Ο Αλμπέρ Καμύ, ο συγγραφέας που πραγματεύτηκε το παράλογο, υπήρξε ένας μεγάλος ανθρωπιστής. Σε όλη του τη ζωή κείται μάχιμος πλάι στους αδύναμους, θεωρώντας ως συγγραφέας, υποχρέωσή του να διαφεύγει απ΄ τον εγκλεισμό και την απάθεια. Μόνο από μερικούς τίτλους των έργων του (Οι Δίκαιοι, Επαναστατημένος Άνθρωπος), συλλαμβάνει κανείς την πρόθεσή του να αρήγει τον άνθρωπο και να υπηρετεί τη δικαιοσύνη. Άντλησε πολλά παραδείγματά του από τους μύθους των Ελλήνων. Ο Σίσυφος, σύμβολο της αέναης πάλης του ανθρώπου, που κουβαλά ατέρμονα το δυσβάστακτο φορτίο του, έχει συνδεθεί με το όνομά του. Βιώνοντας από παιδί την αδικία και την ανισότητα, θα στραφεί στη συγγραφή, το θέατρο και τη φιλοσοφία αναζητώντας διέξοδο από την εσωστρέφεια και διατρανώνοντας τη φωνή του Προμηθέα και την ανθρώπινη εξέγερση. Θεωρούσε χρέος του να συμπάσχει πλάι στον πάσχοντα άνθρωπο, να μην κλίνει γονυπετής, αλλά να αντιστέκεται αλύγιστος.
[«Το Ελληνόπουλο», L΄ Express, 6 décembre 1955]
Με αφορμή τη σύλληψη του νεαρού Κύπριου σπουδαστή Μιχάλη Καραολή που, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Καμύ, καταδικάστηκε από τα βρετανικά δικαστήρια σε θάνατο με τη μέθοδο του απαγχονισμού, δημοσιεύει το κείμενό του «Το Ελληνόπουλο» («L΄enfant grec»), στη γαλλική εφημερίδα «L΄ Express» την 6η Δεκεμβρίου 1955, όπου αναφέρεται στον αγώνα της Κύπρου κατά των Άγγλων που ξεκίνησε την πρώτη Απριλίου 1955 και παίρνει φανερά το μέρος της Κύπρου:
Στο ευτυχισμένο εκείνο νησί οπού γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι άνθρωποι πεθαίνουν σήμερα – και μάλιστα με τρόπο φρικιαστικό. Για μια ακόμη φορά, η ταπεινή διεκδίκηση ενός λαού που παρέμεινε για χρόνια βουβή και αναχαιτίστηκε μόλις θέλησε να εκδηλωθεί, ξεσπά τώρα σε εξέγερση. Για μια ακόμη φορά, της εξέγερσης είχε προηγηθεί η τυφλή καταπίεση. (μετάφραση: Θανάσης Αντωνίου, η λέξη, τ. 85-86, Ιούνιος-Αύγουστος 1989, σ. 436-437).
Μάλιστα με φόντο τα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα, τα γραφόμενά του φαίνονται να είναι τραγικά επίκαιρα εφόσον, όπως εύστοχα αναφέρει, η Κύπρος έχει ξεχαστεί από όλους, συμμάχους και μη:
Για μια ακόμη φορά, οι αρχές Κατοχής που διατράνωναν ότι κυριαρχική τους φροντίδα ήταν η τάξη, αναγκάζονται να εγκαταστήσουν τα δικαστήριά τους και να κάνουν ακόμη μεγαλύτερη μια καταπίεση που δε θα φέρει άλλο αποτέλεσμα παρά τον πολλαπλασιασμό των εξεγέρσεων. Τώρα σήμανε η ώρα για τους μάρτυρες που, άκουραστοι όπως και οι καταπιεστές, κατορθώνουν να κάνουν γνωστή σ΄ έναν αδιάφορο κόσμο την διεκδίκηση ενός λαού που τον ξέχασαν όλοι εκτός απ΄ τον εαυτό του.
Επιπρόσθετα, φαίνεται να διαλέγεται με τον Σεφέρη και το ποίημά του «Σαλαμίνα της Κύπρος», στο οποίο ο Έλληνας ποιητής αποκαλεί τους Άγγλους «Φίλοι του άλλου πολέμου» αναφερόμενος εμφανώς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου Έλληνες και Άγγλοι ήταν σύμμαχοι. Εν προκειμένω, ο Σεφέρης παραθέτει την προσευχή ενός Άγγλου αντιπλοιάρχου, του λόρδου H. Beresford (1941), ως τραγική ειρωνεία, γιατί οι Άγγλοι δεν εφάρμοσαν τα ευκτήρια λόγια τους στην περίπτωση της Κύπρου.
«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε
πως έγινε τούτο το φονικό·
την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα της αγάπης·
Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…».
Ακριβώς, γι΄ αυτή τη φιλία και συμμαχία των δύο λαών, Μ. Βρετανίας, Ελλάδας-Κύπρου, αλλά και Γαλλίας, κάνει λόγο ο Καμύ στο εν λόγω κείμενό του:
Αλλά στην περίπτωση που μας απασχολεί, τo παλιό αυτό δράμα γίνεται ακόμη πιο οδυνηρό, αφού φέρνει αντιμέτωπους δυο λαούς που υπήρξαν σύμμαχοι και που συμβαίνει να είναι φίλοι του δικού μας λαού. Το συμφέρον αλλά και η καρδιά επιβάλλουν να αναθερμάνουν τη φιλία τους οι δύο αυτοί λαοί. Αντί να γίνει κάτι ανάλογο, βλέπουμε την κυβέρνηση του ενός, του πιο ισχυρού αλλά ταυτόχρονα και πιο θαυμαστού για τη φιλελεύθερή του παράδοση, να κρεμά τα παιδιά του άλλου.
«Τo παλιό αυτό δράμα» συνειρμικά παραπέμπει στον Γ. Σεφέρη, που επαναλαμβάνει στην ποίησή του, το «πανάρχαιο δράμα» του ελληνισμού. Ο ποιητής το επαναφέρει και στην περίπτωση της δεινοπαθούσας Κύπρου, της οποίας το μέλλον, μετά και τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα, δεν έβλεπε με αισιόδοξη αλλά δυσοίωνη προοπτική. Όντας ο ίδιος διπλωμάτης, γνώριζε το περιεχόμενο των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και για τις επίφοβες για την ακεραιότητα της Κύπρου, «εγγυήσεις» της Κύπρου, οι οποίες αποδείχτηκαν εν τέλει μοιραίες για το νησί (βλ. 1974). Στη Δήλωσή του (1969) κατά της επιβληθείσας στην Ελλάδα Δικτατορίας (1967), ο Σεφέρης αναφέρει προφητικά:
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Το αναφερόμενο «του πιο ισχυρού» ανακαλεί το «δίκαιο του ισχυροτέρου» του Θουκιδίδη που επικράτησε και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου στην αρχαιότητα. Κάλλιστα, θα μπορούσε να παραλληλίσει κανείς την επίθεση που δέχτηκε, τότε, η μικρή Μήλος από την πανίσχυρη Αθήνα (416 π.Χ.) με την περίπτωση της Κύπρου, η οποία βάλλεται από την αγγλική αποικιοκρατία, αλλά και τη μετέπειτα τραγική επίθεση και εισβολή των Τούρκων στο νησί, το 1974. Η παγκόσμια πολιτική σκηνή, σχεδόν 50 χρόνια μετά, παραμένει αμέτοχη και αδιάφορη απέναντι στη διχοτομημένη Κύπρο.
Μέσα από το οξυδερκές του βλέμμα, ο Καμύ βλέπει στον καιρό του τη διαχρονικά στρατηγική διάσταση στην υπόθεση κατοχής της Κύπρου και, ως εκ τούτου, αιτιολογεί προορατικά το δυσεπίλυτο του κυπριακού προβλήματος:
Η Αγγλία, ωστόσο, δεν αμφισβητεί ούτε τα δίκαια που διεκδικούν οι Κύπριοι ούτε το γεγονός ότι το 80% των κατοίκων της νήσου είναι Έλληνες ούτε ακόμη ότι ένα ελεύθερο δημοψήφισμα θα έδινε μια συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της ένωσης. Το μοναδικό της επιχείρημα, που το υποστήριξε άλλωστε πριν λίγο καιρό κι ένας γάλλος συγγραφέας, είναι στρατηγικής σημασίας: ή Κύπρος είναι το προωθημένο αεροπλανοφόρο της βρετανικής και δυτικής δύναμης.
[…] Εκτός κι αν έχουν αποφασίσει να πνίξουν το κίνημα μέσα στο αίμα, πράγμα αδύνατο, γιατί τότε η Ελλάδα θα μεταβαλλόταν σε απειλή για τα οπίσθια του αεροπλανοφόρου. Δεν είναι λοιπόν πιο συνετό να γίνει δεκτή η λογική πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης, που προσφέρεται να εγγυηθεί τις βάσεις, από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η ένωση; […]
Μάλιστα ο Καμύ, υποστηρίζοντας την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, σχολιάζει και τοποθετεί την άρνηση των Άγγλων ως προς το αίτημα αυτό μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής:
Δεν είναι όμως μόνο τα αισθήματα που με κάνουν να πιστεύω ότι η Αγγλία, καθώς και η Δύση, έχουν πολλά να κερδίσουν με το να δώσουν στο κυπριακό πρόβλημα τη λύση της ένωσης. Αν οι άγγλοι Συντηρητικοί είναι αντίθετοι με την ένωση, είναι γιατί εγκατέλειψαν την Αίγυπτο και δε θέλουν τώρα να χάσουν το γόητρο τους.
Ο Καμύ παρουσιάζεται διορατικός, προμηνύοντας το τέλος της αποικιοκρατίας και συστήνοντας στη Μ. Βρετανία να μην εμποδίζει με καταστροφικό τρόπο, αλλά να δείξει νηφαλιότητα και κατανόηση στην προτετελεσμένη πορεία των πραγμάτων και της νέας εποχής που έρχεται:
Το τέλος των αυτοκρατοριών έρχεται και, για τη Δύση τουλάχιστον, αρχίζει η εποχή των ελεύθερων πολιτειών. Ας είμαστε σε θέση να το καταλάβουμε αντί να προσπαθούμε να το καταστρέψουμε.
Εν τέλει, ο Καμύ πίστευε ότι η Ελλάδα, την οποία θεωρεί αξιόπιστο σύμμαχο, εστιάζοντας στην αξιέπαινη στάση της κατά την γερμανοϊταλική επιδρομή και την αποκαλεί, εκτός των άλλων, φάρο πολιτισμού, που μπορεί να παλινορθώσει τη «βάρβαρη Ευρώπη»:
Με την αξιοθαύμαστη αντίστασή της εναντίον των γερμανών και ιταλών επιδρομέων, αλλά και με την άρνησή της να υποταχθεί, η Ελλάδα αποκάλυψε σε ολόκληρο τον κόσμο ότι η φιλία της αξίζει πολύ περισσότερο απ ό,τι οι φιλίες μερικών άλλων. Δε θα κρύψω, από πλευράς μου, τα αισθήματα τρυφερότητας και αγάπης που μου γεννά ο ελληνικός λαός, που, όπως ό ίδιος διαπίστωσα, είναι μαζί με τον ισπανικό απ’ τους λαούς εκείνους που θα χρειαστεί στο μέλλον η βάρβαρη Ευρώπη για να δημιουργήσει ξανά έναν πολιτισμό.
Ενστερνιζόμενοι τον επίκαιρο λόγο του Καμύ, εν καιρώ θερμών πολεμικών συρράξεων, ας συλλογιστούμε αναλογικά: ο πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδας με κοιτίδα του την πόλη-κράτος που γέννησε την αρχαία τραγωδία –ως προϊόν της δημοκρατίας και του ενεργού πολίτη– που καταλήγει στην καθαρτήρια δικαιοσύνη, ίσως με την καλλιέργειά του διαμέσου της παιδείας, να είναι η μόνη απάντηση στη φρενίτιδα του πολέμου και στην ανεξέλεγκτη βία των όπλων.
Η κυρία Μαρία Χατζηνικόλα είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός-υπ. διδάκτωρ.