να είναι και να φαίνεται πάντοτε καλά εξοπλισμένος απειλούν άλλα κράτη και τα ερεθίζουν παρακινώντας τα να υπερβούν τους άλλους στο μέγεθος των εξοπλισμών που έτσι συνεχίζονται ασταμάτητα, με συνέπεια να υποφέρει με αυτόν τον τρόπο περισσότερο η ειρήνη (Kant Werke, εκδ. Wiss Buchges., Τόμ. VI, σ. 197).
Από την πλευρά μου δεν θα ήθελα να πάρω θέση σε αυτόν τον λόγο και αντίλογο, αλλά θα πω ότι ο κίνδυνος να επικρατήσει, ίσως και να παγιωθεί ένας νέος ψυχρός πόλεμος είναι προφανής, με όλα τα οδυνηρά επακόλουθα, μεταξύ άλλων σε βάρος της οικονομίας και του κοινωνικού κράτους που απαιτεί δαπάνες. Τότε ίσως χρειαστεί ένα νέο Ελσίνκι, όπως το 1975, όπου με τη λεγόμενη Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1.8.1975) που υπέγραψαν 35 κράτη, δηλαδή 33 ευρωπαϊκά (εκ μέρους της Ελλάδας υπέγραψε ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής) και οι ΗΠΑ και Καναδάς, τέθηκαν οι βάσεις για την Ασφάλεια και την Ευρωπαϊκή Συνεργασία στην Ευρώπη.
Η Πράξη αυτή υπέστη έντονη κριτική από τους θιασώτες του Ψυχρού Πολέμου. Εντούτοις, η Τελική Πράξη δημιουργούσε προϋποθέσεις για ειρηνική συνύπαρξη κρατών με διαφορετικές ιδεολογίες, με διαφορετικές αρχές, διαφορετικά συστήματα διακυβέρνησης, διαφορετικούς τρόπους ζωής, τοποθετώντας το υπέρτατο αγαθό της ειρήνης πάνω από την αντίθεση που προκαλούν οι διαφορές αυτές.
Eνα τέτοιο πνεύμα πρέπει να διέπει και τις σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία: Διάλογος απροϋπόθετος, που φυσικά δεν σημαίνει αποδοχή των οποιωνδήποτε συζητούμενων απόψεων της άλλης πλευράς. Διάλογος μόνο για ένα και μοναδικό ζήτημα σημαίνει άρνηση διαλόγου.
Αυτή η φιλειρηνική στάση εντάσσεται, πιστεύω, στις αξίες της Δύσης. Διότι σε αυτές ανήκει και η κατανόηση του άλλου, εκείνου που δεν πιστεύει στις δικές μας αξίες. Τις αξίες μας δεν μπορούμε να τις επιβάλλουμε μονομερώς στους άλλους. Ολα αυτά υπό τον όρο, φυσικά, της αμοιβαιότητας, δηλαδή του εκατέρωθεν σεβασμού της διαφορετικότητας. Είναι ασφαλώς θεμιτό να επιδιώκεται η διάδοση των δικών μας αξιών και η επικράτησή της και αλλού, αλλά μόνο με τρόπους που θα εκκινούν από τον σεβασμό της διαφορετικότητας και θα στηρίζονται στην επιδίωξη κατανόησης από την άλλη πλευρά της σημασίας των αξιών μας.
Ως κατακλείδα θα πω επιγραμματικά δύο σκέψεις. Πρώτον, πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα και με την «οπτική του άλλου», όπως εύστοχα είπε σε μια αποχαιρετιστήρια ομιλία της η προηγούμενη καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ· και, δεύτερον, η ειρήνη είναι ηθικά και λογικά αγαθό πάνω από κάθε κοινωνικοπολιτικό σύστημα, είναι η προϋπόθεση για οτιδήποτε άλλο, αφού αφορά τη ζωή και τα αγαθά όλων των ανθρώπων, οποιουδήποτε χρώματος ή ιδεολογίας ή συστήματος διακυβέρνησης.
*Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.