Mικροί, παίζαμε πόλεμο. Πολύ πόλεμο, σε όλες τις δυνατές εκδοχές του και με μεγάλη γκάμα ως προς την ευρηματικότητα.
Με σπαθιά, με όπλα, με στρατιωτάκια, με συναρμολογούμενα μαχητικά αεροπλάνα. Ανεξάρτητα από το τι συστήνουν οι παιδοψυχολόγοι – δεν έχω καμία επάρκεια να τους αμφισβητήσω – κρίνοντας από την προσωπική μου πείρα και μόνο, δεν πάθαμε και τίποτα. Εννοώ πως δεν γίναμε ούτε πολεμοχαρείς ούτε το γυρίσαμε στα αληθινά μεγαλώνοντας και κυρίως δεν θεωρήσαμε τον πόλεμο κάτι φυσιολογικό, δεν τον δικαιολογήσαμε ποτέ ως ενήλικοι.
Μεγαλώνοντας, όταν σταματήσαμε να παίζουμε πόλεμο, αρχίσαμε να μιλάμε για πόλεμο. Δεν είναι λίγες οι φορές μέχρι τώρα που οι εστίες έντασης έδιναν πολέμους στις δικές μας γενιές, έστω και κάπου μακριά – αν εξαιρέσεις την Κύπρο και τη Γιουγκοσλαβία.
Τα ρήματα «παίζω», «σχολιάζω», «μιλάω» όταν προηγούνται του πολέμου είναι πολυτελείς θέσεις, σκέτες αναφορές της γλώσσας, για να συνεννοούμαστε. Η λέξη «πόλεμος» μόνη της, γυμνή, είναι κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό. Ο αληθινός πόλεμος είναι άρρητος, δεν υπάρχει καμία λέξη να τον περιγράψει, να τον αποτυπώσει, να αποδώσει τις ακριβείς αναλογίες του με τη φρίκη. Αλλά κάποια λέξη έπρεπε να βρούμε.
Δεν ξέρω αν καταλαβαίνουμε ακριβώς το σκοτάδι όσων διαβάζουμε ως ειδησεογραφία. Αν το καταλαβαίναμε θα ήμαστε σίγουρα πιο μαζεμένοι στις κορόνες και στους κυνισμούς μας. Θα λέγαμε σίγουρα λιγότερα, θα ντρεπόμασταν να αναπτύξουμε σε αυτό το πεδίο το αγαπημένο μας παιχνίδι της επιβολής της δικής μας πραγματικότητας. Θα καταπίναμε τις σιγουριές μας και θα προσπαθούσαμε να μπούμε λίγο στο έρεβος της καμένης σάρκας, της μυρωδιάς του αίματος και της τελεσίδικης απόγνωσης που κάθεται πάνω σε ψυχές για πάντα. Εχουμε πει τόσο πολλά κινούμενοι σε μια περίμετρο ασφάλειας. Αν αφουγκραστούμε πραγματικά τις διηγήσεις όσων γύρισαν από κάποιον πόλεμο θα καταλάβουμε πως στην ουσία δεν γύρισαν. Εμειναν εκεί. Δεν ξέρω πώς γυρνάς.
Βέβαια είμαστε ένα ζώο που έχει από τη γέννησή του σχεδόν την πληροφορία της θνητότητας, δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα που γνωρίζει πως κάποτε θα πεθάνει. Αυτή η πληροφορία μας έχει δημιουργήσει, αν όχι εξοικείωση, σίγουρα αποδοχή. Και αυτή η αποδοχή όταν κακοφορμίζει μετατρέπεται από αιώνιο σκοτάδι σε απλή πληροφορία, ανάμεσα σε τόσες. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, σκοτώνονται με διάφορους τρόπους και μέσα μας γράφονται ως αριθμοί. Οι ζωντανοί μένουν πίσω για να κάνουν αναλύσεις ή να γράψουν και κανένα βιβλίο ή κανένα τραγούδι. Και σίγουρα για να ζήσουν το υπόλοιπό τους.
Αλλά μην πάμε τόσο μακριά, στις Ουκρανίες, στα Ιράκ και στις Συρίες. Περνώντας με το αυτοκίνητο έξω από τον Αγιο Σάββα, πηγαίνοντας για ποτό, ρίχνεις μια ματιά στην είσοδο του νοσοκομείου και το αδιανόητο της ζωής αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια σου. Αυτά τα δύο βέβαια διαχωρίζονται από την ανθρώπινη επιλογή – κάτι που δεν υπάρχει στην αρρώστια όπως στον πόλεμο -, όμως το προσπέρασμά μας είναι το ίδιο.
Οσο μπορεί ο καθένας μας, για όσα λεπτά διαθέτει μέσα στην ημέρα, ας προσπαθήσουμε για λίγο να μην προσπεράσουμε. Ας προσπαθήσουμε νοερά να αλλάξουμε σώματα με αυτούς τους ανθρώπους. Τότε θα λέμε σίγουρα λιγότερα.