Πολεμικών αναμνήσεων συνέχεια καθώς τις ξαναζωντανεύει ο εφιαλτικός πόλεμος στην Ουκρανία. Την προηγούμενη Κυριακή συμπύκνωσα τις παιδικές αναμνήσεις μου από τον πόλεμο του ’40 που έζησα παιδί 10 ετών στη γενέτειρά μου Ερμούπολη Σύρου. Ξεκίνησαν με τη νικηφόρο αντιμετώπιση των ιταλικών στρατευμάτων στο μέτωπο της Αλβανίας και κατέληξαν στην κατάρρευση της άμυνάς μας, όταν μας επετέθησαν και οι Γερμανοί. Ετσι άρχισε η τετράχρονη Κατοχή. Σκοτεινή, επώδυνη. Εφιάλτης διαρκείας η πείνα. Δραματικές ελλείψεις σε όλα τα τρόφιμα. Με δελτίο μια φέτα μαύρο ψωμί κατ’ άτομο ημερησίως. Παντελής έλλειψη ακόμα και του ελαιολάδου. Βασική τροφή μας σκουληκιασμένα όσπρια, που διανέμονταν με το σταγονόμετρο κι αυτά, και βραστά χόρτα που μάζευε ο παππούς μου από τα γύρω βουνά. Η πείνα που έπληξε τότε την Ερμούπολη λέγεται ότι ήταν η χειρότερη σε όλη την Ελλάδα. Καθημερινοί οι θάνατοι από ασιτία. Οι πεινασμένοι κατέρρεαν στον δρόμο και τα κάρα του δήμου μάζευαν κάθε μέρα δεκάδες νεκρούς.
Η απειλή θανάτου χτύπησε και την πόρτα του σπιτιού μας. Η μητέρα μας και η γιαγιά άρχισαν να πρήζονται ως αποτέλεσμα της ασιτίας. Οικογενειακό συμβούλιο αναζήτησε διέξοδο σωτηρίας. Μια μονοκατοικία που είχαμε στην Αθήνα πουλήθηκε όσο-όσο και με το τίμημα ναυλώσαμε ένα μικρό τρεχαντήρι με προορισμό τη Σαντορίνη. Σε αντίθεση με τη Σύρο, η Σαντορίνη είναι ιδιαίτερα εύφορο νησί. Επιπλέον ο παππούς μου είχε εκεί στην ιδιοκτησία του δύο αμπέλια και ένα χωράφι που υπόσχονταν να κορέσουν την πείνα μας. Ετσι φορτωμένοι σαν σαρδέλες στο μικρό κατάστρωμα του τρεχαντηριού, γεμάτοι ελπίδες και όνειρα, περάσαμε ένα ακόμα εφιαλτικό τριήμερο. Μεγάλη θαλασσοταραχή με κύματα που σάρωναν το κατάστρωμα και τους επιβάτες του και με πρόσθετο διαρκή φόβο τις νάρκες με τις οποίες ήταν κατάσπαρτο το Αιγαίο.
Η ευτυχής άφιξη στη Σαντορίνη κατάληξη είχε την είσοδο στον παράδεισο. Ετσι μας φάνηκε η υποδοχή μας από τη θεία Ευαγγελική, η οποία είχε στρωμένο το τραπέζι με λουκούλλειο για εμάς δείπνο: φάβα, κολοκυθάκια σαλάτα, μία κουλούρα κριθαρένιο ψωμί ο καθένας, σταφύλια και σύκα για φρούτο. Τα καταβροχθίσαμε και κλαίγαμε από ευτυχία.
Φυσικά και στη Σαντορίνη δεν ήταν εύκολη η Κατοχή. Ελλείψεις σε όλα, το λάδι ανύπαρκτο, με το δελτίο κάποια όσπρια και κριθάρι. Ερμαιο των μαυραγοριτών. Ομως η εφευρετικότητα του δεκατριάχρονου αδελφού μου μας εξασφάλιζε κατά καιρούς ψάρια από πετονιές που έριχνε στο βραχώδες Αθηνιό και μικρά πουλάκια που σκότωνε με τη σφεντόνα του. Η μαμά έπλεκε, κεντούσε, έκανε τον κουρέα με αμοιβή σε είδος και εγώ ξεκίνησα στα 11 μου χρόνια το επάγγελμα του γραμματέα στο κέντρο διανομής τροφίμων και στην Κοινότητα με αμοιβή διπλή μερίδα από τα διανεμόμενα τρόφιμα.
Η κατοχή των Ιταλών ήταν ήπια και μόνο όταν τη διαδέχθηκε η γερμανική, μετά την παράδοση των Ιταλών στους συμμάχους, η Σαντορίνη γνώρισε για έναν χρόνο τη στυγνή γερμανική μπότα, ακόμα και με εκτελέσεις πατριωτών που συνεργάστηκαν με άγγλους κομάντος. Μας απελευθέρωσε το θρυλικό βρετανικό καταδρομικό «Αίας», που για την υποδοχή του εμάθαμε να άδομε τον αγγλικό Εθνικό Υμνο και πρωτοφάγαμε κονσέρβες κορν μπιφ που μας διένειμαν οι Αγγλοι.