Η ανακοίνωση ότι εξαιτίας των περιορισμών στις ρωσικές συναλλαγές η Ρωσία θα προχωρήσει στην αποπληρωμή μέρους του χρέους της όχι σε δολάρια αλλά σε ρούβλια αντιμετωπίστηκε ήδη ως ένα είδος ρωσικής χρεοκοπίας.
Συγκεκριμένα, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών μπλόκαρε ουσιαστικά τη δυνατότητα της Ρωσίας να κάνει τόκων και κεφαλαίου ύψους 649 εκατομμυρίων δολαρίων που είχαν ημερομηνία τη Δευτέρα 4 Απριλίου. Η JPMorgan που ήταν η τράπεζα που θα εμπλεκόταν στη συναλλαγή, απέφυγε να προχωρήσει σε αυτή όταν έλαβε σχετική καθοδήγηση από τις αμερικανικές αρχές.
Η απάντηση της Ρωσίας ήταν ότι «εξαιτίας των μη φιλικών ενεργειών του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών […] το Ρωσικό υπουργείο Οικονομικών αναγκάστηκε να συμπεριλάβει ένα ρωσικό χρηματοοικονομικό ίδρυμα». Το αποτέλεσμα ήταν οι πληρωμές να γίνουν σε λογαριασμούς σε ρούβλια στη Ρωσία, ενώ θα μπορέσουν να μετατραπούν σε δολάρια «όταν αποκατασταθεί η πρόσβαση της Ρωσικής Ομοσπονδίας στους λογαριασμούς ξένου συναλλάγματος».
Παρότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια ουσιώδη εκδοχή χρεοκοπίας – η Ρωσία διαθέτει τα σχετικά συναλλαγματικά αποθέματα – από τεχνική σκοπιά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτι που προσομοιάζει σε μια διαδικασία χρεοκοπίας, γεννώντας μνήμες από τη ρωσική κρίση χρέους του 1998.
Αυτό ακριβώς το γεγονός, ότι είναι κατά βάση μια «τεχνητή» και όχι πραγματική χρεοκοπία υπογράμμισε και ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντίμτρι Πεσκόφ, που δήλωσε ότι δεν επιτραπεί να μεταφερθούν δολάρια από τους «παγωμένους» λογαριασμούς συναλλάγματος, τότε οι πληρωμές θα γίνουν σε ρούβλια, αλλά σε κάθε περίπτωση σε ρούβλια.
Κάποια από τα ρωσικά ομόλογα σε δολάρια επιτρέπουν την πληρωμή σε ρούβλια εάν δεν είναι εφικτή η πληρωμή σε δολάρια ή ευρώ, όμως άλλα δεν περιλαμβάνουν αυτόν τον όρο στα «ψιλά γράμματά» τους.
Επιπλέον υπάρχει το ερώτημα εάν οι κάτοχοι αυτών των ομολόγων έχουν τη δυνατότητα να ανοίξουν τους σχετικούς λογαριασμούς σε ρωσικές τράπεζες ώστε να λαμβάνουν τις πληρωμές σε ρούβλια.
Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί μια ιδιότυπη και πρωτόγνωρη συνθήκη. Κάποιοι κάτοχοι ρωσικών ομολόγων εκ των πραγμάτων δεν θα πληρωθούν, την ίδια ώρα που η Ρωσία θα δηλώνει ότι είναι διατεθειμένη να πληρώσει. Και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει και σε δικαστικές διαδικασίες.
Οι άλλες χώρες που κινδυνεύουν με χρεοκοπία
Όμως εάν στην περίπτωση της Ρωσίας το ζήτημα της χρεοκοπίας αποτελεί περισσότερο ζήτημα μιας ερμηνείας της ιδιότυπης συνθήκης που έχουν διαμορφώσει οι κυρώσεις, καθώς η Ρωσία δεν αντιμετωπίζει γενικά μια κρίση χρέους και διαθέτει τα συναλλαγματικά διαθέσιμα, υπάρχουν και χώρες που έχουν πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα χρέους, ως αποτέλεσμα και της πανδημίας.
Πρόσφατα η κυβέρνηση της Γκάνα ανακοίνωσε μια μεγάλη αύξηση των επιτοκίων στο 17% για να αντιμετωπίσει έναν πληθωρισμό που τρέχει με 15,7%, ενώ την ίδια ώρα εισάγει το ένα τέταρτο των σιτηρών της από τη Ρωσία και το 60% του σιδηρομεταλλεύματός της από την Ουκρανία. Όλα αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε μια κρίση χρέους.
Άλλες χώρες αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα. Η Σρι Λάνκα έχει ήδη αρχίσει ξεκινήσει να συζητάει με το ΔΝΤ ένα πακέτο «ανακούφισης χρέους». Η χώρα έχει ήδη εξαντλήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα, που φτάνουν έως και τα 500 εκατομμύρια δολάρια, την ώρα που έχει αποπληρωμές χρέους και τοκοχρεολυσίων ύψους 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων αυτή τη χρονιά. Η χώρα εκδίδει μεγάλο όγκο χρέους και αύξησε τον δανεισμό της μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 2009. Περίπου το ένα τρίτο του χρέους της αφορά διεθνής κατόχους ομολόγους αλλά και χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα. Με την πρώτη αναμένεται να ολοκληρώσει μια δανειακή γραμμή ύψους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, όμως η εκτίμηση είναι ότι ακόμη και με τη βοήθεια του ΔΝΤ δεν θα αποφύγει κάποιου είδους αναδιάρθρωση και χρεοκοπία.
Ήδη στη διάρκεια της πανδημίας χώρες όπως το Σουρινάμ, η Μπελίζε, η Ζάμπια και ο Ισημερινός έκαναν στάση πληρωμών στο χρέος τους στη διάρκεια της πανδημίας. Ακόμη και το Πακιστάν θεωρείται ότι είναι κοντά σε αυτό το σημείο δεδομένης και της πολιτικής κρίσης.
Αλλά και η Αίγυπτος έχει ζητήσει τη βοήθεια του ΔΝΤ. Η χώρα έλαβε ένα δάνειο το 12 δισεκατομμυρίων το 2016 και ένα ακόμη 8 δισεκατομμυρίων το 2020 για να αντιμετωπίσει την πανδημία, αποτελώντας έτσι μία από τις χώρες που έχει λάβει τα μεγαλύτερα δάνεια από το ΔΝΤ. Επιπλέον, ήδη από το 2016 είχε προχωρήσει σε μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος, την ώρα που τους τελευταίους μήνες αρκετοί ξένοι επενδυτές έχουν αποσύρει δισεκατομμύρια δολάρια από την Αίγυπτο, κάτι που επίσης πιέζει την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος.
Ούτως τα στοιχεία του ΔΝΤ δείχνουν ότι το εξωτερικό χρέος των χωρών μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος αυξήθηκε το 2020 κατά 5,6% αγγίζοντας τα 8.7 τρισεκατομμύρια δολάρια και αρκετές αναδυόμενες οικονομίες έχουν λόγο χρέους προς ακαθόριστο εθνικό εισόδημα που ξεπερνά το 100%. Επιπλέον, αρκετές αναδυόμενες οικονομίες είδαν το χρέος τους να αυξάνεται πάνω από 20% ανάμεσα στο 2019 και το 2020.
Πότε το χρέος γίνεται μη ασφαλές;
Όλα αυτά κάνουν επίκαιρο και το ερώτημα πότε το χρέος μιας χώρας γίνεται επισφαλές. Όπως υπενθύμισε με μια πρόσφατη παρέμβασή του ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, τέως επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, δεν υπάρχουν εύκολοι κανόνες για να ορίσουμε πότε το χρέος μιας χώρας γίνεται επισφαλές.
Προφανώς το χρέος γίνεται επισφαλές, επισημαίνει ο Μπλανσάρ, όταν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ότι θα αυξάνεται διαρκώς ο λόγος χρέους / ΑΕΠ έως του σημείου της χρεοκοπίας. Και οι παράμετροι της οικονομίας που το καθορίζουν είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα ή ελλείμματα του προϋπολογισμού, το πραγματικό επιτόκιο, και ο πραγματικός ρυθμός οικονομικός ανάπτυξης.
Μόνο που ο τρόπος που αυτές οι θεμελιώδεις μεταβλητές μιας οικονομίας επηρεάζουν τη δυναμική του λόγου χρέους / ΑΕΠ είναι σύνθετος, το ίδιο και η ικανότητα να συναχθεί μια ασφαλής πρόβλεψη. Και αυτό γιατί οι αναγκαίες προβλέψεις πρέπει να είναι σε βάθος χρόνου και αυτό σημαίνει συνυπολογισμό και άλλων παραμέτρων και κινδύνων. Έπειτα υπάρχουν και ερωτήματα που αφορούν το είδος διακυβέρνησης σε βάθος χρόνου αλλά και την ετοιμότητα λήψης έκτακτων μέτρων εάν χρειαστεί.
Αυτό αφορά και την εξέλιξη άλλων τάσεων: για παράδειγμα μια μακροχρόνια τάση μείωσης του πραγματικού επιτοκίου προφανώς και σταδιακά μειώνει το κόστος αποπληρωμής του χρέους. Όμως, το ύψος του επιτοκίου που είναι ασφαλές ή επισφαλές έχει να κάνει και με τις συνολικότερες παραμέτρους κάθε οικονομίας.
Επιπλέον, ο Μπλανσάρ επισημαίνει ότι οι «καθαροί κανόνες» κάποιες φορές, όταν δηλαδή οι καταστάσεις αλλάζουν σημαντικά, γίνονται προβλήματα, κάτι που φάνηκε στο πώς οι «κανόνες του Μάαστριχτ» καθυστέρησαν την ευρωπαϊκή ανάκαμψη μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση.
Ενδεικτικό πάντως της αίσθησης ότι είμαστε σε μια νέα περίοδο, όπου το θέμα του χρέους επιστρέφει όπως και γενικά η πιθανότητα μεγάλων νομισματικών και πιστωτικών αναταραχών, είναι και το γεγονός ότι ο ΔΝΤ ουσιαστικά έχει «χαλαρώσει» τη γραμμή του ως προς την εφαρμογή μέτρων όπως τα capital controls.
Αχαρτογράφητο τοπίο
Τα ζητήματα αυτά αφορούν και την Ευρώπη. Η συνολικότερη αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει και τα ευρωπαϊκά ομόλογα, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει μια αύξηση και του κόστους δανεισμού.
Την ίδια στιγμή, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η τεράστια αναστάτωση που προκάλεσε στην ευρωπαϊκή οικονομία συνέπεσε με την περίοδο όπου ένα μέρος των κρατών μελών της ΕΕ ήθελε επιστροφή στη δημοσιονομική σταθερότητα. Μόνο που επιστροφή στους ευρωπαϊκούς κανόνες, σε αυτή τη συγκυρία, θα μπορούσε να σημαίνει και μεγαλύτερες επισφάλειες για χώρες της ΕΕ με πολύ υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ όπως είναι η Ελλάδα.
Και αυτό γιατί παρότι το ελληνικό χρέος θεωρείται βιώσιμο, κυρίως γιατί παρά τον όγκο του είναι σε μεγάλο βαθμό χρέος προς τους ευρωπαϊκού θεσμούς και τα κράτη μέλη, εντούτοις η προηγούμενη ελληνική (και ευρωπαϊκή) κρίση χρέους έδειξε ότι δεν είναι προδιαγεγραμμένο πότε οι αγορές θα κρίνουν ένα χρέος μη βιώσιμο, ή έστω υψηλότερου ρίσκου. Και αυτό εκ των πραγμάτων διαμορφώνει ένα τοπίο μεγαλύτερων κινδύνων.