Ο αγωγός East Med ήταν και θα παραμείνει όνειρο λέει στο «Βήμα» ο Βολφάνγκο Πίκολι, σημειώνοντας ότι η υλοποίηση του έργου είναι ανέφικτη δίχως την συμπερίληψη της Τουρκίας. Ο συμπρόεδρος της Teneo, εταιρείας εκτίμησης πολιτικού κινδύνου, ο οποίος θα συμμετάσχει στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών (6-9 Απριλίου), υπογραμμίζει τον αναβαθμισμένο ρόλο της Αθήνας στην Ανατολική Μεσόγειο, επισημαίνοντας ωστόσο τους κινδύνους για την ελληνική στρατηγική με φόντο την επαναπροσέγγιση της Άγκυρας με Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ισραήλ.
Όσον αφορά στον ρωσο – ουκρανικό πόλεμο, εκτιμά ότι η Τουρκία δεν διαθέτει τη δυνατότητα και την τεχνογνωσία να διευκολύνει ουσιαστικά μια ειρηνευτική διευθέτηση ενώ κάνει λόγο ότι το παιχνίδι «στη γκρίζα ζώνη μεταξύ Δύσης και Ρωσίας δεν είναι πλέον επιλογή». Τέλος, υποστηρίζει ότι στη νέα εποχή αυξημένης αβεβαιότητας και ανασφάλειας που σηματοδοτείται από τον πόλεμο, η Ευρώπη θα πρέπει να αποφασίσει ποια θα είναι η θέση της στη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
-Πώς βλέπετε την τουρκική προσπάθεια μεσολάβησης στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο; Τι επιδιώκει να κερδίσει η Άγκυρα;
Αφορά κυρίως τον έλεγχο των ζημιών καθώς, η Τουρκία είναι μια από τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο οικονομικά από τον πόλεμο. Από την άλλη, ο πόλεμος δίνει μια ευκαιρία στον Πρόεδρο Ερντογάν να κερδίσει πολιτικούς πόντους και να αγοράσει διεθνή υποστήριξη. Ενώ η Άγκυρα έχει καλούς δεσμούς τόσο με τη Μόσχα όσο και με το Κίεβο, δεν διαθέτει ούτε τη δύναμη ούτε την τεχνογνωσία που απαιτείται για να διευκολύνει ουσιαστικά μια πιθανή ειρηνευτική διευθέτηση. Το πολύ, η Τουρκία μπορεί να διευκολύνει τις διμερείς συναντήσεις και την επικοινωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Χάρη στον μεσολαβητικό της ρόλο, η Τουρκία κατάφερε επίσης να αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι είναι το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ που δεν έχει υιοθετήσει ούτε μία κύρωση κατά της Ρωσίας.
Ωστόσο, ο πόλεμος ανέδειξε ξεκάθαρα ότι η Τουρκία έχει φτάσει στα όρια της γεωπολιτικής της ισορροπίας μεταξύ Δύσης και ΝΑΤΟ – μια στρατηγική που δεν είναι πλέον βιώσιμη καθώς οι σχέσεις Ρωσίας και Δύσης έχουν πλέον μετατοπιστεί στο πλαίσιο της σύγκρουσης και όχι απλώς στον ανταγωνισμό. Η Άγκυρα θα πρέπει να σκεφτεί σκληρά τον ρόλο της στη μελλοντική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας – θα πρέπει να ληφθούν σκληρές αποφάσεις. Αλλά το να παίζεις στη γκρίζα ζώνη μεταξύ Δύσης και Ρωσίας δεν είναι πλέον επιλογή.
-Σηματοδοτεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο και σφαίρες επιρροής ή εισερχόμαστε σε μια εντελώς διαφορετική και απρόβλεπτη διεθνή κατάσταση;
Η διχαστική ειρήνη της μεταψυχροπολεμικής εποχής τελείωσε. Η Ρωσία από το να θεωρείται αντίπαλος θεωρείται πλέον εχθρός και αυτό θα έχει βαθιές συνέπειες για την αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ήταν η πιο κραυγαλέα αποκήρυξη της Μόσχας για την υπό την ηγεσία της Δύσης «τάξη που βασίζεται σε κανόνες» – ένα νέο τμήμα έχει δημιουργηθεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τρεις δεκαετίες μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου.
Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή αυξημένης αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Το ερώτημα είναι εάν ο πόλεμος θα εδραιώσει την πίστη της Ευρώπης στον εαυτό της και στα ιδανικά της και θα αυξήσει την προθυμία της να πολεμήσει για αυτά. Η Δύση θα εγκλωβιστεί σε έναν παρατεταμένο οικονομικό πόλεμο με τη Ρωσία ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία. Η Ευρώπη θα πρέπει να αποφασίσει ποια θα είναι η θέση της στη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Επίσης, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος ο πόλεμος στην Ουκρανία να επιταχύνει μια παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών και στη χειρότερη τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.
-Το ζήτημα της ενέργειας και ειδικότερα η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα τονίστηκε ιδιαίτερα, με αφορμή και τον ρωσο – ουκρανικό πόλεμο. Ποια στρατηγική πρέπει να ακολουθήσει η Ευρώπη; Θα πρέπει να κατασκευαστεί ο αγωγός East Med;
Ο αγωγός East Med ήταν, είναι και θα παραμείνει πιθανότατα ένα όνειρο. Ενώ η Ανατολική Μεσόγειος έχει τη δυνατότητα να αντισταθμίσει εν μέρει τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης, ο αγωγός EastMed, που προτάθηκε για πρώτη φορά το 2012, δεν θα προσφέρει ανακούφιση στην τρέχουσα κρίση, καθώς θα χρειαστούν χρόνια για να φέρει το έργο φυσικό αέριο στην ήπειρο. Για να μην αναφέρουμε τα υπάρχοντα πολιτικά εμπόδια για την υλοποίηση ενός τέτοιου έργου. Η ουσία είναι ότι το έργο δεν είναι εφικτό χωρίς μια συμφωνία που περιλαμβάνει την Τουρκία.
Στο μέτωπο της ενέργειας, η μόνη δυνατή κίνηση για την Ευρώπη είναι να απομακρυνθεί από τα ορυκτά καύσιμα. Αυτή θα είναι μια μακρά και οικονομικά δαπανηρή μετάβαση, αλλά είναι η μόνη επιλογή που αξίζει να επιδιώξουμε. Ο περιορισμός της εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια είναι στρατηγική αναγκαιότητα, αλλά δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες ότι θα είναι εύκολο έργο Βραχυπρόθεσμα, η Ευρώπη έχει τα αποθέματα και την ικανότητα να διαχειριστεί την απώλεια ρωσικού φυσικού αερίου. Μακροπρόθεσμα, οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να είναι σε θέση να μεταβούν σε ένα πιο διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο πηγών ενέργειας – συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στην ήπειρο έναντι μελλοντικών κραδασμών. Αλλά για να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δράσουμε με σιγουριά και συντονισμό, διατηρώντας ταυτόχρονα τις ευρύτερες γεωπολιτικές ανησυχίες που θα μπορούσε να συνεπάγεται η αναμόρφωση των παγκόσμιων αγορών ενέργειας.
-Μετά την οικονομική κρίση, η Ελλάδα χτίζει συμμαχίες και ενισχύει την αποτρεπτική της ισχύ αναβαθμίζοντας τις αμυντικές της δυνατότητες. Πως αποτιμάτε τον ρόλο της Αθήνας αλλά και τις ευρύτερες εξελίξεις σε Ανατολική Μεσόγειο και Βόρεια Αφρική;
Πολλά από την εξωτερική πολιτική της Αθήνας έχουν εστιάσει στην Τουρκία για πάρα πολύ καιρό. Η σύγκλιση των γεωπολιτικών αντιπαλοτήτων στην Ανατολική Μεσόγειο έχει ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. Το ερώτημα είναι ποιο είναι το κόστος και οι κίνδυνοι που συνεπάγονται αυτά τα κέρδη;
Πιο ουσιαστικά, το ερώτημα είναι εάν αυτή η στρατηγική είναι βιώσιμη με την πάροδο του χρόνου. Η σφυρηλάτηση ενός νέου συνόλου σχέσεων με βάση τα κοινά παράπονα και αντιλήψεις απειλών που σχετίζονται με την Τουρκία μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της Ελλάδας μόνο βραχυπρόθεσμα. Για παράδειγμα, η Τουρκία πλησιάζει ήδη το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα – εάν η Άγκυρα φτάσει σε ύφεση με αυτές τις δύο χώρες, η στρατηγική της Αθήνας στην περιοχή γίνεται αβάσιμη.
Η πρόσφατη συνάντηση Ερντογάν – Μητσοτάκη ήταν μια θετική εξέλιξη. Ας ελπίσουμε ότι η θετική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε από τη διμερή συνάντηση δεν θα υπονομευθεί από στενόμυαλους εγχώριους πολιτικούς υπολογισμούς ενόψει των εκλογών του 2023 και στις δύο χώρες.