Στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης της συνεργασίας εντός των δυτικών δυνάμεων, ξεχωρίζει και η προσπάθεια να υπάρξει συνεργασία για την απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Σε αυτό κατατείνει και η ανακοίνωση, στις 25 Μαρτίου της συγκρότησης μιας κοινής Task Force από την αμερικανική Προεδρία και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με αντικείμενο την ενεργειακή ασφάλεια της Ουκρανίας και της Ευρώπης ενόψει του επόμενου χειμώνα, με δύο βασικούς στόχους: διαφοροποίηση της προμήθειας υγροποιημένου φυσικού αερίου και τη μείωση της ζήτησης για φυσικό αέριο.
Κοντολογίς, να μπορέσει η Ευρώπη να προμηθευτεί ακόμη περισσότερο αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο και να μειώσει τις εισαγωγές φυσικού αερίου μέσω αγωγών που κάνει από τη Ρωσία.
Η κοινή ανακοίνωση Λευκού Οίκου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρεται στην εξασφάλιση επιπλέον 15 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου μέσα στο 2022, στην συνεργασία για την κατασκευή νέων υποδομών υποδοχής φυσικού αερίου με όρους που να μειώνουν την παραγωγή αερίων που προκαλούν την κλιματική αλλαγή και κυρίως στη εγγύηση ότι η ΕΕ θα διατηρήσει τουλάχιστον μέχρι το 2030 μια ετήσια ζήτηση επιπλέον 50 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Ταυτόχρονα, στο βαθμό που και οι δύο πλευρές υποτίθεται ότι σε «Πράσινη Μετάβαση», η κοινή ανακοίνωση βάζει και στόχους για μείωση της συνολικής ζήτησης για φυσικό αέριο, σύμφωνα και το σχέδιο της ΕΕ (REPowerEU) που θέτει στόχους μείωσης της ζήτησης για φυσικό αέριο κατά 15,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου φέτος μέσα από εξοικονόμηση στα σπίτια και 20 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα μέσα από την επιτάχυνση της ανάπτυξης ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών, στο πλαίσιο του στόχου της ΕΕ για εξοικονόμηση 170 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου μέχρι το 2030.
Η πραγματική εξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσια
Με βάση τα δεδομένα του 2021, η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει το 45,5% των αναγκών σε φυσικό αέριο από τη Ρωσία, το 4.8% από το Κατάρ, το 6,6% από τις ΗΠΑ, το 12,6% από την Αλγερία και το 23,6% από τη Νορβηγία, με το υπόλοιπο 7,1% να είναι από άλλες πηγές. Για να καταλάβουμε τη διαφορά μεγέθους ανάμεσα στις εισαγωγές από τη Ρωσία και αυτές από τις ΗΠΑ, το 2021 η ΕΕ εισήγαγε συνολικά 155 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου από τη Ρωσία, ενώ από τις ΗΠΑ ήρθα συνολικά 22 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Φέτος η ποσότητα φυσικού αερίου –σε μορφή LNG – που θα έρθει στην Ευρώπη από τις ΗΠΑ αναμένεται να είναι μεγαλύτερη καθώς το πρώτο τρίμηνο ήρθαν ήδη 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, με τις συνολικές εξαγωγές να έχουν διπλασιαστεί. Ωστόσο ακόμη και έτσι δεν φαίνεται να μπορούν εύκολα σε βραχύ χρόνο οι αμερικανικές εξαγωγές να καλύψουν το κενό που θα άφηνε μια «βίαιη» ενεργειακή απεξάρτηση.
Οι δυσκολίες της ενεργειακής διαφοροποίησης
Σε αντίθεση με το πετρέλαιο που μεταφέρεται μέσω αγωγών στη βάση μακροχρόνιων συμβολαίων, το μεγαλύτερο μέρος του των συμβολαίων αμερικανικού LNG δεν συνδέονται με κάποιον προορισμό. Εάν υπάρχει ζήτηση από την Ευρώπη και οι τιμές διατηρούνται σε επαρκώς υψηλά επίπεδα, όντως μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ένα μέρος της αμερικανικής παραγωγής θα κατευθύνεται στην Ευρώπη, αντί για άλλους προορισμούς, στους οποίους θα μπορούν να καταλήξουν τα 15 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα υγροποιημένου φυσικού αερίου που αυτή τη στιγμή η Ευρώπη εισάγει από τη Ρωσία.
Όμως, το ερώτημα είναι και εάν η ΕΕ έχει σήμερα τις υποδομές για να διαχειριστεί αυτές τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου. Το πρόβλημα είναι οι περισσότερες υποδομές επανεριοποίησης φυσικού αερίου στην Ευρώπη βρίσκονται στη Νότια Ευρώπη και απουσιάζουν από τη Γερμανία ή την Ανατολική Ευρώπη. Η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να επανεριοποιήσει αυτή στιγμή 170 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα LNG όπως το πλεονάζον δυναμικό βρίσκεται κυρίως στην Ιβηρική Χερσόνησο και δεν υπάρχουν επαρκείς αγωγοί για να μεταφερθεί από εκεί προς τα βόρεια.
Ωστόσο, ακόμη και με τη λύση της ενοικίασης πλοίων που λειτουργούν ως πλατφόρμες επανεριοποίησης, που έχει προτείνει η Γερμανία, που διαπραγματεύεται την εξασφάλιση τριών τέτοιων σκαφών δυναμικού συνολικά 27 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου ετησίως, πάλι θα χρειαστούν και άλλες εγκαταστάσεις που έχουν σημαντικό κόστος και απαιτούν σημαντική επένδυση, που με τη σειρά της για αποσβεσθεί θα πρέπει συνεχιστεί η χρήση φυσικού αερίου.
Η δυσκολία της ταυτόχρονης επένδυσης στο φυσικό αέριο και της απεξάρτησης από αυτό
Η κατάσταση αναδεικνύει μια χαρακτηριστικά αντίφαση της ευρωπαϊκής (αλλά και παγκόσμιας) ενεργειακής πολιτικής
Από τη μια, οι ευρωπαϊκές χώρες κάνουν μια ολοένα και μεγαλύτερη στροφή στο φυσικό αέριο, που ναι μεν συμβάλλει στη κλιματική αλλαγή, όμως το κάνει σε μικρότερη κλίμακα σε σχέση με τον γαιάνθρακα ή τον λιγνίτη. Το φυσικό αέριο αντιμετωπίζεται ως το κρίσιμο «καύσιμο τα μετάβασης». Αυτό εξηγεί και την αυξημένη ζήτηση για φυσικό αέριο παγκοσμίως.
Από την άλλη, η προσπάθεια να μειωθούν και προοπτικά να εκμηδενιστούν οι εκπομπές αερίων που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή, σημαίνει και ταχεία απεξάρτηση και από το φυσικό αέριο, δηλαδή γενναία προσπάθεια για μείωση της χρήσης του.
Αυτό διαμορφώνει μια αντιφατική συνθήκη: από τη μια, μια μεγάλη ζήτηση για φυσικό αέριο, που αντιμετωπίζεται ως το άμεσο υποκατάστατο του άνθρακα, που εξηγεί γιατί οι χώρες που παράγουν προσπαθούν να αυξήσουν την παραγωγή και τις εξαγωγές τους, γιατί γνωρίζουν ότι τα επόμενα χρόνια και μέχρι να αρχίσει και η ριζική μείωση της χρήσης φυσικού αερίου, θα έχουν τη δυνατότητα μεγάλων εσόδων. Από την άλλη, οι επενδύσεις στις υποδομές που διευκολύνουν τη μεταφορά αυτής της αυξανόμενης παραγωγής φυσικού αερίου, από τους αγωγούς μέχρι τους σταθμούς επανεριοποίησης σταθμίζονται ακριβώς στη βάση του περιορισμένου χρονικού ορίζοντα της χρήσης του φυσικού αερίου.
Ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς επειδή η ΕΕ υποτίθεται ότι έχει δεσμευτεί σε μια αρκετά αυστηρή «Πράσινη Μετάβαση», θα υπάρξουν αρκετές αντιδράσεις στην προοπτική να γίνουν μεγάλα έργα και εγκαταστάσεις που αφορούν τη χρήση ορυκτών καυσίμων, ιδίως από τη στιγμή που ούτως ή άλλως στόχος είναι η απεξάρτηση και από το φυσικό αέριο.
Η ίδια αντίφαση υπάρχει και στην αμερικανική πλευρά. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει εγκρίνει αρκετά επενδυτικά σχέδια για την υγροποίηση και εξαγωγή φυσικού αερίου, με συνολικό δυναμικό 206 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως.
Όμως, αυτές οι εγκαταστάσεις κοστίζουν δισεκατομμύρια δολάρια και χρειάζονται χρόνια για να κατασκευαστούν και όσοι σχεδιάζουν τέτοιες επενδύσεις ζητούν συμβόλαια με τους αγοραστές τους, διάρκειας τουλάχιστον 20 ετών, διαφορετικά τα σχέδια είναι μη βιώσιμα. Ο στόχος της εξασφαλισμένης ζήτησης 50 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων ετησίως από την ΕΕ, είναι σαφές ότι τέθηκε για να καθησυχαστούν τέτοιοι επενδυτές, όμως το πρόβλημα παραμένει, καθώς και οι ΗΠΑ έχουν βάλει στόχο να σταματήσουν να χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα, συμπεριλαμβανομένου του υγροποιημένου φυσικού αερίου.