«Οι Ρώσοι τιμωρούν τη Μαριούπολη. Το 2014 την είχαν καταλάβει για έναν μήνα, αλλά οι ουκρανικές δυνάμεις την απελευθέρωσαν, προς μεγάλη ικανοποίηση των ντόπιων. Οι Ρώσοι πίστευαν ότι η Μαριούπολη θα παραδοθεί γιατί τη θεωρούσαν φιλική προς αυτούς. Την τιμωρούν για την αντίσταση που προέβαλε. Είναι πολύ σημαντική πόλη για να ελέγξουν τον δρόμο από τη Ρωσία στην Κριμαία» δηλώνει στο «Βήμα» η Χάνα Σέλεστ.
Ο πόλεμος άρχισε πριν από οκτώ χρόνια…
Η αποστροφή της διευθύντριας του συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής «Ουκρανικό Πρίσμα» συνάπτεται με την επόμενη φράση της. «Για εμάς ο πόλεμος ξεκίνησε πριν από οκτώ χρόνια, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και εισέβαλε στο Ντονμπάς». Ο στόχος του Βλαντίμιρ Πούτιν, σύμφωνα με την ίδια, είναι διττός: αφενός να καταστήσει την Ουκρανία ένα μη ανεξάρτητο ή αποτυχημένο κράτος (failed state) και αφετέρου να προχωρήσει στην επανασύσταση μιας νέας «Σοβιετικής Ενωσης». Ο πόλεμος δεν έχει περάσει το κατώφλι της Οδησσού όπου μένει η Σέλεστ. Παρ’ όλα αυτά η πόλη βρίσκεται σε υψηλή ετοιμότητα.
Στοχοποιούν τους δημοσιογράφους
Αντιθέτως, η Ολγα Τοκάριουκ είναι ήδη πρόσφυγας πολέμου. Μετά τη ρωσική εισβολή, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της στο Κίεβο. Η ανεξάρτητη δημοσιογράφος βρίσκεται με την οικογένειά της στη Δυτική Ουκρανία, ωστόσο για λόγους ασφαλείας δεν αποκαλύπτει την τοποθεσία. «Βρίσκομαι σε ασφαλές μέρος και δεν χρειάζεται να ανησυχώ για την ασφάλειά μου. Ομως είναι πολύ διαφορετικά για τους συναδέλφους μας που είναι στο Κίεβο ή σε άλλα μέρη της Ουκρανίας» σημειώνει στο «Βήμα».
Η Τοκάριουκ καταγγέλλει ότι οι ρωσικές δυνάμεις στοχοποιούν τους δημοσιογράφους. «Φαίνεται ότι οι Ρώσοι σκόπιμα στοχοποιούν και σκοτώνουν δημοσιογράφους. Τις προηγούμενες εβδομάδες χτυπήθηκαν δημοσιογράφοι, παρότι φορούσαν κράνος, αλεξίσφαιρο και άλλα χαρακτηριστικά διακριτικά. Οι Ρώσοι δεν νοιάζονται για το ποιον σκοτώνουν. Δεν πολεμούν εναντίον του ουκρανικού στρατού, αλλά εναντίον παιδιών, αμάχων και δημοσιογράφων».
Ενας φίλος και συνάδελφός της, όπως μας λέει, απήχθη από τους Ρώσους στη Νότια Ουκρανία. «Τον έβαλαν να κάνει ένα προπαγανδιστικό βίντεο στο οποίο τον ανάγκασαν να πει ότι οι Ρώσοι του έσωσαν τη ζωή και στη συνέχεια τον απελευθέρωσαν». «Είναι εξαιρετικά δύσκολο να είσαι δημοσιογράφος και να καλύπτεις αυτόν τον πόλεμο» προσθέτει.
Δουλειά σε πολύ δύσκολες συνθήκες
«Οι ουκρανοί δημοσιογράφοι εργάζονται σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Δεν κερδίζουν πολλά χρήματα αλλά κάνουν ειλικρινά τη δουλειά τους γιατί το νιώθουν καθήκον τους» επισημαίνει η Τζούλια Ντροζντ. Η ουκρανή δημοσιογράφος εργάζεται για την αμερικανική τηλεόραση και έχει βρεθεί σε επικίνδυνα σημεία για την ανάγκη του ρεπορτάζ. Η Ντροζντ συνεχίζει να εργάζεται στην πόλη από την οποία κατάγεται: το Κίεβο. «Η πόλη μας» περιγράφει με καμάρι «ονομάζεται πόλη-ήρωας για τη μακροχρόνια αντίσταση στους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τώρα επαναλαμβάνει την ιστορία, αλλά σε έναν πόλεμο εναντίον της Ρωσίας». Λόγω της ιδιότητάς της, παραβρέθηκε στο αρχηγείο της Πολιτικής Αμυνας. «Τα ουκρανικά στρατεύματα είναι πιο αποφασισμένα από ποτέ».
Συμβιβασμός και επιβίωση
Η Τοκάριουκ χαρακτηρίζει τον πόλεμο ζήτημα επιβίωσης για την Ουκρανία. «Εάν η Ρωσία καταλάβει και άλλα ουκρανικά εδάφη, μια συμφωνία ειρήνης, η οποία θα είναι ένα είδος συμβιβασμού, δεν πρόκειται να δουλέψει. Γιατί ξέρουμε τι πρόκειται να συμβεί στα κατεχόμενα εδάφη. Ο,τι συνέβη στα κατεχόμενα εδάφη το 2014. Ανθρωποι θα φυλακιστούν σε κρυφές φυλακές, θα βιαστούν, θα σκοτωθούν» τονίζει.
Από την πλευρά της, η Σέλεστ εξετάζει το ζήτημα πιο πολιτικά. «Οι διαπραγματεύσεις» λέει «μπορεί να είναι επιτυχείς όταν και οι δύο χώρες θέλουν να συμβιβαστούν. Η Ρωσία ζητά συνθηκολόγηση, όχι συμβιβασμό». Οσον αφορά την πιθανότητα να θέσει ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έναν πιθανό συμβιβασμό στην κρίση του λαού, είναι ξεκάθαρη. «Το πρόβλημα είναι ότι στην Ουκρανία δεν γίνονται συχνά δημοψηφίσματα. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι πριν από 15 χρόνια που αλλάζαμε το σύνταγμα». Η αυτονομία της Κριμαίας και του Ντονμπάς, που συνιστά ζήτημα εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, «δεν μπορεί να αλλάξει μόνο με δημοψήφισμα».
«Να τελειώσει ο πόλεμος όσο πιο γρήγορα γίνεται»
Η δημοσιογράφος Ιρίνα Ματβιγίσαν εγκατέλειψε το Κίεβο την πρώτη ημέρα της ρωσικής εισβολής και μετέβη στην πόλη Λβιβ. Σύμφωνα με την ίδια, η αντίληψη των Ρώσων ήταν ότι θα καταλάβουν άμεσα κάθε πόλη, «ιδιαίτερα τις ρωσόφωνες περιοχές». «Αλλά» συνεχίζει «οι περισσότεροι Ουκρανοί που μιλούν ρωσικά στην Ουκρανία υποστηρίζουν την Ουκρανία. Οπως στη Μαριούπολη». «Θέλουμε να ζήσουμε μια κανονική ζωή, να πάρουμε πίσω τη ζωή μας και να χτίσουμε ξανά τη χώρα μας. Οι Ουκρανοί θέλουν να τελειώσει ο πόλεμος όσο δυνατόν πιο γρήγορα» τονίζει.
Ο παραλληλισμός με το «Οχι» των Ελλήνων
Η πεποίθηση όλων των συνομιλητών σχετικά με την έκβαση του πολέμου είναι κοινή: Η Ουκρανία θα νικήσει στον πόλεμο. «Οι Ουκρανοί είναι απόλυτα σίγουροι ότι θα κερδίσουν. Το πνεύμα εδώ είναι μοναδικό και απίστευτο. Οι άνθρωποι είναι ενωμένοι όσο ποτέ άλλοτε. Οι πιο σκληροί πολιτικοί αντίπαλοι συνεργάζονται τώρα για να νικήσουν τους Ρώσους» περιγράφει η Ντροζντ.
«Οι καλύτεροι και οι φωτεινότεροι Ουκρανοί δίνουν τη ζωή τους στον πόλεμο που ξεκίνησαν οι Ρώσοι, ο Πούτιν» αναφέρει η Τοκάριουκ. Από την πλευρά της, η Σελέστ παραλληλίζει τον ουκρανικό αγώνα με το «Οχι» των Ελλήνων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Οι Ουκρανοί είναι πολύ αποφασισμένοι γιατί γνωρίζουν γιατί πολεμούν. Το ακούς από στρατιώτες, εθελοντές μέχρι και πολιτικούς. Είναι η γη μας. Οπως οι Ελληνες είπαν “Οχι” στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι και οι Ουκρανοί λένε τώρα ότι δεν θέλουν να είναι με τη Ρωσία. Καταλαβαίνουμε γιατί πολεμούμε». Η έτερη κοινή πεποίθηση των Ουκρανίδων αφορά την ανάγκη ανθρωπιστικής και αμυντικής ενίσχυσης της πατρίδας τους από ευρωπαϊκές και άλλες χώρες. «Βοηθήστε μας να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας» λένε με μια φωνή.