«Δεν έχουμε λόγια να ευχαριστήσουμε την Τουρκία. Είναι ανεκτίμητη η συνδρομή της, πρόκειται για καίριο σύμμαχο» δήλωσε πρόσφατα, σε κλειστή κοινοτική συνάντηση, αξιωματούχος ανατολικοευρωπαϊκής χώρας. Η αποστροφή αυτή αφορούσε την τουρκική στάση έναντι της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και τη μη συμμετοχή της Αγκυρας στην εφαρμογή των κυρώσεων εναντίον της Ρωσικής Ομοσπονδίας, όπως έχουν πράξει άλλες χώρες που είναι υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ. Ετεροι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, στην ίδια περίσταση, έδειξαν να κατανοούν τη στάση της Αγκυρας και να υπερτονίζουν τη σημασία της διαμεσολάβησής της στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Ολα τα παραπάνω αποτελούν ξεκάθαρα δείγματα από πού αντλεί η γειτονική χώρα τη δυνατότητα να πορεύεται ως «επιτήδειος ουδέτερος» των διεθνών σχέσεων και μάλιστα χωρίς συνέπειες.
Πατώντας σε δύο βάρκες
Θεωρητικά, το γεγονός ότι δύο συμμαχικές, για την Τουρκία, χώρες μάχονται μεταξύ τους θα μπορούσε να τη φέρει ενώπιον αμείλικτων διλημμάτων. Τουναντίον, αυτή προμηθεύει με μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) το Κίεβο και (παρότι μέλος ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ)) δεν υιοθετεί τις κυρώσεις των ευρωατλαντικών θεσμών εναντίον της Μόσχας.
Δεν διστάζει δε να προσκαλεί, μέσα από επίσημα χείλη, ρώσους ολιγάρχες για επενδύσεις και για τουρισμό!
Σε ό,τι αφορά τη διαμεσολάβηση της διένεξης, η Τουρκία επιχειρεί να καταδείξει ότι είναι μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος. Μέχρι τώρα πραγματοποιήθηκαν δύο γύροι ρωσο-ουκρανικών συνομιλιών επί τουρκικού εδάφους: αρχικά στην Αττάλεια και προ ημερών στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ερντογάν ειρηνοποιός
Στην τελευταία παρέστη και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος απευθύνθηκε στις δύο αντιπροσωπείες πριν από την έναρξη των συνομιλιών. Ο τούρκος πρόεδρος τόνισε την ανάγκη για «δίκαιη ειρήνη», απηύθυνε έκκληση για άμεση κατάπαυση του πυρός, ενώ υπογράμμισε την προθυμία της χώρας του να φιλοξενήσει συνάντηση των προέδρων Ρωσίας και Ουκρανίας, Βλαντίμιρ Πούτιν και Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Την περασμένη Πέμπτη, οι Ζελένσκι και Ερντογάν επικοινώνησαν για ακόμα μια φορά, με τον δεύτερο να δηλώνει έτοιμος να συμπεριληφθεί η Τουρκία μεταξύ των εγγυητών ασφαλείας της Ουκρανίας, σε μια πιθανή σχετική διευθέτηση όπου θα υπάρχουν εγγυήτριες δυνάμεις για την ουκρανική χώρα. Το 1974, με την πρόφαση ότι ήταν μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο και έκτοτε κατέχει το βόρειο τμήμα της νήσου παράνομα.
Οι αντιδράσεις στα διεθνή ΜΜΕ
Οπως ήταν αναμενόμενο τα τουρκικά μέσα υπερτόνισαν τη διαμεσολάβηση της χώρας τους, κάνοντας λόγο για διεθνή αναβάθμιση, ενώ κάποια ανέφεραν ότι «εκεί που απέτυχε το ΝΑΤΟ και η ΕΕ τα κατάφερε ο Ερντογάν». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές των διεθνών μέσων ενημέρωσης.
«Η Τουρκία έχει επενδύσει πολλά στην ικανότητά της να διαμεσολαβήσει για την ειρήνη, διότι θα είναι μία από τους μεγάλους κερδισμένους εάν κατορθωθεί να επιτευχθεί η ειρήνη μεταξύ των δύο πλευρών» ανέφερε ο Πολ Μπέντζαμιν Οστερλαντ σε άρθρο του στο «Al Jazeera».
«Για το δυτικό στρατόπεδο, ο ρόλος που θα παίξει η Τουρκία στην επίλυση της ουκρανικής κρίσης είναι κρίσιμος» ανέφερε σε σχετικό της δημοσίευμα η «Le Monde». Η γαλλική εφημερίδα υποστηρίζει ότι η ήπια ισχύς επιστρέφει στην τουρκική εξωτερική πολιτική, ενώ σχολιάζοντας την «επίθεση φιλίας» της Αγκυρας σε Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία και Ισραήλ αναφέρεται και στα ελληνοτουρκικά, σημειώνοντας ότι η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη «ανακούφισε» τους Ευρωπαίους, καθώς «η διαμάχη των δύο χωρών θεωρείται βάρος, σε μια περίοδο που όλοι πρέπει να επικεντρωθούν στο ρωσικό πρόβλημα».
Η αναταραχή ως ευκαιρία
Εν κατακλείδι, η διεθνής αναταραχή που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία φαίνεται ότι ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος πασχίζει να αποδείξει εμπράκτως ότι η χώρα του έχει την ακτινοβολία και τη σημασία που ο ίδιος – από καιρού εις καιρόν – υποστηρίζει.
Ενόχληση στην Αθήνα για την ανοχή της Δύσης
Η Αθήνα παρακολουθεί πολύ προσεκτικά τις ενέργειες της Αγκυρας σε κάθε πεδίο. Η ενόχληση της ελληνικής διπλωματίας για την ανοχή των ευρωπαίων και άλλων δυτικών εταίρων στην τουρκική στάση είναι έντονη. Την ίδια στιγμή, ούτε οι συνεχείς ευχαριστίες του κ. Ζελένσκι προς την Τουρκία περνούν απαρατήρητες.
Στην Αθήνα εξετάζεται και η πρακτική πτυχή του ζητήματος. Και ως προς αυτή, εκτιμάται ότι η Αγκυρα θα επιδιώξει να λάβει απτά οφέλη από την Ευρωπαϊκή Ενωση για τον ρόλο της στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Το μεγάλο ερώτημα, φυσικά, είναι αν αυτά τα οφέλη θα έχουν συσχέτιση με κάτι που αφορά την Ελλάδα.
«Επιδιώκει την ανάδυσή της ως αυτόνομης δύναμης»
Μια πολύ διαφορετική αντίληψη για τις τουρκικές επιδιώξεις από τη διαμεσολάβηση στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό «Foreign Policy». Σε άρθρο με τίτλο «Ο ουκρανικός πόλεμος είναι η ευκαιρία του Ερντογάν», το οποίο υπογράφει ο γνωστός αναλυτής του Council for Foreign Relations (CfR) Στίβεν Κουκ γίνεται λόγος ότι η Αγκυρα «δεν θέλει να της ανατεθεί, για άλλη μια φορά, ο ρόλος του φρουρού στη νοτιοανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ» αλλά να αναδυθεί ως αυτόνομη δύναμη.
«Η ευκαιρία για την Τουρκία στην παρούσα κρίση», αναφέρει ο αρθρογράφος, «είναι προϊόν μιας πιο ακατάστατης πραγματικότητας που επικρατεί και συνδέεται με την αντίληψη του προέδρου Ερντογάν και του κυβερνώντος κόμματός του για την Τουρκία ως αυτόνομη δύναμη, την απειλή της κουρδικής αυτονομιστικής στάσης στο εσωτερικό της Τουρκίας και τη Συρία, αλλά και την απογοήτευση που έχει μετατραπεί σε μνησικακία κατά εκείνων που υποτίθεται ότι είναι οι σημαντικότεροι σύμμαχοι της Τουρκίας, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη».
Σύμφωνα με τον Κουκ, η Τουρκία επιδιώκει να παίξει ρόλο ανάλογο με αυτόν που έπαιξε στη Μέση Ανατολή την περίοδο 2005-2011, όταν «εμφανίστηκε ως εποικοδομητικός μεσάζων αναφορικά με την αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων που υπήρχαν στην περιοχή». Ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι τόσο λόγω της σχέσης Πούτιν – Ερντογάν αλλά και της συμμετοχής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, η δεύτερη μπορεί να αποτελέσει κανάλι επικοινωνίας της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών με τη Ρωσία.