Στις 23 Φεβρουαρίου 1942, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο Στέφαν Τσβάιχ, αυτοκτονεί μαζί με τη γυναίκα του, απελπισμένοι για το μέλλον της Ευρώπης, όπως αυτό διαγραφόταν με τον καλπασμό του ναζισμού. Δεν ξέρω αν θα έκαναν το ίδιο αν κάποιος τους έλεγε πως σε τρία χρόνια το τέρας θα ψυχορραγούσε. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι, διαβλέποντας πως δεν έχει γυρισμό η πολιτιστική και αξιακή κατάπτωση της Ευρώπης.
Εβραίος, δίχως ισχυρούς δεσμούς με τη θρησκεία του, σπουδαγμένος στη Βιέννη, γερμανόφωνος. Σε μία κίνηση ακραίας ευαισθησίας – θα τολμούσα να πω ευθύνης, αλλά αυτό είναι παρεξηγήσιμο – που στα λήμματα αναφέρεται ως απελπισία, ο σπουδαίος λογοτέχνης σπάει πάνω σε ένα τείχος ματαιότητας και ήττας. Ισως αισθανόμενος και ενοχές που δεν κατάφερε κάτι περισσότερο. Είμαστε όλοι μας κομμάτια του δυτικού πολιτισμού και δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών ακόμη κι αν έχουμε πολεμήσει με λύσσα τη φρίκη που πολλές φορές γέννησε και εξήγαγε. Ενα κομματάκι είναι δικό μας.
Πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο αμερικανού αναλυτή που έλεγε πως η πλειονότητα του υπόλοιπου κόσμου, πλην του δυτικού, δεν τρέφει καμία εκτίμηση για εμάς γιατί δεν μπορεί να συνδέσει τον υψηλό πολιτισμό και την ακριβή τέχνη για την οποία υπερηφανευόμαστε με τις ωμές στρατιωτικές και πολιτικές επεμβάσεις σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Δεν κουμπώνει ο ανθρωπισμός και οι αξίες της τέχνης και της φιλοσοφικής σκέψης μας με την απροκάλυπτη παρέμβαση σε πολιτεύματα αλλά και την καταλήστευση πλουτοπαραγωγικών πηγών. Δεν είναι τυχαίο πως μιλάμε για χώρες που απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τις αρχές της δημοκρατίας – αν κάποτε την πλησίασαν -, φλερτάρουν με απολυταρχικά καθεστώτα, και είναι οι ίδιοι που βάζουν αστερίσκους και δεν καταδικάζουν ξεκάθαρα τη θηριωδία του Πούτιν στην Ουκρανία.
Θα μου πεις, μην ομογενοποιείς λαούς, μην υποστηρίζεις τη συλλογική ευθύνη, αλλά το κάνω πρώτα για όλους εμάς, τους Δυτικούς, και μετά για τους άλλους. Εχουμε ευθύνη, μικρή μεγάλη, έχουμε. Αρα έχουν κι εκείνοι τις δικές τους.
Η συζήτηση που έχει προκύψει τις τελευταίες μέρες για το κυνήγι ρώσων καλλιτεχνών, την απαγόρευση ρωσικών έργων τέχνης ή θεαμάτων, αγγίζει τα όρια της φαιδρότητας, εκτός αν κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να αναστήσουν μεσαιωνικές πρακτικές σε μία Ευρώπη που της αρέσει εσχάτως να ξαναζωντανεύει τα φαντάσματά της. Τα σπουδαία έργα μάς υπερβαίνουν, δεν κινδυνεύουν από απαγορεύσεις, είναι νερό που πάντα θα βρίσκει δρόμο να φεύγει μπροστά. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η τέχνη είναι πάνω από την ελευθερία. Δεν είναι. Γιατί αν είναι πάνω από την ελευθερία, τον ανθρωπισμό, τη δημοκρατία, τότε απλά δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης.
Μεγάλα ναζιστικά ή φασιστικά έργα δεν υπάρχουν. Δεν κυνηγήθηκαν, απλά δεν υπάρχουν. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν.
Μεγάλοι καλλιτέχνες φασίστες όμως υπήρξαν. Μόνο που αυτό δεν αποτυπώθηκε στην τέχνη τους. Ακόμη κι όταν επιχείρησαν να το περάσουν στο έργο τους, το ταλέντο τους ήταν τόσο θηριώδες που ασυνείδητα το αποτέλεσμα τους έβαλε στην από δω μεριά.
Αρα, δεν έχει κανένα νόημα η τιμωρητική πρακτική επάνω σε έργα. Εχει νόημα όμως η τολμηρή στάση επάνω σε ανθρώπους. Δεν απαγορεύεις τις μεγάλες στιγμές κανενός ανθρώπου, αλλά οφείλεις να προφυλαχτείς από τις μικρές του. Οχι τις μικρές στιγμές της δειλίας ή της απόγνωσης ή ακόμη της αδυναμίας να κρατηθεί όρθιος – αλίμονο, αυτό συμβαίνει σε όλους μας -, αλλά εκείνες που σταματάει να είναι άνθρωπος και γίνεται κάτι άλλο. Που προσπαθεί να επιβάλει ένα απάνθρωπο σκοτάδι.
Υπό αυτήν την έννοια, δεν ξέρω πώς μπορεί κάποιος μεγάλος πολιτιστικός οργανισμός να δεχτεί σε καίριες θέσεις έναν δηλωμένο φασίστα. Εναν άνθρωπο που παίρνει πάντα το μέρος του πολέμου για να φτιάξει βίαια τον κόσμο που έχει στο κεφάλι του. Εκεί δεν γίνεται να μην είσαι απέναντι.
Υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν θα έπινα ούτε έναν καφέ μαζί τους, αλλά θα μάθω στα παιδιά μου να αγαπάνε τα τραγούδια και τα βιβλία τους – τους ίδιους έτσι κι αλλιώς δεν θα τους γνωρίσουν ποτέ. Για κάποιον λόγο δεν υπάρχουν μέσα σε αυτά. Δεν ξέρω πώς γίνεται, αλλά είμαι πεπεισμένος πια πως γίνεται. Οι καλές προθέσεις δεν αρκούν στην τέχνη, μόνο το αποτέλεσμα. Αν προωθούσαμε μόνο τα έργα «καλών παιδιών» θα ήμαστε πολύ πιο φτωχοί, με πιο στενή περίμετρο. Ο Στέφαν Τσβάιχ μπορεί να μην μπορούσε να πιει ούτε έναν καφέ με τον Νταλί, τον Εζρα Πάουντ ή τον Σελίν, αλλά στα έργα του ίσως και να τους περιέχει. Οπως κι εκείνοι με τη σειρά τους. Σίγουρα κάπου «συναντήθηκαν».
Κάποιοι άνθρωποι κατάφεραν να πιάσουν πολλά δεκαράκια στην τέχνη τους αλλά ήταν γεμάτοι από τριαράκια στη ζωή τους. Γίνεται. Αναγνωρίζοντας την ακρότητα του παραδείγματος, δεν πιάνεις ποτέ στο στόμα σου τα παιδιά ενός παιδοβιαστή. Δεν θα τα αποκαλέσεις «τα παιδιά του βιαστή». Αντιθέτως, τα φροντίζεις περισσότερο και από τα δικά σου.