Το chicken game είναι ένας πόλεμος νεύρων. Γκαζώνουν δύο οδηγοί τα αυτοκίνητά τους σε τροχιά μετωπικής μέχρι ένας εκ των δύο να κάνει την κρίσιμη τιμονιά. Να στρίψει, να «κιοτέψει» για να αποφύγει τη σύγκρουση.
Σε ένα τέτοιο «παιχνίδι» έχουν αποδυθεί η Ρωσία με τη Δύση. Και ένα από τα πεδία στα οποία διεξάγεται το chicken game είναι το οικονομικό. Μόλις προ ολίγων ημερών το G7 απέρριψε το ρωσικό αίτημα για πληρωμές των εξαγωγών φυσικού αερίου προς «μη φιλικά κράτη» σε ρούβλια.
Ο γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ απάντησε ότι το αίτημα του Κρεμλίνου είναι «μονομερές και παραβιάζει κατάφωρα τις συμφωνίες» και ως εκ τούτου είναι «απαράδεκτο». Ο Χάμπεκ απάντησε εξ ονόματος των «7» διότι η Γερμανία ασκεί την περίοδο αυτή την προεδρία του Ομίλου των πλουσιότερων κρατών του πλανήτη. Η πατρίδα του Χάμπεκ είναι όμως ταυτόχρονα η χώρα της ΕΕ με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια – και έχει ακούσει επιπλήξεις από τους εταίρους για την «αφέλειά» της αυτή. Η απαίτηση της Ρωσίας προς τη Δύση για πληρωμή των εξαγωγών ενέργειας σε ρούβλια διατυπώθηκε δίκην αντιποίνων για τις οικονομικές κυρώσεις που εφαρμόζουν οι δυτικές κυβερνήσεις εναντίον της. Για να παρακάμψει η Μόσχα τις κυρώσεις που είναι μεν βαριές, αλλά δεν φθάνουν μέχρι του σημείου να απαγορευθούν οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου. Τουναντίον, είναι ο Πούτιν που απειλεί με κάτι τέτοιο…
Στόχος τα δυτικά νομίσματα
Είναι φυσικό το Κρεμλίνο να επιθυμεί την παράκαμψη του δολαρίου ως νομίσματος αναφοράς στις διεθνείς συναλλαγές. Οι εξαγωγές ενέργειας σε ρούβλια θα αναγκάσει τους «μη φιλικούς» πελάτες από τη Δύση να μετατρέπουν τα νομίσματά τους (τα ευρώ κατά κύριο λόγο) σε ρούβλια για να πληρώνουν για το ρωσικό αέριο, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η ισοτιμία του ρωσικού νομίσματος που εξαιτίας των κυρώσεων καταρρέει. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις διατύπωσε η Μόσχα το αίτημά της για πληρωμές σε ρούβλια, η ισοτιμία του ρωσικού νομίσματος ενισχύθηκε κατά 5% έναντι του δολαρίου, ενώ έως τότε από την αρχή του πολέμου είχε υποχωρήσει κατά 27%.
Ανεξάρτητα από τα ανεδαφικά αιτήματα του Πούτιν, πάντως, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι ο πόλεμος μπορεί όντως να οδηγήσει σε «αποδολαριοποίηση» ή τέλος πάντων σε εξασθένηση του status που απολαμβάνει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά την κατάργηση του «κανόνα χρυσού» το δολάριο ως νόμισμα αναφοράς και ως κορυφαίο διεθνώς αποθεματικό νόμισμα.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 2019 (τη χρονιά προτού ξεσπάσει η πανδημία δηλαδή) πάνω από το 60% των διεθνών συναλλαγματικών διαθεσίμων ήταν σε δολάρια, περίπου το 20% σε ευρώ, περίπου το 6% σε ιαπωνικό γεν, ακόμα μικρότερα ποσοστά αντιστοιχούσαν σε ελβετικά φράγκα, βρετανικές στερλίνες, κινεζικά γουάν, κορεατικά γουόν και άλλα νομίσματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι προτού κυκλοφορήσει το ευρώ, τα ποσοστά του δολαρίου ήταν περίπου ανάλογα, το γερμανικό μάρκο είχε τα ποσοστά του ευρώ, ενώ το υπόλοιπο 20% μοιράζονταν το γεν, το ελβετικό φράγκο και η στερλίνα.
Τα διλήμματα του Πεκίνου
Είναι προφανές ότι, σε περίπτωση που οδηγηθούμε σε αποπαγκοσμιοποίηση, σε νέο Ψυχρό Πόλεμο και μοίρασμα του κόσμου σε Ανατολή και Δύση, δεν είναι το ρούβλι που θα εξελισσόταν σε νόμισμα αναφοράς στην Ανατολή, αλλά το κινεζικό γουάν.
Ηδη η Ρωσία έχει συμφωνήσει με την Ινδία ένα σύστημα εκπτωτικών πωλήσεων υδρογονανθράκων με τα εθνικά νομίσματα των δύο χωρών, ρούβλια και ρουπίες δηλαδή. Αλλά πολλοί προβλέπουν ότι, αν κλονιστεί εν τέλει η παγκοσμιότητα του δολαρίου, στο δεύτερο μισό του πλανήτη θα αναδειχθεί το γουάν. Αυτό θα εξελιχθεί σε νόμισμα αναφοράς και οι εισαγωγές πετρελαίου όχι μόνο από τη Ρωσία αλλά και από χώρες της Μέσης Ανατολής θα γίνονται με «πετρογουάν».
Η ανάδειξη του γουάν σε νόμισμα αναφοράς διεθνών συναλλαγών και σε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα δεν είναι πάντως βέβαιο ότι θα ενθουσίαζε το Πεκίνο, διότι μοιραία θα ωθούσε ανοδικά την ισοτιμία του κινεζικού νομίσματος. Και είναι γνωστή η προσπάθεια που καταβάλλει συστηματικά το Πεκίνο για να κρατήσει χαμηλά την ισοτιμία του γουάν για να διατηρήσει την υψηλή ανταγωνιστικότητα των κινεζικών εξαγωγικών προϊόντων.
Υπενθυμίζεται ότι είναι πάγιο αίτημα της Ουάσιγκτον να επιτρέψει το Πεκίνο την ανατίμηση του γουάν ώστε να αποτυπώνει την ισχύ της κινεζικής οικονομίας, όπως υποτίθεται ότι συμβαίνει με τα εθνικά νομίσματα (και τα υπερεθνικά, όπως το ευρώ φυσικά).
Αν, από την άλλη πλευρά, ο νέος Ψυχρός Πόλεμος εξαναγκάσει την Κίνα σε οικονομική εσωστρέφεια και την στρέψει στην εσωτερική κατανάλωση, η ανατίμηση του γουάν θα ενισχύσει την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων Κινέζων που, παρά το τεράστιο ΑΕΠ της χώρας (υπολείπεται μόνο του αμερικανικού), εξακολουθούν να λιμοκτονούν λόγω της αποδεδειγμένης ανικανότητας ή της αδιαφορίας της «κομμουνιστικής» ηγεσίας της να αναδιανείμει τον πλούτο.
Μια άλλη παράμετρος της «αποδολαριοποίησης» θα μπορούσε να είναι επίσης η διενέργεια διεθνών πληρωμών με κρυπτονομίσματα. Προ δεκαημέρου η Μόσχα αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο αυτό, αλλά μόνο για τα «φιλικά» προς αυτήν κράτη, όπως για παράδειγμα η (νατοϊκή) Τουρκία, που φιλοξενεί και τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις Ρώσων και Ουκρανών. Για την οποία, βεβαίως, Τουρκία ο Πούτιν έχει προτείνει συναλλαγές σε ρούβλι και λίρα, μια συμφωνία αντίστοιχη με εκείνη που συμφώνησε με το Νέο Δελχί.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάδειξη των κρυπτονομισμάτων ως μέσων συναλλαγών στη νέα ψυχροπολεμική εποχή προσκρούει στην απαγόρευσή τους από το καθεστώς του Πεκίνου. Οπως όλα προσώρας δείχνουν, σε οικονομικό επίπεδο ο πόλεμος στην Ουκρανία μόνο ηττημένους θα έχει. Σε Ανατολή και Δύση.
Η στάση των επιχειρήσεων στην έκκληση της Ουκρανίας για διεθνές μποϊκοτάζ
Μένει Ρωσία η Auchan, η Renault «παγώνει» κάθε δραστηριότητα
Να μείνεις στη Ρωσία ή να φύγεις; Δεν είναι εύκολη η απάντηση που καλούνται να δώσουν οι επιχειρήσεις στο επιτακτικό αυτό ερώτημα. Σε αντίθεση με πολλές άλλες επιχειρήσεις, ο γαλλικός όμιλος Auchan, που απασχολεί 30.000 εργαζομένους στη Ρωσία, αποφάσισε να παραμείνει στη χώρα που αντιμετωπίζει τη διεθνή απομόνωση μετά την πολεμική επίθεση κατά της Ουκρανίας. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης αυτής, ο ουκρανός υπουργός Εξωτερικών απηύθυνε διεθνή έκκληση για μποϊκοτάζ των καταστημάτων της Auchan.
«Προφανώς οι απώλειες εσόδων της Auchan είναι γι’ αυτή πιο σημαντικές από τις απώλειες ανθρώπινων ζωών στην Ουκρανία» έγραψε στο Twitter ο Ντμίτρο Κουλέμπα. «Αν η Auchan αγνοεί τα 139 παιδιά που δολοφονήθηκαν στην Ουκρανία τον πρώτο μήνα της ρωσικής εισβολής, ας αγνοήσουμε και εμείς την Auchan και όλα τα προϊόντα της» συμπλήρωσε. Ο αρχηγός της ουκρανικής διπλωματίας διευκρίνισε ότι στόχος του μποϊκοτάζ είναι τα καταστήματα με την επωνυμία Auchan, αλλά και τα Leroy Merlin και Decathlon, που επίσης αποτελούν θυγατρικές του γαλλικού ομίλου Mulliez.
Ανθρωπισμός κατά του αυταρχισμού
Οταν προ δεκαημέρου περίπου ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι είχε απευθυνθεί στο γαλλικό Κοινοβούλιο, είχε καλέσει όλες τις γαλλικές φίρμες που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία «να σταματήσουν να στηρίζουν τη ρωσική πολεμική μηχανή» και να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ο Ζελένσκι είχε κάνει αναφορά στις Renault, Auchan και Leroy Merlin. Την περασμένη Κυριακή ωστόσο, την ημέρα δηλαδή που ο Κουλέμπα καλούσε σε μποϊκοτάζ κατά του ομίλου Mulliez, ο διευθύνων σύμβουλος της Auchan Retail International Ιβ Κλοντ, σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα «Journal Du Dimanche», είχε εξηγήσει ότι η εταιρεία του είχε αποφασίσει να παραμείνει στη Ρωσία για ανθρωπιστικούς λόγους, παρά το ότι προβλέπει ζημιές για το 2022.
«Από οικονομικής απόψεως, η αποχώρησή μας θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Από ανθρωπιστικής απόψεως, όμως, όχι. Δραστηριοποιούμαστε στη Ρωσία εδώ και μια εικοσαετία. Και απασχολούμε εκεί 30.000 ρώσους εργαζομένους, που δεν ευθύνονται για τον πόλεμο. Τα εισοδήματα ισάριθμων οικογενειών εξαρτώνται από εμάς» εξήγησε ο Ιβ Κλοντ. Στη Ρωσία η Auchan λειτουργεί 232 καταστήματα, ενώ εξυπηρετεί την πελατεία της και με υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου. Η ρωσική αγορά συμμετέχει περίπου κατά το 10% στον ετήσιο τζίρο της επωνυμίας.
«Σε μια περίοδο ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων επιλέξαμε να διατηρήσουμε σταθερές τις εκπτωτικές μας τιμές προκειμένου να προστατεύσουμε την αγοραστική δύναμη των ρώσων καταναλωτών» σημείωσε στη συνέντευξή του ο επικεφαλής της Auchan. Σημειωτέον ότι έπειτα από ένα μήνα εχθροπραξιών στην Ουκρανία ο πληθωρισμός στη Ρωσία έχει εκτιναχθεί στο 14% σε ετήσια βάση. Ο Ιβ Κλοντ υπογράμμισε ότι η Auchan έχει πάντως αναστείλει όλες τις επενδύσεις της στη Ρωσία και ότι, εν τέλει, η διοίκησή της έλαβε τη δύσκολη απόφαση να συνεχίσει να λειτουργεί εκεί «έστω και κάτω από το σημερινό αυταρχικό καθεστώς».
Το 2021 πούλησε 500.000 οχήματα
Τελείως διαφορετική από αυτή της Auchan ήταν η αντίδραση της διοίκησης της Renault ύστερα από ανάλογη έκκληση για διεθνές μποϊκοτάζ κατά της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας που είχε απευθύνει ο ουκρανός υπουργός Εξωτερικών Κουλέμπα. Η Renault ανακοίνωσε την άμεση αναστολή όλων των δραστηριοτήτων στο εργοστάσιο που διατηρεί στη Μόσχα. Διευκρίνισε επίσης ότι θα εξετάσει «κάθε πιθανή δυνατότητα άρσης της συμμετοχής της» στη μεγάλη ρωσική θυγατρική της AvtoVAZ.
«Η Ρωσία είναι παγκοσμίως η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τον όμιλο Renault, μετά την ευρωπαϊκή αγορά. Το 2021 πούλησε περίπου 500.000 οχήματα στη Ρωσία» σημειώνει η εφημερίδα «Le Figaro». Η επένδυση της Renault στην AvtoVAZ ξεκίνησε το 2008, με την εξαγορά αρχικά του 30% της μεγάλης ρωσικής αυτοκινητοβιομηχανίας, και επεκτάθηκε στα τέλη του 2016.
Ελέγχει το 69% της AvtoVAZ
Σήμερα ο γαλλικός όμιλος ελέγχει το 69% της AvtoVAZ, η οποία ιδρύθηκε το 1966 από το τότε σοβιετικό καθεστώς σε συνεργασία με τον ιταλικό όμιλο Fiat. Τη συμφωνία με τη Μόσχα είχε υπογράψει ο ίδιος ο εμβληματικός ιδρυτής του ομίλου Τζιάνι Ανιέλι.
Η AvtoVAZ κατασκευάζει στις εγκαταστάσεις της οχήματα για τέσσερις επωνυμίες, τις Lada, Nissan, Datsun και Renault. Κατασκευάζει εξάλλου τα δύο πλέον ευπώλητα μοντέλα στην εγχώρια αγορά, τα Lada Vesta και Granta, οι πωλήσεις των οποίων αντιστοιχούν στο 28,8% του συνόλου των πωλήσεων αυτοκινήτων στη Ρωσία.