Στις 31 Μαρτίου δύο επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου, η Επιτροπή Οικονομικών Κι Νομισματικών Υποθέσεων και η Επιτροπή για τις Ελευθερίες αποφάσισαν με ψήφους 93 υπέρ, 14 κατά και 14 αποχές να ζητήσουν ακόμη περισσότερους περιορισμούς σε ένα σχέδιο ευρωπαϊκής νομοθεσίας που ισχυροποιεί τους κανόνες της ΕΕ σε σχέση με τα κρυπτονομίσματα.
Επισήμως τα μέτρα αυτά αφορούν την ενίσχυση της νομοθεσίας της ΕΕ για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αυτό που προτείνουν ουσιαστικά οι ευρωβουλευτές είναι πρακτικά όλες οι μεταφορές ποσών σε κρυπτονομίσματα να συμπεριλαμβάνουν πληροφορίες για την προέλευση των ποσών και τον αποδέκτη, πληροφορίες που να μπορούν να δοθούν και στις αρμόδιες αρχές.
Ειδικότερα προτείνουν αυτοί οι κανόνες να ισχύουν και για τις συναλλαγές από τα λεγόμενα «μη φιλοξενούμενα πορτοφολία», δηλαδή ψηφιακές διευθύνσεις «πορτοφολιού» που ανήκουν σε ιδιώτες, με χρήση κατάλληλων τεχνολογιών που να εξασφαλίζουν την ταυτοποίηση των αποδεκτών.
Ο λόγος που προβάλλεται είναι η ανάγκη να μπορούν να ιχνηλατούνται όλες οι κρυπτο-μεταβιβάσεις και να εμποδίζονται οι ύποπτες συναλλαγές. Βεβαίως αυτοί οι κανόνες δεν θα εφαρμόζονται στις συναλλαγές απευθείας ανάμεσα σε πρόσωπα χωρίς μεσολάβηση κάποιου παρόχου ή μεταξύ των παρόχων όταν κάνουν συναλλαγές για λογαριασμό τους.
Ουσιαστικά, οι ευρωβουλευτές όπως και οι κυβερνήσεις θέλουν να επεκτείνουν τους κανόνες κατά του ξεπλύματος χρήματος, που ισχύουν ούτως ή άλλως για συναλλαγές άνω των 1000 ευρώ και στις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και μάλιστα θέλουν και να καταργήσουν ουσιαστικά τα όρια, ώστε όλες οι συναλλαγές αυτές να μπορούν να ταυτοποιηθούν αλλά και προοπτικά όλες οι συναλλαγές σε κρυπτονομίσματα που δεν είναι ρυθμισμένες να μην μπορούν να διασυνδεθούν με το συμβατικό τραπεζικό σύστημα.
Αντιδράσεις ενάντια στα μέτρα
Τα βασικά επιχειρήματα για αυτή την «ονομαστικοποίηση» των συναλλαγών με κρυπτονομίσματα είναι ότι αυτά χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, για την παιδική πορνογραφία και για άλλες παράνομες δραστηριότητες. Βεβαίως, οι όποιες στατιστικές υπάρχουν δείχνουν ότι σχετικά μικρό ποσοστό των συναλλαγών σε κρυπτονομίσματα αφορούν παράνομες δραστηριότητες και ότι ούτως ή άλλως εκεί κυριαρχούν οι συναλλαγές σε μετρητά. Υπάρχουν επίσης επιχειρήματα που έχουν να κάνουν και με τις γεωπολιτικές εξελίξεις και το εάν μπορούν τα κρυπτονομίσματα να χρησιμοποιηθούν για την παράκαμψη των κυρώσεων.
Ούτως ή άλλως, τα τελευταία χρόνια υπάρχει παγκοσμίως μια προσπάθεια να ονομαστικοποιηθεί κατά το δυνατό το σύνολο των συναλλαγών για να μπορούν να εντοπίζονται παράνομες δραστηριότητες. Ειδικά για τα κρυπτονομίσματα θεωρείται ότι πρέπει να καταπολεμηθεί και η δυνατότητα να μεταφέρονται ποσά κατανεμημένα σε πλήθος μικρές μεταβιβάσεις ώστε να μην εντοπίζονται από τους συναγερμούς που υπάρχουν για μεγαλύτερα ποσά.
Αυτός ο φόβος ότι οι ανώνυμες συναλλαγές είναι παράνομες συναλλαγές εξηγεί ειδικά για τα κρυπτονομίσματα και την επιμονή να τεθούν σε έλεγχο και τα μη φιλοξενούμενα ιδιωτικά πορτοφόλια για κρυπτονομίσματα.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή υπάρχουν και οι φωνές που υποστηρίζουν ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για μια μαζική συγκέντρωση προσωπικών δεδομένων για τις συναλλαγές των πολιτών. Ας μην ξεχνάμε ότι οι οικονομικές συναλλαγές εντάσσονται με την ευρύτερη έννοια στην «ιδιωτική σφαίρα» και υπάρχει θέμα για τη χρήση των δεδομένων που συλλέγονται. Είναι ένα ζήτημα που ανακύπτει σε διάφορα ζητήματα, όπως για παράδειγμα το βαθμό στον οποίο οι εταιρείες επικοινωνίας μπορούν να κρατούν τα δεδομένα για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες των πελατών τους.
Ο ίδιος των κλάδων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη διευκόλυνση των συναλλαγών με κρυπτονομίσματα έχει εκφράσει την αντίρρησή του σε αυτά τα μέτρα, υποστηρίζοντας ότι απειλεί να περιορίσει τη δυνατότητα αυτού του κλάδου να αναπτυχθεί και να προωθήσει ακόμη περισσότερο την καινοτομία στις οικονομικές συναλλαγές.
Πάντως, υπάρχουν και αντιρρήσεις απέναντι στην γενίκευση των περιορισμών. Για παράδειγμα το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, διά του εκπροσώπου του στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Μάρκους Φέρμπερ εξέφρασε αντίρρηση στην απαγόρευση των μη φιλοξενούμενων πορτοφολιών, θεωρώντας ότι αυτό ισοδυναμεί με κατάργηση των μετρητών και κατηγόρησε τις ευρωομάδες των Πρασίνων και των Σοσιαλδημοκρατών ότι μάχονται «κατά της καινοτομίας».
«Μην φοβάστε τη ρύθμιση»
Η αντίθετη άποψη είναι αυτή που έρχεται από τις αρχές που ασχολούνται με την καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Για παράδειγμα ο Marcus Pleyer, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών και επικεφαλής της FATF (Financial Action Task Force, του διεθνούς οργανισμού που κατεξοχήν ασχολείται με την καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος), υποστηρίζει ότι τα καινοτόμα γνωρίσματα αλλά και οι μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών στα κρυπτονομίσματα έχουν οδηγήσει σε μεγάλη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία και τη χρήση από εγκληματίες για να ξεπλύνουν χρήματα από παράνομες δραστηριότητες ή για την είσπραξη λύτρων.
Κατά τη γνώμη του Pleyer ο κλάδος των κρυπτονομισμάτων δεν πρέπει να απορρίψει τη ρύθμιση αλλά να την αγκαλιάσει. Και αυτό γιατί έχοντας φτάσει οι σχετικές συναλλαγές τα τρία τρισεκατομμύρια δολάρια μόνο να ωφεληθούν έχουν από ρυθμίσεις που θα δείχνουν ότι δεν είναι μια αγορά με χαρακτηριστικά «Άγριας Δύσης». Γι’ αυτό και επιμένει στην εφαρμογή του λεγόμενου «ταξιδιωτικού κανόνα», δηλαδή της υποχρέωσης να καταγράφονται τα δεδομένα αυτού που αποστέλλει και αυτού που λαμβάνει κρυπτονομίσματα. Επιπλέον υπογραμμίζει την ανάγκη να ρυθμιστεί και ο χώρος της «αποκεντρωμένης χρηματοοικονομικής» (decentralized finance – Defi) μια που η τεχνολογία blockchain διευκολύνει την πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως δάνεια, ανθρώπους που κανονικά δεν είχαν πρόσβαση στο συμβατικό τραπεζικό σύστημα. Συνολικά, η θέση της FATF είναι ότι όσο επεκτείνεται το οικοσύστημα των κρυπτοσυναλλαγών, τόσο αυξάνουν και οι ανάγκες ρύθμισής του.
Οι δυναμικές των κρυπτοσυναλλαγών, η προσπάθεια για ψηφιακό χρήμα και το ερώτημα της ανωνυμίας
Όλα αυτά έχουν να κάνουν με το μεταίχμιο στο οποίο βρισκόμαστε σε σχέση με τα κρυπτονομίσματα. Εγώ τα «κλασικά» κρυπτονομίσματα τύπου bitcoin έχουν το πρόβλημα των μεγάλων – και εν πολλοίς κερδοσκοπικών – διακυμάνσεων που τα κάνουν ελκυστικά ως επένδυση άλλα άβολα ως μέσα αποθήκευσης αξίας ή πληρωμής από ένα σημείο και μετά, έχουμε και την ανάπτυξη των stablecoins όπως το Tether που είναι κρυπτονομίσματα με αντίκρισμα σε κλασικά νομίσματα ή πολύτιμα μέταλλα.
Την ίδια στιγμή η ανάπτυξη των κρυπτονομισμάτων, των stablecoins αλλά και των ιδιωτικών μη τραπεζικών συστημάτων πληρωμής (κυρίως από μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες) έχουν επιταχύνει τη μετάβαση στα ψηφιακά νομίσματα, όπως το ψηφιακό ευρώ που σχεδιάζει η ΕΚΤ, που υποτίθεται ότι σε ψηφιακή μόρφή θα έχουν την εγγύηση των κεντρικών τραπεζών με την ευκολία και ίσως την ανωνυμία των μετρητών.
Όλα αυτά επαναφέρουν διαρκώς το ερώτημα του πώς μπορούν να παρακολουθούνται και να καταγράφονται οι συναλλαγές, ιδίως από τη στιγμή που ενώ σε μια πρώτη φάση η ψηφιακή τεχνολογία επέτρεψε πολύ μεγαλύτερη καταγραφή και αποτύπωση των στοιχείων για συναλλαγές (σκεφτείτε ότι όλες οι συναλλαγές που κάνουμε σήμερα με μεσολάβηση ψηφιακών μέσων, από την κάρτα μας μέχρι το e-banking είναι ουσιαστικά ονομαστικοποιημένες και καταγεγραμμένες), στην εξέλιξή της γεννά νέες δυνατότητας ανωνυμίας, ενίοτε και παρανομίας, και νέες απαιτήσεις ρύθμισης, παρακολούθησης και καταγραφής.