Την περασμένη Τετάρτη ο ΕΟΔΥ έδωσε για πρώτη φορά στη δημοσιότητα τα δεδομένα των επαναλοιμώξεων από τον ιό SARS-CoV-2. Σύμφωνα με αυτά, ενώ στην προ Ομικρον περίοδο της πανδημίας το ποσοστό των επαναλοιμώξεων ήταν της τάξεως του 0,6%, σήμερα αυτό ανέρχεται στο 4%. Δυστυχώς στην ανακοίνωση δεν αναφέρεται αν οι επαναλοιμώξεις αφορούν (και σε τι ποσοστά) εμβολιασμένους ή ανεμβολίαστους ασθενείς.
Αυτή η πληροφορία (η οποία έχει τη σημασία της) ίσως και να μην αλλοίωνε το γενικό συμπέρασμα, το οποίο θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: οι μεγάλες διαφορές των παραλλαγών του ιού (η Δέλτα ήταν πολύ διαφορετική από την Αλφα και η Ομικρον είναι εντόνως διαφορετική από τη Δέλτα) έχουν ως συνέπεια η μόλυνση με προηγούμενη παραλλαγή να παρέχει μειωμένη προστασία από επαναμόλυνση με την επόμενη. Αντιστοίχως, μειωμένη για την πρόσφατη παραλλαγή είναι και η προστασία από εμβόλια που σχεδιάστηκαν με βάση προηγούμενες.
Τα παραπάνω απεικονίζουν ανάγλυφα την κατάσταση δυναμικής ισορροπίας μεταξύ του ιού, ο οποίος εξελίσσεται συνεχώς και επωφελείται από κάθε «χαραμάδα» που του αφήνουμε, και ημών που προσπαθούμε να κλείσουμε τις όποιες χαραμάδες. Στο πλαίσιο του κλεισίματος αυτών των χαραμάδων επανεξετάζεται διεθνώς, και βεβαίως στη χώρα μας, το θέμα της δεύτερης αναμνηστικής δόσης (δηλαδή, της τέταρτης συνολικά). Και ενώ όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι το τέταρτο τσίμπημα θα ήταν επωφελές για τις ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού (ηλικιωμένους και ανοσοκατεσταλμένους ανεξαρτήτως ηλικίας), η συζήτηση έχει ανάψει για τη μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού: τα υγιή άτομα κάτω των 65 ετών.
Στην πολύωρη ανοιχτή διαβούλευση της 6ης Απριλίου του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) και της αμερικανικής Αρχής Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) με μια πλειάδα ειδημόνων, το μήνυμα ήταν σαφές: τα υπάρχοντα εμβόλια μπορεί να μην προστατεύουν από τη μόλυνση, παρέχουν ωστόσο προστασία από σοβαρή νόσηση και θάνατο. Στον βαθμό που αυτό ισχύει (κάτι το οποίο οφείλει να τελεί υπό συνεχή διερεύνηση), δεν υπάρχει λόγος να εμβολιαστεί για τέταρτη φορά ο υγιής πληθυσμός. Οπως μάλιστα ετέθη, «δεν μπορεί να προστίθενται αναμνηστικές δόσεις των ίδιων εμβολίων επ’ αόριστον και μάλιστα κάθε τέσσερις μήνες». Αντιθέτως, οι ειδικοί συμφωνούν ότι υπάρχει κάθε λόγος αφενός να αναπτυχθούν θεραπείες για τη νόσο, αλλά κυρίως να αναπτυχθούν καλύτερα εμβόλια. Αυτές, λένε, είναι οι δύο επείγουσες μεγάλες προκλήσεις των ερευνητών και της φαρμακοβιομηχανίας.