Η ενεργειακή κρίση βαθαίνει φέρνοντας χιλιάδες νοικοκυριά στο όριο της φτώχειας. Τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, αλλά και επιχειρήσεις καταρρέουν υπό το βάρος της ακρίβειας που επωμίζονται. Τα «σωσίβια» των επιδομάτων για το ρεύμα, το φυσικό αέριο και τα καύσιμα δεν επαρκούν για την ελάφρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού που καταρρέει, φέρνοντας πιο κοντά στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας ολοένα και περισσότερους καταναλωτές. Εύκολη διέξοδος από τις υψηλές τιμές στην ενέργεια δεν υπάρχει ούτε για την Κομισιόν, η οποία αναγνωρίζει τα δομικά προβλήματα της αγοράς.
Για τις στρεβλώσεις που οδηγούν το ανεξέλεγκτο ράλι των τιμών της ενέργειας μιλά στο «Βήμα» ο «γκουρού» της ενεργειακής οικονομίας, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ κ. Παντελής Κάπρος. Ο καθηγητής επισημαίνει ότι είναι πιθανόν να διατηρηθούν οι τιμές φυσικού αερίου επί μακρόν, και μετά τη λήξη του πολέμου, σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Επίσης, εκτιμά ότι δεν χρειάζεται αλλαγή του μοντέλου λειτουργίας των αγορών, αλλά δραστικά μέτρα εξυγίανσης του ανταγωνισμού στις χώρες όπου οι χρηματιστηριακές τιμές μετακυλίονται αυτόματα στα τιμολόγια λιανικής, ενώ θεωρεί δύσκολο εγχείρημα τη φορολόγηση των «ουρανοκατέβατων» κερδών των ηλεκτροπαραγωγών.
Ποια είναι η εκτίμησή σας για την πορεία της κρίσης; Πότε θα έρθει αποκλιμάκωση των τιμών;
«Η άνοδος των τιμών φυσικού αερίου διεθνώς ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2021 ως αποτέλεσμα ελλιπούς προσφοράς υγροποιημένου αερίου σε ασιατικές αγορές όπου η ζήτηση αυξήθηκε σε συνέχεια της οικονομικής ανάκαμψης μετά την ύφεση της COVID-19. Ομως στην Ευρώπη οι απίστευτα υψηλές τιμές φυσικού αερίου συνεχίσθηκαν και τροφοδοτήθηκαν από την κρίση στην Ουκρανία και τις μειωμένες ροές ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη αλλά και προς τις υπόγειες αποθήκες.
Το να συνεχίσει η ΕΕ να αγοράζει ρωσικό φυσικό αέριο φαίνεται σήμερα πολιτικά καταδικαστέο, ακόμα και αν λήξει ο πόλεμος.
Αυτό σημαίνει αύξηση των εισαγωγών υγροποιημένου αερίου, η προσφορά του οποίου διεθνώς θα βρεθεί σε κάποια στενότητα. Ως αποτέλεσμα είναι πιθανόν να διατηρηθούν οι τιμές φυσικού αερίου επί μακρόν, και μετά τη λήξη του πολέμου, σε σχετικά υψηλά επίπεδα, π.χ. 50-60 ευρώ/MWh, που είναι αρκετά υψηλότερα από την ιστορική τιμή των 20-30 ευρώ/MWh αλλά και πολύ χαμηλότερα από τη σημερινή τιμή των 100-120 ευρώ/MWh».
Δεν χρειάζεται αλλαγή του μοντέλου λειτουργίας των αγορών, αλλά χρειάζονται δραστικά μέτρα εξυγίανσης του ανταγωνισμού στις χώρες όπου οι χρηματιστηριακές τιμές μετακυλίονται αυτόματα στα τιμολόγια της λιανικής αγοράς
Εκτός από τα άμεσα μέτρα ανακούφισης των καταναλωτών τίθεται ένα γενικότερο ερώτημα περί δομής της ηλεκτρικής αγοράς που οδηγεί σε τεράστιες διακυμάνσεις των τιμών. Θεωρείτε ότι πρέπει να ξαναδεί η Ευρώπη την «αρχιτεκτονική» της ενεργειακής αγοράς;
«Η υψηλή τιμή φυσικού αερίου καθορίζει υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στις χρηματιστηριακές αγορές, επειδή οι τιμές καθορίζονται από τις οικονομικές προσφορές της ακριβότερης μονάδας που χρειάζεται για την κάλυψη της ζήτησης. Αυτός ο οριακός κανόνας τιμολόγησης των χρηματιστηριακών αγορών δεν μπορεί και δεν πρέπει να αλλάξει, γιατί κανένας άλλος κανόνας δεν έχει νόημα.
Ομως, δεν είναι εκεί το πρόβλημα, και δεν θα ήταν πρόβλημα τα χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας, στα οποία κανονικά γίνονται συναλλαγές μόνο για μικρό ποσοστό της φυσικής παράδοσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Το πρόβλημα είναι η έλλειψη υγιούς ανταγωνισμού που διαπιστώνεται αν σε μία αγορά γίνεται σχεδόν αυτόματη μετακύλιση των χρηματιστηριακών τιμών στα τιμολόγια λιανικών πωλήσεων. Αυτό αναφέρει ρητά και η ΕΕ ως σύμπτωμα μη υγιούς ανταγωνισμού.
Κανονικά, έπρεπε όλοι οι προμηθευτές να μπορούσαν να προσφέρουν σταθερές τιμές στους καταναλωτές, οι οποίες να αντανακλούν το μέσο κόστος του χαρτοφυλακίου ενέργειας που διαθέτουν ώστε έτσι να διατηρούν το μερίδιό τους στη λιανική και να ανακτούν το πλήρες κόστος προμήθειας. Με τον τρόπο αυτόν οι υψηλές χρηματιστηριακές τιμές θα επηρέαζαν μικρό μέρος της κατανάλωσης, μέσω της διαχείρισης αποκλίσεων, και όχι το σύνολο της λιανικής.
Συμπέρασμα: δεν χρειάζεται αλλαγή του μοντέλου λειτουργίας των αγορών, αλλά χρειάζονται δραστικά μέτρα εξυγίανσης του ανταγωνισμού στις χώρες όπου οι χρηματιστηριακές τιμές μετακυλίονται αυτόματα στα τιμολόγια της λιανικής αγοράς».
Στην ηλεκτροπαραγωγή, όπως διαμορφώνεται σήμερα, υπάρχουν περιθώρια για έκτακτη φορολόγηση των «ουρανοκατέβατων κερδών», όπως πρότεινε η Κομισιόν, ώστε να επιδοτηθούν οι λογαριασμοί ρεύματος των καταναλωτών;
«Η φορολόγηση «ουρανοκατέβατων» κερδών είναι δύσκολο εγχείρημα.
Χρειάζεται ενδελεχής έλεγχος των οικονομικών αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων, ιδίως αυτών που διαθέτουν παραγωγή και προμήθεια σε πελάτες εντός της ίδιας εταιρείας, και τεκμηρίωση ότι τα τυχόν επιπλέον κέρδη είναι αδικαιολόγητα. Αλλιώς η φορολόγηση θα είναι άδικη.
Στην Ελλάδα, πολύ σωστά, εφαρμόζεται «αυτόματο» σύστημα επιδοτήσεων των τιμολογίων λιανικής επιστρέφοντας τα πλεονάζοντα έσοδα των μονάδων ΑΠΕ και τα έσοδα των δημοπρασιών δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα. Πρόκειται δηλαδή για επιστροφή στον καταναλωτή των υπερ-εσόδων των ΑΠΕ, και μάλιστα χωρίς επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Πρακτικά, περαιτέρω μείωση των τιμολογίων λιανικής χωρίς κόστος για το δημόσιο έλλειμμα είναι δύσκολο να υπάρξει».
Στην ελληνική αγορά, ποια πιστεύετε ότι είναι τα δομικά προβλήματα που χρήζουν αλλαγών;
«Στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμα επιτύχει σωστό ανταγωνισμό μεταξύ εταιρειών ηλεκτρισμού. Δεν έχουν την κατάλληλη δομή και μέγεθος, πλην της ΔΕΗ, δηλαδή να έχουν χαρτοφυλάκιο ενέργειας διαφορετικών προελεύσεων, με διαφορετικό κόστος και με επαρκή αλληλοσυμπλήρωση, ώστε να είναι σε θέση να προσφέρουν μακροχρόνιες προσφορές σταθερές σε όγκο και τιμές στους καταναλωτές. Ολοι οι εκτός ΔΕΗ προσφέρουν στους καταναλωτές στην ουσία ως μεταπωλητές της ενέργειας που αγοράζουν από το χρηματιστήριο. Εχοντας μερικοί από αυτούς μία μονάδα φυσικού αερίου δεν αρκεί για να διαμορφώσουν ένα χαρτοφυλάκιο προσφοράς σε πελάτες που να διασφαλίζει φυσική παράδοση ανεξάρτητα από το χρηματιστήριο ενέργειας. Χωρίς τέτοιες εταιρείες ηλεκτρισμού, πάνω από μία προφανώς, δεν νοείται ανταγωνισμός και δεν μπορεί να γίνει απεξάρτηση από τις χρηματιστηριακές τιμές. Ο ρηχός ανταγωνισμός μεταπωλητών που ισχύει σήμερα είναι ένα επιπλέον μεγάλο εμπόδιο για την προμήθεια φθηνής και σταθερής ενέργειας σε πελάτες που να βασίζεται στις ΑΠΕ».
Αποτελούν τα μακροχρόνια διμερή συμβόλαια (μεταξύ παραγωγών ΑΠΕ και προμηθευτών ενέργειας ή μεγάλων καταναλωτών) λύση για τη μείωση του ενεργειακού κόστους;
«Οι ΑΠΕ, ιδίως τα φωτοβολταϊκά και τα χερσαία αιολικά, είναι μακράν ο φθηνότερος τρόπος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Χρειάζονται συμπλήρωση και εξισορρόπηση, και για τον σκοπό αυτόν αναπτύσσονται ραγδαία οι τεχνολογίες υδροηλεκτρικών με άντληση, οι μπαταρίες και μελλοντικά το υδρογόνο ηλεκτρόλυσης. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια φιλοδοξούμε οι ΑΠΕ να παράγουν πάνω από τα δύο τρίτα της ηλεκτρικής ενέργειας. Το πλήρες μέσο κόστος ανά μονάδα ηλεκτρισμού θα είναι σίγουρα σαφώς μικρότερο από το σημερινό. Ομως και τότε, ένα μικρό χρηματιστήριο ενέργειας που διευθετεί αποκλίσεις και εξισορροπήσεις μέσω φυσικού αερίου θα υπάρχει και θα έχει υψηλές τιμές. Αλλά και τότε ο ανταγωνισμός πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι καταναλωτές θα πληρώνουν το πλήρες μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας το οποίο χάρις στις ΑΠΕ θα είναι πολύ μικρό και όχι τις – και τότε – υψηλότερες τιμές του χρηματιστηρίου.
Αρα το ζητούμενο είναι οι διμερείς συμβάσεις λιανικής πώλησης να αντανακλούν μέσο κόστος χαρτοφυλακίων ενέργειας από ΑΠΕ και αποθηκεύσεις που να διασφαλίζουν απρόσκοπτη φυσική παράδοση και σταθερές τιμές. Δηλαδή το ζητούμενο είναι πάλι η εξυγίανση του ανταγωνισμού με βάση εταιρείες που παρέχουν διμερείς συμβάσεις σταθερών τιμών. Πρέπει να γίνουν αρκετά ώστε άμεσα να ξεκινήσει και να αναπτυχθεί με ρευστότητα η αγορά διμερών συμβάσεων με βάση τις ΑΠΕ και την αποθήκευση. Είναι ο μόνος τρόπος».
Εφικτή η απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο
Θεωρείτε ότι μπορεί η ΕΕ να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο;
«Είναι εφικτή η απεξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο αλλά δεν γίνεται άμεσα. Είναι σε εξέλιξη όμως επεξεργασία μεσοπρόθεσμου σχεδίου απεξάρτησης σε ορίζοντα πενταετίας, μέσω αύξησης εισαγωγών υγροποιημένου αερίου, διαρρύθμισης του συστήματος αγωγών για την τροφοδοσία χωρών χωρίς υγροποιημένο αέριο και νέας οργάνωσης της εσωτερικής αγοράς αερίου. Ομως απαιτείται επιπλέον και μείωση της συνολικής κατανάλωσης φυσικού αερίου, για το οποίο ο ρόλος του στην πράσινη μετάβαση μειώνεται. Η μείωση της χρήσης αερίου γίνεται με επιτάχυνση της εξοικονόμησης στα κτίρια και τη βιομηχανία, την επέκταση του εξηλεκτρισμού, αντλίες θερμότητας, ηλεκτροκίνηση, και τη μεγάλη επιτάχυνση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή».
Οι επιδοτήσεις δεν εξαλείφουν τις επιπτώσεις
Τι… ξημερώνει για την ελληνική οικονομία, λόγω της ανεξέλεγκτης πορείας της ενεργειακής κρίσης;
«Η πίεση στις τιμές και κατ’ επέκταση στον πληθωρισμό είναι μεγάλη. Το σύστημα επιδοτήσεων που εφαρμόζεται με επιτυχία μετριάζει αλλά δεν εξαλείφει τις επιπτώσεις. Δυστυχώς, περαιτέρω αύξηση επιδοτήσεων έχει δημοσιονομικό κόστος. Αν όμως στο σύνολό της η ΕΕ κατάφερνε να συμφωνήσει σε επιπλέον ρύθμιση των τιμών με κεντρική χρηματοδότηση χωρίς δημοσιονομικές επιπτώσεις, τότε οι μακροοικονομικές συνέπειες της κρίσης θα αντιμετωπίζονταν με επιτυχία. Εχουν κατατεθεί οι σχετικές προτάσεις, αλλά ακόμα επικρατεί δυστοκία στη λήψη των σχετικών αποφάσεων στο επίπεδο της ΕΕ».