Μπορεί ο πόλεμος στην Ουκρανία να αναβίωσε τη λειτουργία της διατλαντικής συνεργασίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (που είχε πληγεί από τη γνωστή πολιτική Τραμπ και του «Αmerica First») με αποτέλεσμα να υπάρξει όχι μόνο μια ξεκάθαρη καταδίκη των πολεμικών προκλήσεων του Πούτιν, αλλά και κοινός σχεδιασμός στρατιωτικών ενεργειών, αλλά η εξαιρετικά σημαντική αυτή εξέλιξη δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τη συνέχιση των σοβαρών εσωτερικών κρίσεων, που αντιμετωπίζουν τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ενωμένη Ευρώπη. Κρίσεις που προϋπήρχαν μεν, αλλά που οι πολεμικές εξελίξεις ήλθαν να υπογραμμίσουν το πόσο επηρεάζουν τελικά και τις αποφάσεις που αφορούν κρίσιμα ζητήματα των εξωτερικών σχέσεων, σε μια στιγμή που δεν υπάρχουν περιθώρια για διαφωνίες, δισταγμούς ή ημίμετρα.
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που συνέβη στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, όπου εκδηλώθηκαν ανοιχτά οι διαφωνίες σε βασικά ζητήματα της ενεργειακής πολιτικής, που αποτελεί τώρα το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα για την Ευρώπη. Οι κρίσιμες τελικές αποφάσεις μεταφέρθηκαν για τα τέλη Μαΐου(!), δηλαδή στην επόμενη συνάντηση των ευρωπαίων ηγετών. Γεγονός που αναδεικνύει, για ακόμη μία φορά, τις δυσχέρειες που υπάρχουν στο εσωτερικό της ΕΕ για τη λήψη άμεσων κοινών αποφάσεων, σε περιόδους εντόνων κρίσεων, που πλήττουν ευθέως τους ευρωπαίους πολίτες. Δικαιώνονται έτσι και πάλι όσοι είχαν διαφωνήσει με τη μεγάλη ευρωπαϊκή διεύρυνση, πριν επιτευχθεί η εμβάθυνση των ευρωπαϊκών θεσμών, σε μια ομοσπονδιακή κατεύθυνση. Ετσι σήμερα είναι απολύτως αδύνατο να υιοθετηθούν κοινές αποφάσεις από 27 ανεξάρτητες χώρες, με συγκρουόμενα συμφέροντα. Και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο σε στιγμές όπως η τωρινή.
Οπως είναι ανησυχητικές και οι εσωτερικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, καθώς θα έπρεπε η κοινή γνώμη και τα δύο κόμματα να συμπλέουν, στο μέτρο του δυνατού, με τον πρόεδρό τους. Αλλά είναι τόσο βαριά η κληρονομιά της διχαστικής εσωτερικής πολιτικής του Τραμπ, που δεν επιτρέπει πλέον τις συγκλίσεις, που τόσο συχνά είχαν εκδηλωθεί στο παρελθόν. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στις τελευταίες δημοσκοπήσεις επτά στους δέκα Αμερικανούς δηλώνουν ότι έχουν πολλή ή λίγη εμπιστοσύνη στους χειρισμούς του Μπάιντεν σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ η συνολική αποδοχή του υποχώρησε στο 40%, το χαμηλότερο ποσοστό της προεδρίας του. Και ο ίδιος όμως με τις γνωστές λεκτικές «αβλεψίες» του (τις οποίες σπεύδουν αμέσως μετά να «διορθώσουν» οι συνεργάτες του) διατηρεί ένα κλίμα αμφισβήτησης του προσώπου του. Το αποτέλεσμα είναι ότι όλες οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν ότι θα χάσει τον ερχόμενο Νοέμβριο, στις ενδιάμεσες εκλογές, την πλειοψηφία στη Βουλή και στη Γερουσία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να κυβερνήσει. Και δεν θέλει και πολλή σκέψη για να αντιληφθεί κανείς τι σημαίνει αυτό τη σημερινή περίοδο. Να λοιπόν πώς αρνητικές εσωτερικές εξελίξεις μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά και τα κορυφαία ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.