Μια παράσταση διαφορετική από τις άλλες, με αντικείμενο μια πραγματική δίκη, τη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα (1834), παρουσιάζεται με τρόπο διαφορετικό: τους ρόλους δεν ερμηνεύουν ηθοποιοί, αλλά νομικοί, ποινικολόγοι κυρίως, μια που η ιδέα ανήκει στην Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων και την Ενωση Ελλήνων Νομικών, e-Θέμις.
Ο ποινικολόγος, καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, Ηλίας Αναγνωστόπουλος μιλάει για αυτή την πρωτοβουλία, τη σημασία και την αξία της, αλλά και για τη δική του συμμετοχή-εμπειρία στον ρόλο συνηγόρου υπερασπίσεως του Κολοκοτρώνη.
Κύριε καθηγητά, πώς ξεκίνησε η ιδέα της παράστασης;
«Θέλαμε ως Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων μαζί με την αντίστοιχη των Νομικών e-Θέμις και τον πρόεδρό της, Δημήτρη Αναστασόπουλο, να οργανώσουμε κάτι ιδιαίτερο για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση. Το ερώτημα ήταν πώς… Η πρώτη ιδέα ήταν να οργανώσουμε μια επιστημονική εκδήλωση όπου νομικοί και ιστορικοί θα παρουσιάζαμε όψεις της δίκης του Κολοκοτρώνη -ιστορικό υπόβαθρο, συνταγματικούς, ποινικούς, δικονομικούς προβληματισμούς κ.ο.κ. Αυτή την καλή ιδέα την προχωρήσαμε. Η εκδήλωση έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο στον κήπο του Βυζαντινού Μουσείου. Τώρα στην εκδήλωση του Μεγάρου οι εισηγήσεις που εκδόθηκαν σε τόμο, θα δοθούν στους θεατές αντί προγράμματος».
Πώς καταλήξατε στο θέατρο;
«Ο Δημήτρης Αναστασόπουλος και η Ιωάννα Αναστασοπούλου, μέλος του δικού μας ΔΣ, σκέφτηκαν μήπως συνδυάζαμε την επιστημονική εκδήλωση με κάτι θεατρικό. Ημουν επιφυλακτικός αρχικά, λέγοντας όχι σε μια αναπαράσταση της δίκης με τη στενή έννοια. Συζητήθηκε να γίνει ένα είδος θεατρικού δρωμένου, κάπως αφαιρετικού. Από την επικοινωνία μας με τον Σταύρο Καραγιάννη, σκηνοθέτη και της θεατρικής ομάδας του ΔΣΑ, έγινε η επαφή με τους Ρέππα – Παπαθανασίου. Τους άρεσε η ιδέα να πάρουν το αυθεντικό κείμενο των πρακτικών της δίκης ως βάση και να δουν τι μπορούν να κάνουν. Προστέθηκε Χορός γυναικών, κάτι που δίνει κίνηση στην παράσταση. Γιατί σκηνικά, το δικαστικό δράμα έχει ένα είδος στατικότητας».
Πώς καταλήξατε σε θίασο;
«Εγώ και πάλι αρχικά ήμουν αντίθετος στην ιδέα να αναλάβουν τους ρόλους δικηγόροι γιατί σκεφτόμουν ότι θα γίνουμε ρεζίλι… Ομως ο σκηνοθέτης επέμενε τουλάχιστον να δοκιμάσει. Εγινε μια πρόσκληση σε ενδιαφερομένους, ακολούθησε ένα είδος οντισιόν και κατέληξε στη διανομή».
Το αποτέλεσμα είναι αμιγώς νομικό;
«Ακριβώς. Εμείς έναντι των ηθοποιών έχουμε το μειονέκτημα ότι δεν είναι η δουλειά μας, δεν κατέχουμε αυτή την τέχνη. Εχουμε όμως το προσόν – όσοι από εμάς είμαστε στα ποινικά ακροατήρια και οι βασικοί συντελεστές έχουμε αυτή την εμπειρία – ότι τη δίκη και στη σκηνική της διάσταση τη γνωρίζουμε και τη βιώνουμε».
Στο θέατρο έχουμε τη σύμβαση ότι όλο αυτό είναι ψέμα. Στο δικαστήριο τι ρόλο παίζει τελικά η αλήθεια;
«Εγώ θα το έθετα διαφορετικά. Η αντιδιαστολή ανάμεσα στην πραγματική αλήθεια και στη δικανική αλήθεια, δεν υφίσταται. Η δίκη έχει τη δική της αλήθεια, που αναζητείται με κανόνες. Καμιά φορά παραιτούμαστε κι από μέσα που θα αποδείκνυαν την αλήθεια γιατί είναι παράνομα. Η αναζήτηση της αλήθειας λοιπόν γίνεται συντεταγμένα, με κανόνες. Αυτό που προκύπτει στο τέλος είναι η δικανική αλήθεια, ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη απ’ την αλήθεια. Πέρα απ’ αυτό η ίδια η δίκη έχει σκηνικά στοιχεία, ντεκόρ, ρόλους, αλλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά, τα οποία εμείς, άμαθοι, διαπιστώσαμε στις πρόβες: η σημασία άπειρων λεπτομερειών, όπως η ταχύτητα ή ο τρόπος που θα σηκωθώ για να εξετάσω έναν μάρτυρα…».
Ερμηνεύετε τον Παναγή-Μαρίνο Βαλσαμάκη, συνήγορο υπερασπίσεως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Δύσκολος ο ρόλος;
«Εχουμε μάθει να μιλάμε από στήθους, αλλά εδώ υπάρχει ένα προκαθορισμένο κείμενο κι αυτό έχει μια διαφορά. Επειδή ο θεατρικός χρόνος είναι πολύ πυκνός, δεν υπάρχει χρόνος για προτάσεις-γέφυρες όπως στο δικαστήριο. Ολα είναι συμπυκνωμένα. Μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο πρέπει να εκφραστεί όλη η ένταση και η κλίμακα μιας αγόρευσης – αυτή είναι η δυσκολία, όπως και η αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους. Καταλάβαμε όμως γιατί είναι τόσο δύσκολη η δουλειά του ηθοποιού».
Η παράσταση είναι ένας αγώνας, συνηγόρων – κατηγόρων, χωρίς να πέφτει ο προβολέας στους δύο κατηγορουμένους. Γιατί;
«Γιατί έτσι πρέπει να είναι η δίκη – ο κατηγορούμενος δεν έχει μεγάλο διαδικαστικό ρόλο. Η μάχη γίνεται μεταξύ κατηγόρων και συνηγόρων. Εδώ κατηγορούμενοι ήταν τα συγκεκριμένα πρόσωπα, κι αυτό προσέδιδε ειδικό βάρος. Μιλάμε για δύο σύμβολα της Επανάστασης, η παρουσία τους στην αίθουσα σήμαινε πολλά. Ομως η δίκη, διάρκειας έξι εβδομάδων, ήταν ανάμεσα στον κατήγορο Μάσον και στους συνηγόρους.
Κάτι που και οι Ρέππας – Παπαθανασίου και εμείς θέλαμε να αναδειχθεί από την παράσταση, ήταν ο σημαντικός ρόλος των συνηγόρων. Λόγω της σπουδαίας πράγματι άρνησης του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη (σ.σ.: πρόεδρος και μέλος του δικαστηρίου αντιστοίχως) να υπογράψουν την απόφαση και της προσωπικότητας του Κολοκοτρώνη, νομίζουμε ότι ιστορικά ο ρόλος τους δεν είχε αναδειχθεί στη σημαντικότητά του.
Επρόκειτο για ανθρώπους πολύ μορφωμένους, τους πρώτους μεγάλους ποινικολόγους της Ελλάδος. Κι αυτό που με εντυπωσίασε διαβάζοντας τα πρακτικά είναι και η δικηγορική οξύνοιά τους. Εφεραν 115 μάρτυρες υπερασπίσεως, πρωτοβουλία-επίτευγμα για την εποχή, και προσπάθησαν να δουν πιθανά ρήγματα στη σύνθεση του δικαστηρίου. Και θαυμάζει κανείς τη στρατηγική της υπεράσπισης: Ο συνήγορος δεν συγκρούεται ως αυτοσκοπός αλλά επιλέγει το πότε και με ποιον, αποβλέποντας στο τελικό αποτέλεσμα».
Τι μαθαίνει ένας φοιτητής της Νομικής ή ένας νέος δικηγόρος από αυτή τη δίκη;
«Οτι ακόμα και σε καθεστώτα που δεν είναι δημοκρατικά – βασιλεία είχαμε τότε, χωρίς Σύνταγμα – η δίκη ως διαδικασία και συμβάν αναπτύσσει τόση δυναμική που έχει μια τάση να αυτονομείται. Γιατί κάποιοι από την αντιβασιλεία τότε, ήθελαν συγκεκριμένο αποτέλεσμα και προσπάθησαν γι’ αυτό. Παρ’ όλα αυτά χάρη στη δυναμική που αναπτύσσει μια δημόσια δίκη στο ακροατήριο και στις δυνατότητες που παρέχει, θέλει δεν θέλει η όποια εξουσία, δεν το πέτυχαν. Η δίκη αυτή δημιούργησε ανατροπές. Η άρνηση των Πολυζωίδη και Τερτσέτη προκάλεσε κυβερνητική κρίση, δεν εκτελέστηκε η θανατική ποινή, αργότερα οι αντιβασιλείς ανακλήθηκαν. Κι αυτό δείχνει την αξία και τον ρόλο που έχει ο νομικός μέσα στη δίκη: Να πιστεύει σε αυτό που κάνει, να μην προεξοφλεί το αποτέλεσμα επειδή υπάρχει πολιτικό ενδιαφέρον ή προσπάθεια χειραγώγησης, να μη θεωρεί το παιχνίδι χαμένο – αυτό δεν ισχύει».
Ούτε σήμερα;
«Η χειραγώγηση επιδιώκεται κατά περίπτωση. Μπορεί σήμερα τα μέσα να είναι λιγότερο χονδροειδή, εν τούτοις πάντα δημιουργούνται ζητήματα προσπάθεια χειραγώγησης. Κι εκεί πάντα αναδεικνύεται η αξία της δίκης ως διαδικασίας αλλά και η ακεραιότητα και ανεξαρτησία των δικαστών και των λοιπών παραγόντων της δίκης. Γιατί και οι συνήγοροι στη δίκη του Κολοκοτρώνη κινδύνευσαν για να κάνουν αυτά που έκαναν. Είναι ένα μεγάλο φωτεινό παράδειγμα. Και για εμάς, εν κατακλείδι, η εμπειρία ήταν μοναδική. Γιατί η γοητεία της καλλιτεχνικής προσπάθειας έχει μια άλλη διάσταση».