Η παγκόσμια οικονομία και το διεθνές εμπόριο μπαίνουν σε αχαρτογράφητα νερά, απόρροια του πολέμου και των νέων γεωπολιτικών ισορροπιών που κομίζει, την ώρα που για την Ελλάδα αυτό είναι το τρίτο κύμα μιας δυσμενούς συγκυρίας μετά τη μακρά οικονομική κρίση και την πανδημία.
Οπως εκτιμούν διεθνείς αναλυτές, επενδυτικοί οίκοι και τράπεζες, ο πόλεμος αναμένεται να αφήσει έντονο αποτύπωμα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο στη διεθνή επιχειρηματική και χρηματοοικονομική σκηνή, επιταχύνοντας και ορισμένες από τις τάσεις που εμφανίστηκαν στην πανδημία.
Θα επιδεινώσει π.χ. τις αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, αυξάνοντας περαιτέρω την πίεση για δημιουργία τοπικών μονάδων παραγωγής προϊόντων (κυρίως σε ανεπτυγμένες οικονομίες), μία τάση που αυξήθηκε από την πανδημία και τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας, ώστε να περιοριστεί η εξάρτηση από τις εισαγωγές.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι ελληνικές επιχειρήσεις προσαρμόζουν τα επενδυτικά τους σχέδια, αναζητούν νέες συμμαχίες, ενώ έχουν πάντα στον ορίζοντά τους την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που μέσα στη δυσμενή αυτή συγκυρία αποτελούν οξυγόνο και συνάμα δίνουν την ευκαιρία η χώρα να διατηρήσει το αναπτυξιακό μομέντουμ που απέκτησε το 2021.
Η «αβέβαιη ειρήνη» και το γεωπολιτικό πλεονέκτημα
Για τις προκλήσεις που φέρνουν οι νέες γεωπολιτικές εξελίξεις μίλησε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης στο Επενδυτικό Συνέδριο του Economist, που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο.
Ο κ. Σκυλακάκης αναφέρθηκε στο σενάριο που θεωρεί πιο πιθανό να επικρατήσει στο άμεσο μέλλον, αυτό της «νέας, αβέβαιης ειρήνης, με γεωπολιτικές εντάσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη και στην Ευρώπη ειδικότερα».
Η βασική πρόκληση για την Ελλάδα, όπως εξήγησε, είναι πως πρόκειται για μια χώρα στην οποία – σε σημαντικό βαθμό – η ενέργεια είναι εισαγόμενη (πετρέλαιο και φυσικό αέριο). Πρακτικά αυτό σημαίνει πως η αύξηση των τιμών στα καύσιμα και στα ενεργειακά προϊόντα θα την επηρεάσει συγκριτικά περισσότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Ωστόσο, βασικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι η γεωπολιτική της θέση. Το γεγονός, δηλαδή, ότι αποτελεί ενεργειακή πύλη για τη Νοτιοανατολική και την Κεντρική Ευρώπη, πρόσθεσε ο αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών. Κάτι που θα οδηγήσει σε πολλές νέες επενδύσεις, οι οποίες θα αφορούν όχι μόνο τις ΑΠΕ – όπου η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, σε σχέση με άλλες γειτονικές χώρες – αλλά και υποδομές για σταθμούς LNG, μονάδες αποθήκευσης φυσικού αερίου, νέους αγωγούς, νέες ηλεκτρικές διασυνδέσεις κ.λπ. «Αυτές οι ενεργειακές επενδύσεις θα επιδράσουν θετικά στην ελληνική οικονομία και θα αναβαθμίσουν τον γεωπολιτικό ρόλο της χώρας».
Τέλος, αναφέρθηκε στη μεγάλη πρόκληση της κάλυψης του επενδυτικού κενού, που έχει αρχίσει να κλείνει, καθώς εν μέσω πανδημίας καταγράφηκε σημαντική αύξηση στις επενδύσεις και στις εξαγωγές, που έφθασαν το ποσό-ρεκόρ των 40 δισ. ευρώ, παρά την πανδημία.
Η Ελλάδα στον επενδυτικό χάρτη
Παράλληλα, τον τελευταίο χρόνο η χώρα εισήλθε στον διεθνή επενδυτικό χάρτη, καθώς εγχώρια αλλά κυρίως ξένα κεφάλαια αύξησαν τις άμεσες επενδύσεις τους, με το «brand Ελλάδα» να δείχνει πως βρίσκεται σε συνεχή άνοδο, κάτι που αποτυπώθηκε στις πρόσφατες επιχειρηματικές συμφωνίες από private equity funds και στην έκρηξη των επιχειρηματικών deals σε όλο το φάσμα της πραγματικής οικονομίας. Ολο και περισσότερες πολυεθνικές επίσης (συμπεριλαμβανομένων των Microsoft, Pfizer, Oracle, Cisco, Team Viewer, Volkswagen, Amazon Web Services κ.λπ.) επένδυαν στην Ελλάδα, ενώ μεγάλη κινητικότητα παρατηρείται και στο οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων (startups), η αξία του οποίου εκτιμάται πως θα τριπλασιαστεί την επόμενη πενταετία.
Ολα αυτά οδήγησαν στην εντυπωσιακή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στο 8,3% το 2021. Ενώ κοινός τόπος για τους περισσότερους οικονομολόγους ήταν πως η ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή κοντά στο 5% και το 2022, καθώς η χώρα έχει εισέλθει σε έναν πολυετή ανοδικό κύκλο, απόρροια των ροών 101 δισ. ευρώ κεφαλαίων ως το 2026 που αφορούν 60 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης (€18 δισ. επιχορηγήσεις, €13 δισ. δάνεια και έως €29 δισ. ιδιωτικά κεφάλαια και τραπεζικά δάνεια) και 41 δισ. ευρώ μέσω του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία να μεταβάλει και το επιχειρηματικό τοπίο, «παγώνοντας» ως έναν βαθμό τις διαμορφωθείσες τάσεις.