Ο αποκαλούμενος «Διάδρομος του Σουβάλκι», που εκτείνεται κατά μήκος των συνόρων της Πολωνίας και της Λιθουανίας, αποτελεί τη μοναδική χερσαία σύνδεση ανάμεσα στις χώρες της Βαλτικής με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η λωρίδα γης – μήκους 65 χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή και περίπου 110 ακολουθώντας τη χάραξη των συνόρων – έχει ζωτική σημασία και για τη Μόσχα, καθώς συνδέει νοητά τη Λευκορωσία (μια από τις πιο στενές της συμμάχους, που φιλοξενεί σήμερα περίπου 30.000 ρώσους στρατιώτες) με τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ, στη Βαλτική Θάλασσα.
Αυτός είναι και ο λόγος που αρκετοί – ανάμεσά τους και ο πρόεδρος της Λιθουανίας, Γκιτάνας Ναουσέντα, ο οποίος έθεσε το θέμα στη Σύνοδο Κορυφής της προηγούμενης εβδομάδας – τον χαρακτηρίζουν ως «αχίλλειο πτέρνα» της Ευρώπης, όπως αναφέρει σε εκτενές ρεπορτάζ της η «El Pais».
Ζητούν δε να υπάρξει συγκεκριμένο σχέδιο για την υπεράσπισή του σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση από τη Ρωσία. «ΤΟ ΝΑΤΟ πρέπει να προετοιμαστεί για να υπερασπιστεί το πιο αδύνατο σημείο του», έγραφε σχετικά και το «Foreign Policy» στις αρχές Μαρτίου.
Παρά το ότι η συντριπτική πλειονότητα θεωρεί εξαιρετικά δύσκολο το Κρεμλίνο να αποτολμήσει μια επίθεση εναντίον κρατών-μελών της Συμμαχίας, από στρατιωτικής άποψης ο συγκεκριμένος «Διάδρομος» θα αποτελούσε, σε μια τέτοια περίπτωση, έναν από τους πιο πιθανούς πρώτους στόχους.
Κι αυτό διότι η κατάληψή του, θα διασφάλιζε την απόλυτη απομόνωση της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας, καθιστώντας τις πιο εύκολη «λεία».
Αναγκαία η μόνιμη παρουσία ισχυρών δυνάμεων
Ετσι, σύμφωνα με τον Ναουσέντα, απαιτούνται «περισσότερα στρατόπεδα εκπαίδευσης, περισσότερες υποδομές για τη φιλοξενία μεγαλύτερου αριθμού στρατευμάτων και, κυρίως, εξοπλισμούς με πρώτο στόχο τη δημιουργία μιας «ομπρέλας αεράμυνας»».
Η αιτία, όπως σημειώνουν οι ειδικοί επί των στρατιωτικών θεμάτων, είναι ότι ένας πιθανός βομβαρδισμός θα μπορούσε να αχρηστεύσει σχετικά εύκολα και γρήγορα τους δύο αυτοκινητόδρομους και τη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν την Πολωνία και τη Λιθουανία, δυσκολεύοντας και καθυστερώντας την αποστολή ενισχύσεων.
Κι αυτό με τη σειρά του, όπως λένε, καθιστά αναγκαία τη μόνιμη παρουσία εκεί ισχυρών δυνάμεων, τόσο από τις δύο χώρες όσο και από τους υπόλοιπους εταίρους του ΝΑΤΟ.
Μόνο που κάτι τέτοιο, στο φόντο και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, συνεπάγεται την αναθεώρηση των υπαρχόντων σχεδιασμών.
Πολύ περισσότερο καθώς, όπως εκτιμούσε τον Ιούλιο του 2018 έκθεση του Κέντρου Αναλύσεων για την Ευρωπαϊκή Πολιτική (Center for European Policy Analysis – CEPA), «ο Διάδρομος του Σουβάλκι είναι το σημείο στο οποίο συναντώνται οι πολλές αδυναμίες στη στρατηγική του ΝΑΤΟ και η επίδειξη ισχύος».
Το βασικό πρόβλημα, σύμφωνα με το CEPA, δεν έγκειται στην κινητοποίηση του ΝΑΤΟ, καθώς η ενεργοποίηση του άρθρου 5 θεωρείται δεδομένη σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης στο συγκεκριμένο σημείο.
Εχει να κάνει, πάνω από όλα, με τις «αρκετές προϋποθέσεις» που υπάρχουν: Πόσο γρήγορα θα κινηθούν τα στρατεύματα της Συμμαχίας, πόσο έγκαιρα θα έχουν ειδοποιήσει οι υπηρεσίες πληροφοριών για την επικείμενη επίθεση, πόσο θα έχουν προωθηθεί τα ρωσικά στρατεύματα (που σήμερα έχουν υπεροπλία στην περιοχή) προτού ξεκινήσουν οι συνομιλίες για εκεχειρία και ειρήνη.
Γιατί, όμως, έχει ο θύλακας του Καλίνινγκραντ τόσο μεγάλη σημασία για τη Μόσχα;
Σημειώνεται πως πρόκειται για μια περιοχή με έκταση μικρότερη των 225 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στην οποία κατοικούν λιγότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι (οι μισοί στην ομώνυμη πόλη).
Αν και παραδοσιακά ανήκε στην Πρωσία και στη συνέχεια στη Γερμανία (ονομαζόταν Κένινγκσμπεργκ), με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου προσαρτήθηκε στην ΕΣΣΔ, με την ύπαρξή του να μη συνιστά σοβαρό πρόβλημα για τη Δύση, μιας και οι τρεις χώρες της Βαλτικής ήταν σοβιετικές δημοκρατίες, ενώ η Πολωνία ήταν μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Μετά την κατάρρευσή της, όμως, η Ρωσία απαίτησε να την «κληρονομήσει» και να διατηρήσει την κυριαρχία. Δικαίως, καθώς το Καλίνινγκραντ βρίσκεται σε καίρια θέση, διασφαλίζοντάς της τον έλεγχο μεγάλου τμήματος της Βαλτικής, μέσω του ρωσικού στόλου, των αεροπορικών βάσεων και των πυραυλικών συστημάτων (συμπεριλαμβανομένων όσων μπορούν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές) που είναι εγκατεστημένα εκεί.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η πόλη αποτέλεσε ουσιαστικά προκεχωρημένο φρούριο όλων των αυτοκρατοριών στις οποίες κατά καιρούς ανήκε.
Αυτό, όμως, άλλαξε τα δεδομένα, καθώς το Καλίνινγκραντ αντιμετωπίζεται – και, σε μεγάλο βαθμό, είναι – ένα μαχαίρι στα πλευρά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, το οποίο ο Βλαντίμιρ Πούτιν μπορεί να στρέψει όποτε θελήσει.
Αν και η αλήθεια είναι πως μετά την εμπειρία της Ουκρανίας, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποδειχθεί μπούμερανγκ γι’ αυτόν, οδηγώντας στην απώλεια του συγκεκριμένου θύλακα – κάνοντας, ταυτόχρονα, πιο μεγάλη την απειλή μιας πυρηνικής σύγκρουσης.
Ισως δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώην διοικητής του στρατού ξηράς της Πολωνίας, στρατηγός Βάλντεμαρ Σκρίπτσακ, έθεσε θέμα επιστροφής του Καλίνινγκραντ στην Πολωνία, με το επιχείρημα ότι «τελεί υπό ρωσική κατοχή από το 1945», ενώ αποτελούσε ιστορικά τμήμα του εδάφους της – για να προκαλέσει την ειρωνική απάντηση της εκπροσώπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα.
Μάλιστα, υπέρ της θέσης που διατύπωσε ο Πολωνός αξιωματούχος τάχθηκε και ο Ολέξι Ντανίλοφ, γραμματέας του συμβουλίου εθνικής ασφαλείας της Ουκρανίας.