Σε αναπροσαρμογές, επαναξιολογήσεις και επισπεύσεις παρεμβάσεων στο ενεργειακό πεδίο προχωρεί η κυβέρνηση, καθώς η ιλιγγιώδης αύξηση του κόστους στο φυσικό αέριο και το ρεύμα διαμορφώνει ένα πιεστικό κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον.
Υπό αυτή τη συνθήκη, ο Πρωθυπουργός και το στενό επιτελείο συνεργατών του δίνουν από τις αμέσως επόμενες ημέρες ιδιαίτερη έμφαση στην προσπάθεια διαχείρισης των νέων δεδομένων, με έναν συνδυασμό πρωτοβουλιών και αποφάσεων.
Περίοδος κρίσης χωρίς ημερομηνία λήξης
Ο μεγάλος προβληματισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη και των αρμοδίων υπουργών έγκειται στο γεγονός ότι η νέα πολυδιάστατη κρίση, όπως αυτή εντάθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχει απρόβλεπτη διάρκεια και πολλαπλές, μακροχρόνιες επιπτώσεις. «Διανύουμε μία περίοδο κρίσης δίχως ημερομηνία λήξης», λένε.
Σε αυτό το περιβάλλον, το Μέγαρο Μαξίμου διαμηνύει ότι δρομολογούνται μία σειρά παρεμβάσεις, με πολλαπλούς στόχους: Την κατά το δυνατόν ανάσχεση του κύματος ανατιμήσεων στην ενέργεια, την αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων της χώρας και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης.
Η πραγματικότητα για τα κοιτάσματα
Αναμένονται από τον Πρωθυπουργό και το υπουργείο Ενέργειας οι ανακοινώσεις για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο Ιόνιο και τη Νότια Κρήτη. Πρόκειται για το επιστέγασμα μίας διαδικασίας, η οποία ξεκίνησε με τις συμφωνίες για τον καθορισμό της ΑΟΖ (με την Ιταλία αρχικώς και με την Αίγυπτο στη συνέχεια) και σήμερα εμφανίζεται ως επιβεβλημένη εκ των συνθηκών κυβερνητική πολιτική.
Είχε προηγηθεί η εκπόνηση μίας συνοπτικής έκθεσης από την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων, η οποία υποβλήθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου στο τέλος του προηγούμενου Νοεμβρίου, από τον πρόεδρο του ΔΣ Ρίκαρντ Σκούφια και τον διευθύνοντα σύμβουλο Αριστοφάνη Στεφάτο. Σε αυτήν αναφέρονται όλοι οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα πρέπει να σπεύσει και να αξιοποιήσει τα υπάρχοντα κοιτάσματα, αφότου ολοκληρωθούν κατά το δυνατόν συντομότερα οι σεισμικές έρευνες στις περιοχές ενδιαφέροντος.
«Το φυσικό αέριο είναι ένα μέσον και όχι ένας αυτοσκοπός για την Ελλάδα. Οι ενεργειακοί πόροι της χώρας παρέχουν την ευκαιρία να ξεκλειδώσει ένας τομέας, ο οποίος παρέχει τεράστια οικονομική και στρατηγική δυναμική και που μπορεί να στηρίξει την ανάκαμψη και να ευνοήσει την ανάπτυξη – συνυπολογίζοντας και την ανάληψη του σημαντικού κόστους το οποίο συνδέεται με την επιθετική ελληνική πολιτική της ενεργειακής μετάβασης και της Ευρωπαϊκής «Πράσινης Συμφωνίας»», αναφέρεται εισαγωγικά στην έκθεση της ΕΔΕΥ.
Ως προς τα αξιοποιήσιμα ενεργειακά αποθέματα της χώρας, επισημαίνονται τα εξής: «Διαθέτει η Ελλάδα τα σχετικά αποθέματα υδρογονανθράκων; Ναι, αυτό δείχνουν τα γεωλογικά δεδομένα της περιοχής. Από το σύνολο των αποθεμάτων, εκτιμάται ότι 85% αντιστοιχεί σε φυσικό αέριο. Οι θετικές αντιδράσεις διεθνών επενδυτών, συμπεριλαμβανομένων των Repsol, Total και Exxon στις προσκλήσεις για έρευνες, συνιστά απόδειξη υψηλών προσδοκιών για την οικονομική αξιοποίηση των κοιτασμάτων».
Οι καθυστερήσεις στις σεισμικές έρευνες
Το πρόβλημα ωστόσο εντοπίζεται στην ολοκλήρωση των σεισμικών-γεωλογικών ερευνών. Οπως αναφέρεται σχετικά στην έκθεση: «Παρά ταύτα, προκειμένου να υπάρξει σαφής εικόνα για τον όγκο και την προσβασιμότητα των κοιτασμάτων, πρέπει να ολοκληρωθούν οι σεισμικές/γεωλογικές έρευνες. Καμία κυβέρνηση έως σήμερα δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσει αυτή τη διαδικασία με επιτυχία. Οι επενδυτές βρίσκονται in situ στην Ελλάδα και έχουν δεσμευτεί με συγκεκριμένα προγράμματα για την διενέργεια σεισμικών ερευνών. Η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, ακόμη και σε περίπτωση αρνητικών αποτελεσμάτων, έχει από μόνη της αξιοσημείωτη βαρύτητα, καθώς προσφέρει πολλές στρατηγικές επιλογές στην κυβέρνηση».
Ως προς την οικονομική διάσταση του ζητήματος, στην έκθεση της ΕΔΕΥ σημειώνονται τα εξής: «Οι υπάρχουσες γεωλογικές πληροφορίες και τα στοιχεία της περιοχής προσφέρουν ενδείξεις για ένα δυνητικά σημαντικό οικονομικό όφελος από το ξεκλείδωμα του τομέα φυσικού αερίου της Ελλάδας. Δεν είναι παράλογη μια εκτίμηση ότι η αξιοποίηση των στοιχείων μπορεί να προσφέρει ετήσια έσοδα σε διψήφιο αριθμό δισεκατομμυρίων. Προτού ξεκινήσει η έρευνα, οι εκτιμήσεις είναι ωστόσο αυθαίρετες. Το οικονομικό κόστος με το οποίο θα επιβαρυνθεί το κράτος για τη διασφάλιση γεωλογικών δεδομένων στα πιθανά κοιτάσματα είναι αμελητέο, καθώς οι κάτοχοι των σχετικών αδειών δεσμεύονται για τη διενέργεια ερευνών και την ανάληψη του σχετικού κόστους, βάσει των συμβάσεων παραχώρησης οι οποίες έχουν κυρωθεί από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η Ελλάδα έχει επίσης τη δυνατότητα επιτάχυνσης των σεισμικών ερευνών για την αποσαφήνιση των γεωλογικών δεδομένων, με προληπτική εμπλοκή στη διαδικασία. Το κόστος μίας τέτοιας εμπλοκής για το κράτος υπολογίζεται στα 40 εκατ. δολάρια». Στο σημείο αυτό υπογραμμίζεται σε σχετική παραπομπή, ότι «προτεραιότητα πρέπει να δοθεί όπου υπάρχουν οι μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας και παράλληλα περιορίζονται οι όποιες δυσμενείς συνέπειες, π.χ., α) σε υπεράκτιες περιοχές, β) σε περιοχές με μεγάλο γεωλογικό δυναμικό και γ) σε περιοχές όπου απουσιάζουν γεωπολιτικές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις».
Δύο νέοι σταθμοί αποθήκευσης LNG
Εν αναμονή των ανακοινώσεων του Πρωθυπουργού της ερχόμενης εβδομάδας, για τις οποίες η μελέτη της ΕΔΕΥ προσφέρει ένα ενδεικτικό πλαίσιο, η κυβέρνηση αναζητεί τρόπους για τη διαχείριση των πιεστικών προβλημάτων λόγω του αυξημένου κόστους της ενέργειας.
Οι περιοχές που ενδιαφέρουν σε Ιόνιο και Κρήτη
Οι περιοχές-στόχοι των ερευνών, οι οποίες αναφέρονται συγκεκριμένα στην έκθεση της ΕΔΕΥ, με τα αντίστοιχα μερίδια των εταιρειών, είναι:
- Νοτιοδυτική Κρήτη (Total 40%, Exxon 40%, ΕΛΠΕ 20%).
- Δυτική Κρήτη (Total 40%, Exxon 40%, ΕΛΠΕ 20%).
- Οικόπεδο 10 στον Κυπαρισσιακό Κόλπο, στα ανοιχτά της Δυτικής Πελοποννήσου (ΕΛΠΕ).
- Οικόπεδο 2 στα δυτικά της Κέρκυρας (Total 50%, Energean 25%, ΕΛΠΕ 25%).
Ειδική αναφορά γίνεται επίσης στο γεωστρατηγικό όφελος που θα έχει για την Ελλάδα η αξιοποίηση των κοιτασμάτων: «Οι γειτονικές χώρες παραμένουν σε υψηλή εξάρτηση από τον άνθρακα και, όπως και η Ελλάδα, αναζητούν τρόπους ώστε να επιταχύνουν τη μετάβαση στο φυσικό αέριο» σημειώνεται και υπογραμμίζεται στη συνέχεια: «Σύμφωνα με το σενάριο κατά το οποίο η Ελλάδα θα γίνει εξαγωγική χώρα φυσικού αερίου, ο στρατηγικός ρόλος της χώρας στον ενεργειακό χάρτη – ήδη κορυφαίος μέσω των αγωγών TAP, IGB, του FSRU (τερματικού σταθμού αποθήκευσης και επαναεριοποίησης στην Αλεξανδρούπολη) και των πρόσφατων συμφωνιών με τη Βόρεια Μακεδονία – θα αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο».
Ο εφιάλτης των ανατιμήσεων και η αργοπορία της ΕΕ
Κατά τα όσα αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, περιγράφοντας τον τριπλό στόχο της ενεργειακής αυτάρκειας, της απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο και της μετατροπής της χώρας σε ενεργειακό διαμετακομιστικό κόμβο, στα μέτρα με βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα συγκαταλέγονται:
• Η επιτάχυνση της δημιουργίας σταθμών αποθήκευσης LNG στο δεξαμενόπλοιο στη Ρεβυθούσα καθώς και στην Αλεξανδρούπολη και στην Κόρινθο, για τους οποίους ήδη έχει εκδηλωθεί επενδυτικό ενδιαφέρον. Ως προς αυτά, επισημαίνεται από κυβερνητικά στελέχη και το γεγονός ότι το 22% του παγκόσμιου στόλου διακίνησης υγροποιημένου φυσικού αερίου ανήκει σε έλληνες πλοιοκτήτες.
• Η παράταση της χρήσης των λιγνιτικών μονάδων για δύο ακόμη χρόνια και πάντως για όσο διάστημα οι τιμές του φυσικού αερίου παραμένουν στα σημερινά υψηλά επίπεδα.
• Η επίσπευση των διαδικασιών της πράσινης μετάβασης και της αξιοποίησης των ΑΠΕ. Τα εγκαίνια του φωτοβολταϊκού πάρκου στην Κοζάνη την προηγούμενη εβδομάδα ήταν ένα πρώτο δείγμα και σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές σύντομα θα προχωρήσουν οι διαδικασίες για την επιλογή και χρηματοδότηση ανάλογων επενδυτικών σχεδίων.
• Η επιτάχυνση της ηλεκτρικής διασύνδεσης με την Αίγυπτο.
• Ο εκσυγχρονισμός των ενεργειακών δικτύων.
• Η συμφωνία με τη Βουλγαρία για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας από τον υπάρχοντα ή από έναν νέο πυρηνικό σταθμό της χώρας.
Η ευρωπαϊκή εκκρεμότητα
Εως ότου όμως αποδώσουν όλες οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις στο ενεργειακό πεδίο, η κυβέρνηση παραμένει αντιμέτωπη με τη δυσμενή καθημερινή συνθήκη και τις πολιτικές επιπτώσεις της εντεινόμενης δυσφορίας και ανησυχίας των πολιτών από το κύμα των ανατιμήσεων. Ο συνδυασμός προξενεί ιδιαίτερο προβληματισμό στο Μέγαρο Μαξίμου, ειδικώς όσο παγιώνεται η αίσθηση ότι οι αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν θα είναι οι προσδοκώμενες. Χαρακτηριστικός ως προς την ανησυχία για τη στάση της ΕΕ ήταν ο διάλογος που είχε ο Πρωθυπουργός την προηγούμενη εβδομάδα στο Μέγαρο Μαξίμου με την επίτροπο Ενέργειας της Ενωσης Κάντρι Σίμσον . «Ολοι – το γνωρίζετε πολύ καλύτερα από εμένα – παρατηρούμε πρωτοφανή αστάθεια και αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου και η σύνδεση της τιμής του φυσικού αερίου με την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας επιφέρει σημαντικές δυσκολίες στους πολίτες σε όλη την Ευρώπη, αλλά και εδώ στην Ελλάδα. Εχουμε επιδοτήσει σε μεγάλο βαθμό νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αξιοποιώντας έσοδα από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS) αλλά και εθνικούς πόρους. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την κρίση μόνοι μας» ανέφερε μεταξύ των άλλων ο Πρωθυπουργός και συμπλήρωσε: «Και γι’ αυτό θα σας ζητούσα να εξετάσετε όλες τις πιθανές επιλογές για να δούμε πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θέλω να είμαι πολύ σαφής και θέλω να σας επαναλάβω αυτό που είπα στους συναδέλφους μου στο Συμβούλιο: εάν δεν καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα, οι δυνάμεις του λαϊκισμού θα επανεμφανιστούν στην Ευρώπη. (…) Προσβλέπω η Επιτροπή – η οποία έπαιξε πολύ ενεργό ρόλο ετοιμάζοντας μια ιδιαίτερα χρήσιμη εργαλειοθήκη – να προχωρήσει ένα ή δύο βήματα παραπέρα όσον αφορά τη στήριξη στα κράτη-μέλη».
Ο Πρωθυπουργός ζήτησε την επιβολή πλαφόν στο φυσικό αέριο και την αποσύνδεση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος από αυτό, ωστόσο η απάντηση της ευρωπαίας επιτρόπου ήταν μάλλον αόριστη και επιφυλακτική.