Αυτή η κατάσταση που ζούμε τα δύο τελευταία χρόνια με την πανδημία (ας αφήσουμε για αργότερα τον πόλεμο) έχει μπερδέψει πολύ τις οικονομικές θεωρίες. Ποιος θα φανταζόταν ότι καθαρόαιμοι φιλελεύθεροι θα αναγκάζονταν να υποκλιθούν και να υιοθετήσουν τον Κέινς, ποιος θα περίμενε ότι στην Ελλάδα η ΝΔ θα μοίραζε κρατικά λεφτά, σαν να ήταν το… ΠαΣοΚ.
Και δεν ήταν και λίγα. 43 δισ. ευρώ δόθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό τη διετία της πανδημίας σε άμεσες και έμμεσες επιδοτήσεις της εργασίας, των επαγγελματιών, των ιδιοκτητών που έχαναν ενοίκια και των επιχειρήσεων. Τα περισσότερα δανεικά.
Και πάνω που η κυβέρνηση αποφάσισε να πει «έως εδώ, δίνω προτεραιότητα στην οικονομία», φάνηκαν τα πρώτα σύννεφα της επερχόμενης καταιγίδας, δηλαδή η ενεργειακή κρίση και η αύξηση του πληθωρισμού, μήνες προτού ξεκινήσει η εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία με τα τραγικά αποτελέσματα που παρακολουθούμε καθημερινά σε ζωντανή μετάδοση.
Σε αυτό το περιβάλλον, διαδοχικών κρίσεων, είναι πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς με αυστηρότητα την οικονομική πολιτική, την αποτελεσματικότητά της και, το κυριότερο, να σχηματίσει μια ξεκάθαρη γνώμη για το πού μας οδηγεί.
Ομως τη βασική διαπίστωση έκανε έγκαιρα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνοντας ότι οι συνθήκες που διαμορφώνονται οδηγούν την οικονομία σε στασιμοπληθωρισμό. Κι αυτό γιατί προφανώς έχει ήδη μετρήσει ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή θα ανέβει κι άλλο τον Μάρτιο (προτού σταθεροποιηθεί), η παραγωγή θα πληγεί από τον πόλεμο και ότι πολύ σύντομα και η ΕΚΤ υπό την πίεση των Βορείων (των «γερακιών») θα προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων. Ηδη η Bundesbank εγκαλεί την ΕΚΤ λέγοντας ότι έχει καθυστερήσει να δράσει κατά του πληθωρισμού.
Η δεύτερη διαπίστωση – που ακόμη δεν ομολογείται δημόσια – είναι ότι υπό αυτές τις συνθήκες έχει καταρρεύσει το οικονομικό πρόγραμμα της ΝΔ που στηριζόταν στην αρχή «λιγότερο κράτος και λιγότεροι φόροι» και στη διανομή «μερίσματος ανάπτυξης» με αύξηση των εισοδημάτων ανάλογη (ή και μεγαλύτερη) της αύξησης του ΑΕΠ και που ήταν κατ’ ουσίαν η βάση της εκλογικής νίκης του 2019, απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ που (πράγματι) υπερφορολόγησε την οικονομία και μοίραζε επιδόματα φτώχειας.
Ολα αυτά ανατράπηκαν… Η μείωση του ΕΝΦΙΑ και η κατάργηση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης για τους μισθωτούς (αυτά ήταν τα δύο ουσιαστικά οικονομικά μέτρα της διετίας για τα νοικοκυριά) χάθηκαν στις ανατιμήσεις των καυσίμων και στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που πληρώνουμε κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα. Κι αυτό προτού ξεσπάσει το γενικευμένο κύμα ανατιμήσεων στα σουπερμάρκετ και στην αγορά.
Δεν χρειάζεται λοιπόν καμία προσπάθεια να αναζητούνται οι λόγοι της κυβερνητικής φθοράς και του διαφαινόμενου πολιτικού αδιεξόδου στις κάλπες (όποτε κι αν αυτές στηθούν). Οι λόγοι είναι τόσο ευανάγνωστοι στις τελευταίες μετρήσεις κοινής γνώμης που απλώς επιβεβαιώνουν τη δύσκολη καθημερινότητα που όλοι ζούμε.
Και την ίδια στιγμή, αυτό που δεν είναι ορατό, αυτό που δεν διακρίνεται στον ορίζοντα, είναι με ποια οικονομική πολιτική και ποια εργαλεία σκέφτεται η κυβέρνηση να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο.