Ο Γιάννης είναι 38 ετών και υποφέρει εδώ και 20 χρόνια από σχιζοφρένεια. Κατοικεί σε χωριό της Ηπείρου με τη μητέρα του και παίρνει αντιψυχωτική αγωγή. Δεν εργάστηκε ποτέ λόγω της πάθησής του και είναι ανασφάλιστος. Τα φάρμακά του τα συνταγογραφεί ο γιατρός της Κινητής Μονάδας Ψυχικής Υγείας που ανήκει σε τοπική ΜΚΟ, ο οποίος κάθε 15 ημέρες επισκέπτεται το Κέντρο Υγείας του χωριού του.
Σήμερα έμαθε πως ο ψυχίατρος που τον παρακολουθεί εδώ και 15 χρόνια από τότε που η Κινητή Μονάδα επισκέπτεται το χωριό του δεν θα μπορεί να συνταγογραφήσει τα φάρμακά του, γιατί, σύμφωνα με την τελευταία Υπουργική Απόφαση του υπουργείου Υγείας, ως ανασφάλιστος δεν δικαιούται να λαμβάνει φάρμακα από ψυχίατρο που δεν ανήκει στο ΕΣΥ. Επομένως, πρέπει είτε να παίρνει το λεωφορείο για την πρωτεύουσα του νομού όπου βρίσκεται το τοπικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας ή να τα συνταγογραφεί ο γιατρός του Κέντρου Υγείας, ο οποίος δεν είναι ειδικός και δεν μπορεί να εκτιμήσει την ψυχική του κατάσταση. Το Κέντρο Ψυχικής Υγείας με δύο ψυχιάτρους είναι υπερφορτωμένο, εφόσον καλύπτει όλον το νομό, και μπορεί να δώσει ραντεβού ύστερα από τρεις μήνες. Ο Γιάννης δεν έχει οικονομικούς πόρους για να καλύψει τα έξοδα της μετακίνησης και αναγκαστικά θα καταφύγει στον μη γενικό ιατρό του Κέντρου Υγείας.
Η ιστορία είναι φανταστική, αλλά δεν απέχει καθόλου από την πραγματικότητα. Στις 28 Φεβρουαρίου εκδόθηκε Υπουργική Απόφαση του υπουργείου Υγείας που αναφέρει πως «δικαίωμα να συνταγογραφούν φάρμακα, θεραπευτικές πράξεις και διαγνωστικές εξετάσεις στους ανασφάλιστους και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες έχουν [μόνο] οι ιατροί των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας και των δημοσίων δομών παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας». Η εφαρμογή αυτής της απόφασης στην ουσία πλήττει τον Γιάννη και τη Μαρία, όπως και κάθε ασθενή με χρόνια ψυχιατρικά προβλήματα που εξυπηρετούνται από μονάδες που ανήκουν στο δημόσιο σύστημα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας της χώρας αλλά όχι στο ΕΣΥ. Οι μονάδες αυτές ανήκουν σε ΜΚΟ που ασχολούνται με την ψυχική υγεία και επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δύο αναμένονται να είναι τα αποτελέσματα αυτής της απόφασης για τους ανασφάλιστους χρόνιους ψυχιατρικούς ασθενείς, οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία αυτών που φροντίζουν οι ΜΚΟ. Πρώτον, υποβάθμιση της παρεχόμενης σε αυτούς περίθαλψης και φροντίδας και επιβάρυνση της οικονομικής τους κατάστασης, όπως και των οικογενειών τους. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό συνεπάγεται την ατελή παρακολούθηση της κατάστασής τους με αυξημένο κίνδυνο διακοπής της φαρμακευτικής αγωγής, υποτροπής και νοσηλείας. Δεύτερον, υπερφόρτωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας του ΕΣΥ, με συνακόλουθη υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχουν, με ασθενείς οι οποίοι εξυπηρετούνται μέχρι σήμερα ικανοποιητικά και δωρεάν από τις κινητές μονάδες και τις μονάδες αποκατάστασης των ΜΚΟ της ψυχικής υγείας.
Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση, που άρχισε τις δεκαετίες του ’90 και από το 2000 και μετά άλλαξε σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα με υπηρεσίες που λειτουργούν μέσα στην κοινότητα μακριά από τα ψυχιατρεία, θα δεχθεί με βάση την απόφαση του υπουργείου Υγείας σημαντικό πλήγμα. Οι ανασφάλιστοι ασθενείς με ψυχιατρικά προβλήματα θα στερηθούν την πρόσβαση στην απαραίτητη φροντίδα που τους παρέχεται κοντά στον τόπο της κατοικίας τους. Τέλος, η φροντίδα αυτή παρέχεται δωρεάν χωρίς καμιά επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό. Θεωρώ πως η αρμόδια για την ψυχική υγεία υφυπουργός γνωρίζει τις συνέπειες αυτής της απόφασης και πως θα προσπαθήσει να διορθώσει αυτό το πασιφανές λάθος.
Ο κ. Βενετσάνος Μαυρέας είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ).