Η απέλαση των 12 διπλωματών της Ρωσικής Ομοσπονδίας από την Ελλάδα είναι το τελευταίο επεισόδιο στο σίριαλ της ραγδαίας επιδείνωσης των ελληνορωσικών σχέσεων από το 2018 και μετά, όταν είχε συμβεί μια άλλη απέλαση – τότε με αφορμή ύποπτες δραστηριότητες στελεχών της ρωσικής πρεσβείας με αφορμή το Μακεδονικό. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδίωξε να κατευνάσει από το 2019 το «δηλητηριασμένο» κλίμα, αλλά παρά τις προσπάθειες που έγιναν ο πυρήνας των προβλημάτων έμεινε αναλλοίωτος. Και υπάρχουν λόγοι για αυτό.
Οπως και το 2018, έτσι και σήμερα οι αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες πληροφοριών διαθέτουν σοβαρά στοιχεία περί των ύποπτων δραστηριοτήτων προς προώθηση των ρωσικών συμφερόντων – και όχι μόνο στη Βόρεια Ελλάδα, όπως πολλοί ίσως πιστεύουν. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η τρέχουσα κατάσταση πρόσφερε την κατάλληλη αφορμή για να προχωρήσουν οι απελάσεις, σε μια στιγμή μάλιστα που δύσκολα μπορούσε να αγνοηθεί το γεγονός ότι όλες οι μεγάλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης προχώρησαν σε μαζικές απελάσεις ρώσων διπλωματών παρά την προηγούμενη αμφιθυμία τους. Η κατάσταση είναι σοβαρή. Μια χώρα δεν απελαύνει εύκολα το νούμερο 2 και το νούμερο 3 ή τον γενικό πρόξενο μιας μεγάλης χώρας, εκτός κι αν τα στοιχεία είναι, όντως, σοβαρά και αδιάσειστα.
Το περιστατικό αυτό δείχνει ότι, με την κρίση στην Ουκρανία να λαμβάνει τη μορφή μιας παρατεταμένης σύγκρουσης, θα είναι πολύ δύσκολο για μια χώρα όπως η Ελλάδα να ξεφύγει από τη «λογική των στρατοπέδων». Μια παρατεταμένη σύγκρουση, η οποία ενδύεται σταδιακά έναν ιδεολογικό μανδύα – αυτόν της αντιπαράθεσης μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού – δεν αφήνει περιθώρια ευρείας διαφοροποίησης από την κεντρική γραμμή που διαμορφώνεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ηγούνται του δυτικού δημοκρατικού συνασπισμού. Και δεν αποκλείεται αυτή η αναπόφευκτη συμπόρευση να συνοδευτεί με έτερες κινήσεις και αιτήματα, σε μέτωπα όπως π.χ. στα ελληνοτουρκικά, καθώς η συμμαχική συνοχή προηγείται άλλων προτεραιοτήτων.
Αυτό που πρέπει πάντως να σημειωθεί είναι ότι στην παρούσα φάση δοκιμάζεται η διπλωματική ευρηματικότητα κάθε χώρας – πόσω μάλλον μιας μικρής χώρας όπως η Ελλάδα που βρίσκεται σε μια τόσο ευαίσθητη, γεωπολιτικά, περιοχή. Είναι σαφές ότι η Αθήνα δεν είχε, πέραν της ορθότατης αντίθεσής της σε κάθε αναθεωρητισμό, συμφέρον να μην έχει διαμορφώσει μια ξεκάθαρη θέση υπέρ της ανεξάρτητης Ουκρανίας. Η Μόσχα, παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις περί των ιστορικών σχέσεων των δύο λαών, δεν είχε δείξει ότι λαμβάνει υπ’ όψιν της τις ελληνικές ευαισθησίες – ιδιαίτερα σε σχέση με την Τουρκία. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που εκφεύγει της αντίληψης πολλών ανθρώπων στην Ελλάδα.