Μια μέρα, στην προεφηβεία του ακόμη, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος έπαιζε με τα υπόλοιπα παιδιά στο σπίτι ενός θείου του. Κάποια στιγμή αποσπάστηκε από τους μικρούς και, χωρίς να το επιδιώκει, βρέθηκε να ακούει τι έλεγαν μεταξύ τους οι μεγάλοι. Το αντικείμενο της συζήτησής τους; Ο Νίκος Καζαντζάκης, όλως παραδόξως. Διότι δεν επρόκειτο για μια συντροφιά φιλολόγων, ούτε ακριβώς… σεσημασμένων βιβλιόφιλων, αλλά μάλλον συνηθισμένων, περιστασιακών αναγνωστών.

«Ηταν λεξιλάγνος και λεξιπλάστης, συγκαιρινός του Τζέιμς Τζόις και έχει, κατ’ αναλογία, κάτι από αυτή τη στόφα. Απλώς επειδή έγραφε στα ελληνικά, οι πειραματισμοί του απόμειναν στη διάσταση του παράδοξου» τονίζει για τον Νίκο Καζαντζάκη ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος

«Οι συγγενείς μου, λοιπόν, μιλούσαν για τον Καζαντζάκη με μεγάλο θαυμασμό, όχι τόσο για την καλλιτεχνική του αξία, την οποία άλλωστε δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν συνολικά, όσο για την προσωπικότητά του. Τον θεωρούσαν φαινόμενο. Το Κράτος και η Εκκλησία, όπως ξέρουμε όλοι, τα είχαν βάλει επισήμως μαζί του. Εξέπεμπε κάτι ο Καζαντζάκης, κάτι αιρετικό, αντισυμβατικό και με σημερινούς όρους αντισυστημικό, με αποτέλεσμα να φαντάζει στα μάτια τους ένα είδος κυνηγημένου επαναστάτη, ας πούμε. Αυτό μου είχε κάνει τότε τεράστια εντύπωση. Κατόπιν, τα συστηματικά διαβάσματα των βιβλίων του εδραίωσαν την επιρροή που είχε πάνω μου. Αλλωστε η πραγματικότητα γύρω μου επιβεβαίωνε, τρόπον τινά, τα γραφόμενά του. Κατάφερε σχεδόν να με στοιχειώσει σε εκείνη την ηλικία. Σήμερα σκέφτομαι ότι ο Καζαντζάκης ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο άρχισα να γράφω – αν βέβαια είναι δυνατόν κανείς να ανιχνεύσει επακριβώς μια τέτοια επίδραση και να την ερμηνεύσει ορθολογικά. Πάντως για εμένα, πέρα από το γεγονός ότι σίγουρα με σφράγισε δημιουργικά, η περίπτωση του Καζαντζάκη υπήρξε σημαντική επειδή μου αποκάλυψε και τη σύνδεση της λογοτεχνικής ιδιότητας με ένα εκτόπισμα μέσα στην κοινωνία, πολιτικό υπό την ευρεία έννοια, του οποίου η παρουσία υπερέβαινε την ίδια τη λογοτεχνία» είπε προς «Το Βήμα» ο γνωστός συγγραφέας.

Τεκμηρίωση και επινόηση

Δεν είναι επομένως και τόσο υπερβολικό που ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος αισθάνεται ότι με το νέο του βιβλίο, το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα, ξεπληρώνει ένα σημαντικό χρέος προς τον στοχαστή της Ασκητικής.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος – Ανέγγιχτη

Εκδόσεις Κέδρος, 2022, σελ. 344

*Το βιβλίο κυκλοφορεί στα τέλη Μαρτίου

Στην Ανέγγιχτη, ένα «ιστορικό μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, συχνά πιστό αντίγραφό τους», η Μελίνα Αναστασίου, η πρώτη σύζυγος του διεθνούς φήμης έλληνα μυθιστοριογράφου Αλέξανδρου Καστρινάκη, αφηγείται τον δεκαπενταετή λευκό γάμο τους, κατά τη διάρκεια του οποίου εκείνος, όντας αφοσιωμένος σε άλλες εσώτερες αναζητήσεις, δεν την είχε πλησιάσει καθόλου ερωτικά. «Είναι ίσως το λιγότερο μυθοπλαστικό βιβλίο που έχω γράψει. Θα έλεγα ότι άνετα κανείς μπορεί να το εντάξει στην τεκμηριωτική λογοτεχνία. Και μου δίνεται τώρα η ευκαιρία να ευχαριστήσω δημοσίως την επιμελήτριά μου Μαρία Σπανάκη για τον μόχθο της στη διασταύρωση των αμέτρητων πραγματολογικών στοιχείων. Η επινόηση από πλευράς μου έγκειται περισσότερο στο τι έκανε και τι δεν έκανε ερωτικά ο Καζαντζάκης, δηλαδή στο αν το έκανε ή δεν το έκανε. Κατά τα λοιπά έχω ενσωματώσει στη δική μου αφήγηση, σε μια άλλη γλώσσα που οικειοποιείται το σύμπαν του, διάφορα κομμάτια από τα έργα του, μεταπλασμένα προφανώς. Ναι, δεν υπάρχουν στο βιβλίο τα ονοματεπώνυμα Νίκος Καζαντζάκης και Γαλάτεια Αλεξίου. Ηταν απαραίτητο και για εμένα να τα αλλάξω, ώστε να ενισχυθεί μέσα μου η ψευδαίσθηση ότι αντιμετωπίζω όντως σαν μυθιστορηματικό ήρωα τον Καζαντζάκη. Η κόρη μου, η οποία είναι σήμερα 26 χρονών και έχει διαβάσει μόνο τον «Ζορμπά», με ρωτούσε τι είναι και τι δεν είναι δικό μου μέσα στην «Ανέγγιχτη». Μου φάνηκε ενδιαφέρον αυτό. Γιατί πιστεύω ότι το βιβλίο μου μπορεί να διαβαστεί από όλους, και από το κοινό που γνωρίζει το έργο του Καζαντζάκη και από το κοινό που το αγνοεί, με την ελπίδα ότι αργότερα θα σπεύσει να το μάθει καλύτερα» εξήγησε ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, που έχει εντρυφήσει όχι μόνο στην πλατιά εργογραφία του ίδιου του Καζαντζάκη (δυο και τρεις φορές, από τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά ως τα ταξιδιωτικά του κείμενα) αλλά έχει διαβάσει και ό,τι συνδέεται άμεσα μαζί του, από μαρτυρίες μέχρι κριτικές προσεγγίσεις.

«Πιστεύω ότι το βιβλίο μου μπορεί να διαβαστεί από όλους, και από το κοινό που γνωρίζει το έργο του Καζαντζάκη και από το κοινό που το αγνοεί, με την ελπίδα ότι αργότερα θα σπεύσει να το μάθει καλύτερα» σημειώνει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Ενας αστικός σεξουαλικός μύθος

Την Ανέγγιχτη άρχισε να τη γράφει πριν από μερικά χρόνια. «Ηξερα ότι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για αυτόν. Εφτασα όμως, ενόσω έγραφα, σε ένα αδιέξοδο. Συνειδητοποίησα ωστόσο ότι με ενδιέφερε η ερωτική του ζωή και πιο συγκεκριμένα η πλευρά της πρώτης του γυναίκας, η οποία έλεγε ότι δεν την άγγιξε ποτέ, εξ ου και ο τίτλος του μυθιστορήματος. Στην ουσία με ενδιέφερε το αντίβαρο σε όλο αυτό, η θρησκευτικότητα ή αυτό που παλιότερα έλεγαν «θέωση». Υποτίθεται ότι (το αναφέρω κάπως καταχρηστικά εδώ, συμπυκνώνοντας την αντίληψη ποικίλων ανατολικών παραδόσεων) αν κανείς καταπίεζε τη σεξουαλικότητά του κατάφερνε να αυξήσει την πνευματικότητά του. Ξέρετε, το θέμα της σεξουαλικότητας του Καζαντζάκη απασχόλησε επί μακρόν τη δημοσιότητα στην Ελλάδα, μαινόταν η φημολογία γύρω από αυτό στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ιδίως μετά την παγκόσμια επιτυχία του «Ζορμπά» (και του βιβλίου και της ταινίας) που συνέβαλε και στο εντυπωσιακό τουριστικό κύμα εκείνης της περιόδου. Τη χρονιά του θανάτου του κιόλας, το 1957, φανταστείτε πόσο άχτι τον είχε που την είχε εγκαταλείψει και πόσο δεν άντεξε τη δημοφιλία που κατέκτησε προς το τέλος της ζωής του, η Γαλάτεια εξέδωσε εκείνο το βιβλίο για τη σχέση τους. Ακόμη και οι φίλοι της, το θεώρησαν μικροπρεπές και μικρόψυχο… Από την άλλη μεριά, παρότι εκείνη ήταν φεμινίστρια, είχε ζητήσει να κρατήσει το επίθετό του μετά τον χωρισμό τους… Εν πάση περιπτώσει, δημιουργήθηκε ένας αστικός μύθος για το αν ήταν ανίκανος ή όχι ο Καζαντζάκης, για το αν είχε ή όχι έντονη σεξουαλική ζωή. Κάτι που ίσως υποδαύλιζε και ο ίδιος, σε ένα άλλο επίπεδο, με ορισμένα αποσπάσματα στα βιβλία του. Ομως, κανείς δεν ξέρει τι συνέβαινε στην πραγματικότητα. Το πιθανότερο πάντως, αυτή είναι και η δική μου τοποθέτηση στο μυθιστόρημα, είναι ότι ο Καζαντζάκης είχε μια κανονική σεξουαλική ζωή, αλλά τη Γαλάτεια την είχε αφήσει ανέγγιχτη λόγω, προφανώς, ενός συνδυασμού παραγόντων. Αφενός, εκείνη ήταν λίγο μανιοκαταθλιπτική και τον ευνούχιζε με τον αυταρχισμό της. Αφετέρου, εκείνος είχε τότε τη δική του πετριά, να ιδρύσει θρησκεία, να επιδοθεί σε κάτι ασκητικό, να κυνηγήσει κάτι ανώτερο. Αυτά, μεταξύ άλλων» συνέχισε ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος.

Στο βιβλίο του μάλιστα η υποτιθέμενη Γαλάτεια εμφανίζεται μεταμελημένη. «Μέσω αυτής της φωνής, θέτω και ένα θεμελιώδες κατά τη γνώμη μου ερώτημα για τον Καζαντζάκη. Γιατί έκανε τέτοιον πάταγο, και στο εξωτερικό, κατά τα τελευταία επτά χρόνια του βίου του; Σήμερα, θαμπωμένοι από την αίγλη ενός σύγχρονου κλασικού συγγραφέα, δεν θυμόμαστε ότι πρωτύτερα ήταν σχεδόν άγνωστος και πανελληνίως. Η θεωρία μου (την οποία βάζω στο στόμα της Μελίνας) είναι ότι με τον «Ζορμπά» o Καζαντζάκης εντοπίζει την τρίτη βασική ρίζα του μυθιστορήματος κατά τον Μιχαήλ Μπαχτίν, την «καρναβαλική». Ενας μέχρι πρότινος αγέλαστος άνθρωπος, που έπαιρνε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του και κήρυττε με πάθος τις ιδέες του, βρίσκει το κωμικό στοιχείο (στον «Ζορμπά» πάντοτε, τον οποίο έβλεπε ως κωμωδία ο ίδιος) και συλλαμβάνει το ανθρώπινο όλον της πραγματικότητας. Αυτή είναι μία από τις αρκετές δοκιμιακές σκέψεις για τον Καζαντζάκη που έχω περάσει στο βιβλίο».

 

Γλώσσα και πνευματικότητα

Μια άλλη σκέψη, την οποία βάζει στο στόμα του Εμμανουηλίδη, δηλαδή του Αγγελου Σικελιανού, είναι ότι ο Καζαντζάκης μπορεί να θεωρηθεί «εθνικός συγγραφέας» επειδή ακριβώς ήταν τόσο «εγκεφαλικός». Καμία σχέση, σαν να λέμε, με την πληθωρική κουλτούρα της επαφής που διακρίνει τον λαό μέσα στον οποίο γεννήθηκε. «Κατά βάθος, δεν έχω ιδέα γιατί έγραψα την «Ανέγγιχτη». Κι εγώ απορώ. Ισως επειδή σε πολλά βιβλία μου έχω καταπιαστεί με τον ερωτισμό ή στενά με την πορνογραφία (από τη «Λούλα» ως τη «Λεσβία») εδώ να επιχείρησα να διερευνήσω την αναίρεση της σεξουαλικότητας με ορίζοντα έναν άλλο, υψηλότερο σκοπό» εκτίμησε. Προς το τέλος της συνομιλίας μας στάθηκε, μετά από προτροπή μας, στην καζαντζακική γλώσσα. «Παλιότερα, στο λογοτεχνικό σινάφι ήταν διαδεδομένη η άποψη ότι ο Καζαντζάκης σημείωνε επιτυχία στο εξωτερικό επειδή ακριβώς στις μεταφράσεις χανόταν η «απαίσια» γλώσσα του. Μια άποψη που μάλλον αποτελεί προέκταση της περιφρόνησης που είχε για εκείνον η κατεστημένη διανόηση. Για εμένα όμως, όπως συμβαίνει με τη γλώσσα κάθε μεγάλου λογοτέχνη, η γλώσσα του Καζαντζάκη ταιριάζει απόλυτα στο περιεχόμενό του. Το ανορθόδοξο όραμά του για τον κόσμο μπορούσε να εκφραστεί μόνο μέσα από αυτό το μπαρόκ ύφος. Ηταν λεξιλάγνος και λεξιπλάστης, συγκαιρινός του Τζέιμς Τζόις και έχει, κατ’ αναλογία, κάτι από αυτή τη στόφα. Απλώς επειδή έγραφε στα ελληνικά, οι πειραματισμοί του απόμειναν στη διάσταση του παράδοξου».

Εχει μέλλον ο Καζαντζάκης ως μέγεθος καλλιτεχνικό και πνευματικό; «Ασφαλώς. Και πιστεύω ότι στο μέλλον το έργο του και το παράδειγμά του μπορεί να αποδειχθεί ακόμη πιο επίκαιρο. Ζούμε, ειδικά στη Δύση, τη θλιβερή απώλεια κάθε πνευματικότητας, την ολοκληρωτική κυριαρχία του κυνισμού και του χρήματος. Ας πούμε, η οικολογική κρίση δεν πρόκειται να επιλυθεί με ορθολογικό τρόπο, αν δεν επαναφέρουμε την ιερότητα της φύσης και του κόσμου στις ζωές μας. Ο Καζαντζάκης, λοιπόν, μας υπενθυμίζει από πολλές πλευρές ότι η πνευματικότητα μας είναι απαραίτητη, αν όντως θέλουμε να βγούμε από αυτόν τον αυτοκαταστροφικό φαύλο κύκλο. Η πνευματικότητα, μας λέει ο Καζαντζάκης, είναι το μέλλον».