Διότι το «έτυμον» δεν είναι μόνο η αναζήτηση της αλήθειας των λέξεων (Πλάτωνας), αλλά και η απόκρυψή της.
Γι’ αυτό πίσω από τις λέξεις «Βίτσι» ή «Γράμμος» – που δεν χαράχτηκαν ποτέ γύρω από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη -, κρύβεται ο ιδεολογικός διχασμός με άλλα πλέον μέσα και άλλη ιδεολογία, παρά την αναγνώριση του Εμφυλίου το 1989.
Εξ ου και η έκκληση του Τάσου Σακελλαρόπουλου, υπεύθυνου των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη σε προχθεσινό άρθρο του στα »Νέα», για ό,τι «οφείλουμε» ακόμη σ’ αυτό το μνημείο, αφορά στην εγχάραξη επιτέλους των ονομάτων των τόπων που πολέμησαν οι Έλληνες με τους Έλληνες.
Και είναι φυσικό ο ιστορικός να απευθύνεται πρωτίστως στην ευαισθησία της Προέδρου της Δημοκρατίας.
Γνωρίζει καλά η Κατερίνα Σακελλαροπούλου ότι σε μία άλλη, λιγότερο γνωστή μάχη – στα Μεγάλα Βραγγιανά – οι μαχητές από τις δύο πλευρές της Ελλάδας, βρέθηκαν, λόγω μιας χιονοθύελας, συμφιλιωμένοι έστω και για εκείνη τη μία βραδιά που κοιμήθηκαν στο ίδιο αντίσκηνο.
Έκκληση είχα απευθύνει κι εγώ πρόσφατα στις δημοτικές αρχές της ιδιαίτερης πατρίδας μου για τον βουβό διχασμό μεταξύ εκείνων των λίγων που θέλουν το νησί, νησί – και όχι ξέφραγο Λας Βέγκας – και των άλλων που μόνο το κέρδος υπολογίζουν με τις ευλογίες, τις σκόπιμες παραλήψεις ή την προτροπή του κρατικού μηχανισμού, πλην της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού που, προς τιμήν της, «σώζει» διαχρονικά το νησί.
Αλλά τέτοιο μνημείο του «Άγνωστου Επιχειρηματία» δεν έχει ακόμα εγερθεί στη Μύκονο των «μίλιονερ» και των «μπίλιονερ».
Ίσως γιατί όλοι εκεί είναι μεταξύ τους γνωστοί, ή γιατί η επιχειρηματική συμφιλίωση τιμάται σε άλλου είδους «μνημεία», που εγείρονται νύχτα, «από το παράθυρο».
Κάνω έκκληση λοιπόν, υπέρ της Μυκόνου που αγάπησαν οι ποιητές, ως Έλληνας και όχι ακόμα ως Ουκρανός.