Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα που δημιούργησαν ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ολική ρήξη στις σχέσεις Δύσης – Ρωσίας ανοίγει μια καινούργια θετική προοπτική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και αυτό πιστοποιήθηκε στη συνάντηση/γεύμα του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη. Οι δύο ηγέτες κατέγραψαν ορισμένες σημαντικές συγκλίσεις, χωρίς να εγκαταλείπουν βέβαια τις πάγιες θέσεις τους, τουλάχιστον σε αυτό το χρονικό στάδιο. Δύο ειδικότεροι παράγοντες φαίνεται να συμβάλλουν προς τη νέα θετική προοπτική:
Πρώτον, η διαφαινόμενη συνειδητοποίηση/δίδαγμα ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να συνιστά επιλογή για την αντιμετώπιση προβλημάτων ανάμεσα σε δύο χώρες. Η χώρα που δέχεται έναν επιθετικό πόλεμο θα κάνει το πατριωτικό καθήκον της και θα αντιδράσει με κάθε κόστος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο πόλεμος δεν είναι μια ανείπωτη τραγωδία που δεν επιλύει τελικά κανένα πρόβλημα. Συσσωρεύει νέα. Η ειρηνική επίλυση των διαφορών είτε μέσω της διαπραγμάτευσης είτε της διεθνούς δικαιοσύνης συνιστά τη μόνη αμοιβαία επωφελή επιλογή.
Δεύτερον, η αποκατάσταση της Δύσης ως ενότητας επιβάλλει την εξομάλυνση των οποιωνδήποτε εσωτερικών αντιθέσεών της που υπονομεύουν τη συνοχή και την αποτελεσματικότητά της. Οι σύμμαχοι θα πρέπει να συμπεριφέρονται ως σύμμαχοι. Και είναι σημαντικό ότι Μητσοτάκης και Ερντογάν μίλησαν με αυτή τη γλώσσα, όπως είπε ο έλληνας πρωθυπουργός. Και η ενότητα της Δύσης «απαιτεί» από την Τουρκία την πλήρη, ολική επανένταξη στους θεσμούς της (π.χ. ΝΑΤΟ), έστω και με κάποια περιθώρια αυτονομίας επιλογών και συμπεριφοράς (για έναν περιφερειακό ρόλο, κ.λπ.). Η ίδια λογική περίπου ισχύει και για τη σχέση Ευρωπαϊκής Ενωσης – Τουρκίας.
Ωστόσο το ερώτημα είναι μετά το πρώτο θετικό βήμα που έγινε, θα μπορέσουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σε βάθος χρόνου να αποκατασταθούν πλήρως σε συνεργατικό εταιρικό επίπεδο με την επίλυση των προβλημάτων; Η απάντηση είναι ότι μπορούν και πρέπει να αποκατασταθούν, όσο δύσκολο κι αν είναι. Τα μέγιστα εξαρτώνται από την Τουρκία και τις εξωφρενικές της θέσεις σε ορισμένα ζητήματα. Αλλά αυτό λέει και η Ιστορία.
«Αι σχέσεις μας με την Τουρκίαν είναι σχέσεις δύο κρατών συνδεομένων διά στενής και ειλικρινούς φιλίας. Δεν μας χωρίζει πλέον τίποτε. Τα κατάστιχα των εκκρεμοτήτων και των πιστοχρεώσεων πέντε αιώνων έκλεισαν οριστικώς». Αυτή ήταν η κατάσταση στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας πριν από 86 χρόνια, το 1936, σύμφωνα τουλάχιστον με τα όσα έγραφε ο διακεκριμένος δημοσιογράφος της εποχής Κ. Π. Τσιμπιδάρος (βλέπε «Ηρως Τραγωδίας», 29 Ιουλίου 1936, άρθρο στα «ΝΕΑ». Περιλαμβάνεται στον τόμο «1922, Πώς Χάσαμε τη Σμύρνη»). Σήμερα, 86 χρόνια μετά, θεωρούμε ότι έχουμε επιστρέψει περίπου στο 1830! Η Τουρκία κατά μια ανάγνωση επιχειρεί αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης και του καθεστώτος του Αιγαίου «ως πρώτο βήμα για την ανάκτηση» (Ι. Κ. Πρετεντέρης «Φωτιά στο Αιγαίο», «Το Βήμα», 20 Φεβρουαρίου, 2022). Τα «κατάστιχα όλων των εκκρεμοτήτων» που το 1936 πιστέψαμε ότι έκλεισαν οριστικά, άνοιξαν ξανά. Η ευθύνη και το ανάθεμα βέβαια ανήκουν στην Τουρκία που από ειρηνική δύναμη τότε έγινε επεκτατική, αναθεωρητική, νεο-αυτοκρατορική με δόγματα όπως η «Γαλάζια Πατρίδα», «γκρίζες ζώνες», κ.λπ.
Αλλά και η δική μας πλευρά φέρει μερίδιο ευθύνης για την κατάρρευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. «Εθνικό το αληθινό» που λέγει ο εθνικός ποιητής (Δ. Σολωμός). Και η αλήθεια είναι ότι σε τέσσερα τουλάχιστον πεδία διαπράξαμε λάθη ή παραλείψεις ή σχεδιασμένα παρορμητικά που αμέσως ή εμμέσως «υποβοήθησαν» την εσωτερική επεκτατική δυναμική στην Τουρκία. Ειδικότερα:
Πρώτον, Κυπριακό. Ο τρόπος που χειριστήκαμε το μείζον αυτό ζήτημα (Αθήνα και Λευκωσία) βρίσκεται στην αφετηρία (1954) της κατάρρευσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το τέλος της ελληνοτουρκικής φιλίας που εγκαθίδρυσαν από το 1930 οι Ελ. Βενιζέλος, Κ. Ατατούρκ, Ι. Ινονού. Το επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, τρεις κορυφαίοι έλληνες διπλωμάτες που χειρίστηκαν σε διάφορες φάσεις το Κυπριακό: Μ. Αλεξανδράκης, Β. Θεοδωρόπουλος, Ε. Λαγάκος στο βιβλίο τους «Το Κυπριακό 1950-1974, Μια Ενδοσκόπηση» (Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική 1987). Και δυστυχώς το Κυπριακό παραμένει άλυτο και προσθέτει στο αδιέξοδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Δεύτερον, Μαξιμαλισμός. Μπροστά σε εξωφρενικές τουρκικές θέσεις και έωλες αξιώσεις, η Ελλάδα πρόβαλε και προβάλλει θέσεις που στηρίζονται εν πολλοίς στο διεθνές δίκαιο και στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS-1982). Δεν απέφυγε ωστόσο το «μηδέν άγαν», ορισμένους μαξιμαλισμούς δηλαδή σε θέσεις και επιχειρήματα, κυρίως σε ό,τι αφορά την ανάγνωση της UNCLOS (π.χ. έκταση χωρικών υδάτων, επήρεια ορισμένων μικρών νησιών, κ.λπ.). Σε συνδυασμό με τη θέση για μία μόνο τουρκική διαφορά ο μαξιμαλισμός εμποδίζει την επίτευξη λύσεων ενώ τροφοδοτεί και τον τουρκικό επεκτατισμό.
Τρίτον, Αποκλεισμός – περικύκλωση. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, την τελευταία περίπου δεκαετία ακολουθήσαμε μια πολιτική στην Αν. Μεσόγειο με άξονα τις τριμερείς συμπράξεις, τον αγωγό EastMed, την επιδίωξη ενοποίησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ Ελλάδας – Κύπρου, κ.λπ. Η πολιτική αυτή (αν και χωρίς να προσφέρει κάτι στέρεο και ουσιαστικό για την Ελλάδα) ερμηνεύτηκε (ή παρερμηνεύτηκε) από την Αγκυρα ως σχέδιο για τον αποκλεισμό της από τη Μεσόγειο και περικύκλωσή της από «εχθρικές δυνάμεις». Τροφοδότησε δηλαδή το (παρανοϊκό) τουρκικό σύνδρομο της φοβίας, της ανασφάλειας, της διάλυσης (Σύνδρομο Σεβρών) από το οποίο πάσχει. Η Τουρκία αντέδρασε με διάφορους τρόπους (παράνομο Τουρκο-Λιβυκό μνημόνιο οριοθέτησης, κ.λπ.) και βεβαίως τα θεωρήματα περί «Γαλάζιας Πατρίδας», κ.λπ. Η κατάσταση βέβαια στην Αν. Μεσόγειο έχει αλλάξει τελευταία, αλλά οι αντιλήψεις παραμένουν.
Τέταρτον, Παραλείψεις. Υπήρξαν παραλείψεις από πλευράς Ελλάδας και Κύπρου για την επίλυση προβλημάτων στις σχέσεις με την Τουρκία, κάτω από την εσφαλμένη εκτίμηση ότι ο χρόνος εργάζεται υπέρ ημών. Ετσι χάσαμε ευκαιρίες. Στο Κυπριακό τουλάχιστον δύο φορές, 2004 (απόρριψη Σχεδίου Αναν) και 2017 (διαπραγματεύσεις Κραν Μοντανά). Στα Ελληνοτουρκικά το 2004 με βάση τις ρυθμίσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι (1999) όταν η φοβία μας να παραπέμψουμε κάποια θέματα στο Διεθνές Δικαστήριο μας οδήγησε στην εγκατάλειψη συνολικά του «Ελσίνκι». Μείζον λάθος. Η μη επίλυση των προβλημάτων επιβάρυνε την agenda από πλευράς Τουρκίας εις βάρος μας.
Και βέβαια μαζί με τα παραπάνω δεν αξιοποιήσαμε πάντοτε, Ελλάδα και Κύπρος, ευρηματικά τον ρόλο μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση για την επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία. Και αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό περιφερειακό και γεωπολιτικό περιβάλλον που, αν όχι τίποτα άλλο, απαιτεί ένα paradigm shift στα Ελληνοτουρκικά από πλευράς μας.
Τα παραπάνω δεν ελαχιστοποιούν καθόλου τις προπατορικές ευθύνες της Τουρκίας. Αλλά το σημαντικό είναι ότι άνοιξαν μια νέα θετική προοπτική…
Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Τελευταίο του βιβλίο: «Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης» (Θεμέλιο).