Μπορεί η άμεση έκθεση της Ελλάδας στην περιοχή του πολέμου στην Ουκρανία, σε ό,τι έχει να κάνει με εξαγωγές, τον τουρισμό και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, να κυμαίνεται μόλις στο 0,3% του ΑΕΠ, ωστόσο το 30% περίπου των εισαγωγών ενέργειας της χώρας προέρχεται από τη Ρωσία (15% της εγχώριας κατανάλωσης). Ετσι οι έμμεσες επιπτώσεις του πολέμου προέρχονται κυρίως από την αύξηση του πληθωρισμού και τις υψηλές τιμές ενέργειες, που επηρεάζουν το κόστος παραγωγής και πρώτων υλών, αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, κάτι που επηρεάζει με τη σειρά του την κατανάλωση τις πωλήσεις των επιχειρήσεων.
Αναθεώρηση επενδυτικών σχεδίων
Οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εντάσεις και την αβεβαιότητα, αυξάνουν την πιθανότητα πολλές επιχειρήσεις να αναθεωρήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια και να αναβάλουν την υλοποίησή τους, εκτιμούν κορυφαίοι τραπεζίτες της χώρας, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε καθυστερήσεις στην απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς απαιτείται και ιδιωτική συμμετοχή.
Οι περιορισμοί στην εφοδιαστική αλυσίδα και το αυξημένο κόστος ενέργειας θα πλήξουν περισσότερο τις μικρές και πιο ευάλωτες επιχειρήσεις, καθώς οι περιορισμένες πρώτες ύλες θα κατευθυνθούν στις μεγαλύτερες και πιο εύρωστες επιχειρήσεις, αυξάνοντας τους φόβους πως μπορεί να δημιουργηθεί ένα νέο κύμα χρεοκοπίας κυρίως μικρομεσαίων.
Η βασική αρνητική συνέπεια στην Ελλάδα από τον πόλεμο προέρχεται από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, των τροφίμων και των σιτηρών, που οδήγησαν τον πληθωρισμό σε νέο ρεκόρ 25ετίας, με τις τιμές του φυσικού αερίου να σημειώνουν ετήσια άνοδο 78,5%, του ηλεκτρικού 71,4%, της στέγασης 25,4%, των μεταφορών 12,2% και των τροφίμων και των μη αλκοολούχων ποτών 7,1%.
Καθώς το ενεργειακό κόστος αυξάνεται και οι λειτουργικές δαπάνες παραμένουν αμετάβλητες, την ώρα που οι πωλήσεις τείνουν να μειωθούν, τα περιθώρια των εταιρειών συρρικνώνονται ιδιαίτερα σε ενεργοβόρους κλάδους, ενώ και στα τρόφιμα με τις τιμές των πρώτων υλών στο ζενίθ, το πρόβλημα καθίσταται εντονότερο.
Ορισμένες εξαγωγικές εταιρείες χρησιμοποιούν στρατηγική αντιστάθμισης των ταμειακών ροών για να αντιμετωπίσουν τις διακυμάνσεις των πρώτων υλών, ενώ άλλες επιχειρήσεις με την άνοδο των πρώτων υλών, η τιμή π.χ. του οικοδομικού σιδήρου και της ασφάλτου, κατά 100% και 200% βρίσκονται αντιμέτωπες με οικονομική ζημιά.
Θα μετριαστούν οι θετικές προβλέψεις
Οι αναταράξεις στις κεφαλαιαγορές αυξάνουν επίσης το κόστος δανεισμού για τη χώρα, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, δεδομένου μάλιστα ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμη την «επενδυτική βαθμίδα», επηρεάζοντας και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, αφού αυξάνει το ρίσκο χώρας, ενώ αποθαρρύνει και τις επιχειρηματικές συμφωνίες παγώνοντας ως έναν βαθμό και τις επενδύσεις.
Επίσης, εάν η πολεμική σύγκρουση δεν περιοριστεί σύντομα, οι θετικές προβλέψεις για τον τουρισμό, με τα έσοδα να αναμενόταν πως το 2022 θα ξεπερνούσαν το 80% αυτών του 2019, θα μετριαστούν.
Σύμφωνα με το EIU, καθώς οι τιμές θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για πολλούς μήνες τα κόστη των επιχειρήσεων θα αυξηθούν, όπως και οι φόβοι σχετικά με την επάρκεια τροφίμων και ενέργειας, ενώ οι δαπάνες για «πράσινες» ενεργειακές επενδύσεις θα αυξηθούν, με τον τομέα της τεχνολογίας να αποτελεί αντικείμενο γεωπολιτικών συγκρούσεων.
Και το ΔΝΤ σημείωσε πως ο πόλεμος μεταξύ άλλων μειώνει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και πυροδοτεί κύμα αβεβαιότητας στον επενδυτικό κόσμο, το οποίο με τη σειρά του θα ασκήσει πιέσεις στην αξία των περιουσιακών στοιχείων και στις οικονομικές συνθήκες. Χώρες με αυξημένη έκθεση στο εμπόριο, στον τουρισμό και στον χρηματοοικονομικό κλάδο θα υποστούν μεγαλύτερη επιβάρυνση, ενώ η Ευρώπη ενδέχεται να βιώσει αναταραχές στην τροφοδοσία φυσικού αερίου, αλλά και γενικότερη αναστάτωση στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Οι τρεις κύκλοι των επιχειρήσεων
Οπως η οικονομία έτσι και οι επιχειρήσεις και τα εταιρικά κέρδη στην Ελλάδα την τελευταία 15ετία σημειώνουν τρεις μεγάλους κύκλους: Ο πρώτος έχει να κάνει με την περίοδο της πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση ύφεσης, απόρροια της κρίσης χρέους που οδήγησε πλήθος εταιρειών στην οικονομική ασφυξία, καταστρέφοντας σημαντικό τμήμα της παραγωγικής και οικονομικής υποδομής της χώρας. Ορισμένες εταιρείες «εξαφανίστηκαν από τον χάρτη», κάποιες συρρικνώθηκαν για να επιβιώσουν στη νέα εποχή, ενώ άλλες όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά αύξησαν και τα μερίδια αγοράς τους και ήταν οι «νικητές της επόμενης ημέρας».
Από το 2017 τα εταιρικά κέρδη σταδιακά ανέκαμψαν, ενώ ένας σκληρός πυρήνας εταιρειών αναδύθηκε μέσα από την κρίση και έδειχνε σταδιακά να κυριαρχεί στους κλάδους που δραστηριοποιούνταν.
Στις αρχές του 2020 αν και το ελληνικό ΑΕΠ βρισκόταν ακόμη στο -25,2% αυτού του 2008, ήρθε η πανδημία που επέφερε έναν συνδυασμό αμφίπλευρων αρνητικών σοκ στη συνολική προσφορά και ζήτηση, που είχε ως αποτέλεσμα μια βαθιά και απότομη ύφεση στην οικονομία, αλλά και μία απότομη κατάρρευση των εταιρικών κερδών και της πορείας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Από τα μέσα του 2021 όμως η ελληνική οικονομία ανέκαμψε απότομα σε σχήμα «V», ενώ σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕΛΣΤΑΤ οι ελληνικές επιχειρήσεις ανέκαμψαν επίσης ήδη από το πρώτο εξάμηνο του 2021, καθώς το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των αυξήθηκε κατά 43,4% το πρώτο εξάμηνο του έτους, ενώ το μερίδιο καθαρού κέρδους διπλασιάστηκε σε 28,2% αντίστοιχα. Καλύτερη εικόνα και από την περίοδο της προ πανδημίας εποχής παρουσιάζουν οι εισηγμένες στο ΧΑ εταιρείες, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των ισολογισμών από την ΕΧΑΕ. Αν εξαιρεθούν οι πέντε τράπεζες, οι εταιρείες σημείωσαν αύξηση 82,2% της λειτουργικής τους κερδοφορίας στο α’ εξάμηνο 2021 σε σχέση με το α’ εξάμηνο 2020, και αντίστοιχη άνοδο κατά 19,4% σε σχέση με το α’ εξάμηνο 2019.
Νέα σενάρια για την οικονομία
Οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο πως η ανάπτυξη θα μπορούσε να επιβραδυνθεί 1%-2% ως απόρροια του πολέμου, ενώ όσο διαρκούν οι πολεμικές συγκρούσεις τόσο παρατείνεται και η αβεβαιότητα. Με τα σημερινά δεδομένα το πιο πιθανό σενάριο είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας να κυμανθεί μεταξύ 2,5% και 3,6% το 2022, κάτι που σημαίνει πως εάν ο πόλεμος δεν διαρκέσει πολύ θα μπορούσε να επικρατήσει το θετικό σενάριο για την οικονομία και το ελληνικό επιχειρείν, καθώς τα θεμελιώδη μεγέθη, όπως εκτιμούν κορυφαίοι τραπεζίτες, εξακολουθούν να ισχύουν: η ύπαρξη ενός φιλικού για επενδύσεις επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ένας σταθερός οδικός χάρτης με βάση το Σχέδιο Ανάκαμψης και επαρκείς πηγές χρηματοδότησης που περιλαμβάνουν το NextGenEU και λοιπούς πόρους από την ΕΕ.