Οσοι Ελληνες έχουν γεννηθεί από το 1950 και μετά δεν έχουν ζήσει πόλεμο. Τον πληροφορούνται από τα μέσα ενημέρωσης, βλέπουν εικόνες από την τηλεόραση και τις κινηματογραφικές ταινίες καθισμένοι αναπαυτικά στον καναπέ, μασουλώντας ποπκόρν και διακόπτοντας τις μάχες όταν έλθει η ώρα του ποδοσφαίρου ή του σίριαλ της προτίμησής τους. Δεν έχουν εμπειρία πολέμου. Αρα στην πραγματικότητα δεν ξέρουν.
Εγώ, που γεννήθηκα το 1930, ξέρω. Ακόμα ηχούν στα αφτιά μου οι σειρήνες, που μας ξύπνησαν την 28η Οκτωβρίου 1940 αναγγέλλοντάς μας πως οι Ιταλοί εισέβαλαν στα σύνορά μας με την Αλβανία και έχουμε πόλεμο. Καθώς, όπως και οι Ουκρανοί σήμερα, αρνηθήκαμε να παραδοθούμε στον εισβολέα. Με το Οχι στον ιταλό πρέσβη ο δικτάτορας Μεταξάς αναδείχθηκε σε εθνικό ηγέτη, όπως ο Ζελένσκι στην Ουκρανία. Ολοι συντάχθηκαν στο πλευρό του, ακόμα και ο ηγέτης του ΚΚΕ Ζαχαριάδης.
Στη Σύρο, όπου κατοικούσαμε τότε, μαθαίναμε από το ραδιόφωνο για τις επικές νίκες του στρατού μας, αλλά και για τα κρυοπαγήματα που πάθαιναν οι στρατιώτες μας πάνω στα παγωμένα βουνά της Αλβανίας. Για κάθε νίκη του στρατού μας ηχούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες, αλλά άρχισαν και οι πρώτες ελλείψεις συνοδευόμενες από άνοδο των τιμών. Ακολούθησε η γερμανική επίθεση στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Παρά τη σθεναρή αντίσταση στη γραμμή Μεταξά δεν μπόρεσε ο στρατός μας να αποτρέψει την εισβολή των γερμανικών τανκς.
Και έτσι μέσα σε λίγες μέρες η ηπειρωτική Ελλάδα βρέθηκε υπό γερμανοϊταλική κατοχή.
Η Σύρος αρνήθηκε να παραδοθεί στους εισβολείς. Στο νησί έδρευε τότε η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, που επέλεξαν να αντισταθούν. Ετσι άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες και να τρέχουμε κάθε τόσο στα πρόχειρα καταφύγια για τον φόβο βομβαρδισμού.
Και τότε ένα πρωινό μετά τις σειρήνες ακολούθησαν βόμβες. Τα γερμανικά βομβαρδιστικά πέταξαν πάνω από το νησί απαιτώντας παράδοσή του. Την άρνηση της Σχολής Εφέδρων ακολούθησε και ο πρώτος βομβαρδισμός της πρωτεύουσας Ερμούπολης. Η οικογένειά μας κουλουριασμένη κάτω από μια μαρμαρένια σκάλα άκουγε τον ανατριχιαστικό ήχο των βομβών καθώς έπεφταν και τις εκρήξεις τους. Στόχος το κέντρο της πόλεως, ευτυχώς μακριά από εμάς. Τον χαρακτηριστικό ήχο των βομβών σαν κουδούνισμα καθώς έπεφταν δεν μπορώ να τον ξεχάσω. Ανατριχιάζω πάντα στην ανάμνησή του. Ακολούθησε η εκκένωση της πόλεως, μετά από εντολή του νομάρχη, καθώς από την πρώτη μέρα υπήρξαν δεκάδες τα θύματα των αμάχων από τους βομβαρδισμούς. Η οικογένειά μου έζησε τότε αυτό που βλέπετε με τους αμάχους Ουκρανούς σήμερα. Καραβάνια γυναικόπαιδων και γερόντων με μια τσάντα στο χέρι μέσα σε απόλυτο σκοτάδι εγκαταλείψαμε την Ερμούπολη και περπατώντας δύο ώρες φθάσαμε στο χωριό Μάνα όπου στεγαστήκαμε στην εκεί εκκλησία.
Ο εφιάλτης του πολέμου είχε πλήξει ολοκληρωτικά το νησί μας.
Η αντίσταση των εφέδρων, που μάταια πολυβολούσαν τα γερμανικά βομβαρδιστικά, κράτησε μόνο δύο μέρες. Εγκατέλειψαν το νησί με προορισμό την Κρήτη και έτσι άοπλη πια η Σύρος παραδόθηκε στον ιταλικό στόλο, που με πολυάριθμα πολεμικά πλοία κατέπλευσε στο ασφαλές λιμάνι του νησιού. Και έτσι ξεκίνησε η επόμενη φάση του πολέμου, η φρικτή γερμανοϊταλική κατοχή που κράτησε τέσσερα σχεδόν χρόνια.
Μια εφιαλτική περίοδος, που πέρα από τον φόβο του δυνάστη κατακτητή κυριαρχήθηκε από τις τεράστιες ελλείψεις με πείνα, θανάτους και συνεχή φόβο.