Οι πολίτες της Ουκρανίας έχουν πάρει τα όπλα για να υπερασπίσουν την πατρίδα τους απέναντι στον ανελέητο και αναίτιο πόλεμο που έχει εξαπολύσει εναντίον τους το καθεστώς του Πούτιν που κυβερνά τη Ρωσία. Η κυβέρνηση της Ουκρανίας, από τη μεριά της, κραδαίνει εναντίον των δραστών της στρατιωτικής επίθεσης στο ένα χέρι το όπλο της διπλωματικής συνεννόησης και συνεργασίας με τη Δύση και στο άλλο το όπλο της διεθνούς Δικαιοσύνης και της διεθνούς νομιμότητας. Από την πρώτη κιόλας ημέρα της εισβολής έχει εγκαλέσει τη διεθνή ευθύνη της Ρωσίας για παράνομες πράξεις μπροστά σε όλους τους διαθέσιμους διεθνείς και ευρωπαϊκούς δικαστικούς θεσμούς. Mε αυτό το «όπλο ανά χείρας», η ουκρανική κυβέρνηση προσβλέπει στην αποκατάσταση της πολιτικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητας του κράτους, που έχει απροκάλυπτα τρωθεί από μόνη την ένοπλη επίθεση (ανεξάρτητα, δηλαδή, από την έκβαση αυτής), όπως προσβλέπει, αναμφισβήτητα, και στην αντιστάθμιση των καταστροφών που προκλήθηκαν στο ανθρώπινο και υλικό δυναμικό της χώρας.
Στις 26 Φεβρουαρίου η ουκρανική κυβέρνηση προσέφυγε εναντίον της Ρωσίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔ). Ούτε η Ουκρανία ούτε η Ρωσία έχουν ρητά αναγνωρίσει την υποχρεωτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να επιλύει τις διεθνείς διαφορές στις οποίες η καθεμία εμπλέκεται. Τον σκόπελο της αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου ευφυώς η Ουκρανία τον ξεπέρασε, προσφεύγοντας στο Δικαστήριο για παραβίαση από τη Ρωσία μιας διεθνούς σύμβασης στην οποία και οι δύο χώρες μετέχουν, που προβλέπει υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔ για τις αναφυόμενες από τη σύμβαση διαφορές. Πρόκειται για τη διεθνή σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1948 για την πρόληψη και την καταστολή της γενοκτονίας. Στην προσφυγή της η Ουκρανία, που τη συνδυάζει με αίτημα να διατάξει το ΔΔ προσωρινά μέτρα απαγόρευσης της χρήσης ένοπλης βίας από τη Ρωσία, καταρρίπτει τη ρωσική δικαιολόγηση της ένοπλης βίας λόγω των πράξεων γενοκτονίας των ρωσόφωνων πληθυσμών της Ανατολικής Ουκρανίας στις οποίες δήθεν διά μακρών επιδίδεται η ουκρανική κυβέρνηση, αντιστρέφοντας την κατηγορία σε βάρος της Ρωσίας για τη γενοκτονία την οποία διαπράττει πάνω στο σύνολο του ουκρανικού λαού. Εχει μεγάλη σημασία το πώς ένα διεθνές δικαστήριο σαν αυτό της Χάγης, που από το 1996 δεν έχει μεταβάλει τη νομολογία του ότι η χρήση πυρηνικών όπλων δεν είναι «αφεαυτής παράνομη» υπό τις «ακραίες συνθήκες νόμιμης άμυνας για την επιβίωση ενός κράτους» (!), θα απαντήσει, με την επί της ουσίας απόφαση στην ουκρανική προσφυγή που σε βάθος χρόνου θα εκδώσει, σε ένα από τα βασικά ερωτήματα που η προσφυγή εγείρει: η καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη χρήση ένοπλης βίας εναντίον του δράστη; Επί του παρόντος, πάντως, το ΔΔ, σε χρόνο-ρεκόρ σε σχέση με τους συνήθης ρυθμούς του, διεξήγαγε στις 7 Μαρτίου δημόσια ακρόαση για τα προσωρινά μέτρα (δίχως η Ρωσία να παραστεί) και ανακοίνωσε ότι σύντομα θα εκδώσει την επ’ αυτών απόφασή του.
Με αξιοσημείωτη ταχύτητα αντιμετώπισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου (ΕΔΔΑ) την προσφυγή που η Ουκρανία κατέθεσε, στις 28 Φεβρουαρίου, εναντίον της Ρωσίας, για παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 1950. Ο πρόεδρος του ΕΔΔΑ εξέδωσε την αμέσως επόμενη ημέρα απόφαση προσωρινών μέτρων, με την οποία διατάσσει τη Ρωσία να σταματήσει την ένοπλη επίθεση η οποία, σύμφωνα με την ορολογία και τη μεθοδολογία του ΕΔΔΑ, γεννά σοβαρές παραβιάσεις τουλάχιστον δύο εκ των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων των ουκρανών πολιτών που εγγυάται η Σύμβαση: του δικαιώματος στη ζωή και του δικαιώματος να μην υφίστανται απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Η μεγάλη σημασία της απόφασης έγκειται στο πρόκριμα που θα στοιχειοθετήσει υπέρ της θετικής έκβασης ατομικών προσφυγών τις οποίες ουκρανοί πολίτες νομιμοποιούνται να εγείρουν ενώπιον του ΕΔΔΑ κατά της Ρωσίας, με αιτήματα την αποκατάσταση της ηθικής και υλικής ζημίας που η ρωσική εισβολή προκάλεσε στη ζωή, στην ιδιωτική και οικογενειακή διαβίωση και στην περιουσία τους. Είναι, πάντως, ελαφρά απογοητευτικό ότι η ουκρανική κυβέρνηση αφέθηκε μόνη της να διώξει, δικαστικά, τη ρωσική δικτατορία για την παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης: καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν συνέπραξε, για συμβολικούς λόγους αλληλεγγύης, στην άσκηση της προσφυγής της. Το αντίθετο είχε συμβεί το 2014, όταν και πάλι η Ουκρανία είχε προσφύγει κατά της Ρωσίας στο ΕΔΔΑ επ’ αφορμή της βίαιης απόσπασης της Κριμαίας από την ουκρανική επικράτεια, με την Ολλανδία, τότε, να συνυπογράφει, σε ένδειξη αλληλεγγύης, την προσφυγή εκείνη.
Στον Karim Khan, γενικό εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ), το οποίο επίσης εδρεύει στη Χάγη, πέρασε η ευθύνη, στις 2 Μαρτίου, να διενεργήσει έρευνα για το εάν μπορούν να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες κατά του Πούτιν, του υπουργού Αμυνας Σοϊγκού και του αρχηγού του στρατού Γερασίμοφ επί παραβάσει του καταστατικού του ΔΠΔ, το οποίο κηρύσσει την παρανομία της επίθεσης ενός κράτους εναντίον ενός άλλου. Προηγουμένως, ο γενικός εισαγγελέας είχε κάνει έκκληση στα κράτη-μέλη του οργανισμού του ΔΠΔ, σύμφωνα με το καταστατικό του, να του ζητήσουν να διενεργήσει την έρευνα αυτή και, αυτοστιγμεί, σαράντα κυβερνήσεις έσπευσαν να του δώσουν το πράσινο φως (άγνωστο αν σε αυτές συγκαταλέχθηκε και η ελληνική). Ο Πούτιν και οι πιο άμεσοι συνεργάτες του αργά ή γρήγορα θα έχουν την τύχη «επιφανών» ομολόγων τους, που πριν από αυτούς οδηγήθηκαν στο ειδώλιο του ΔΠΔ: του δικτάτορα της Ακτής του Ελεφαντοστού Laurent Gbagbo, του Ομάρ Αλ Μπασίρ του Σουδάν και φυσικά του Καντάφι και του Μιλόσεβιτς. Αν και είναι νομικά δύσκολο να επιδιωχθεί η τιμωρία των ρώσων «οπλαρχηγών» για παράνομη ένοπλη επίθεση κατά της Ουκρανίας (η Ρωσία, όπως η Ουκρανία, δεν έχει αποδεχθεί την τροποποίηση του καταστατικού του ΔΠΔ βάσει της οποίας μπορεί να διωχθεί η ηγεσία μιας χώρας για το έγκλημα της ένοπλης επίθεσης), είναι εφικτό, εφόσον συλλεγούν τα προσήκοντα αποδεικτικά στοιχεία, να τιμωρηθούν ο ρώσος δικτάτορας και οι συνεργοί του πάνω σε άλλη νομική βάση, για πράξεις συστατικές εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Στη διεθνή ποινική δίωξη του δικτάτορα του Κρεμλίνου σκοπεύει η ίδρυση ειδικού διεθνούς ποινικού δικαστηρίου για τη Ρωσία, την οποία επιδιώκουν ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σε συνεργασία με διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, κατά το πρότυπο των ειδικών δικαστηρίων που είχαν συγκροτηθεί για τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα, ή και του ειδικού δικαστηρίου που εκκρεμεί να σχηματιστεί για να δικάσει τα εγκλήματα του Ισλαμικού Κράτους. Ο πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Γκόρντον Μπράουν, σε συνεργασία με έναν γαλλοβρετανό δικηγόρο με πλούσια εμπειρία ενώπιον των ΔΠΔ (τον Φιλίπ Σαντς), διεξάγει, κι αυτός, δημόσια εκστρατεία για την ίδρυση διεθνούς ειδικού δικαστηρίου για τα εγκλήματα πολέμου της ηγεσίας της Ρωσίας στην Ουκρανία. Συμπληρωματικά, διεθνείς ΜΚΟ όπως η Human Rights Watch και η Bellingcat, και από κοντά η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του ανθρώπου, έχουν επιδοθεί σε αγώνα δρόμου συλλογής τεκμηρίων και αποδεικτικών στοιχείων για τις εγκληματικές ενέργειες του ενοίκου του Κρεμλίνου, τα οποία θα θέσουν στη διάθεση των διεθνών και ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών θεσμών.
Η χρονικότητα στις αποφάσεις της διεθνούς και της ευρωπαϊκής Δικαιοσύνης όπως και οι εσωτερικοί καταναγκασμοί στους οποίους αυτή υπακούει (λ.χ. η αυστηρή τήρηση μεθοδολογίας στην ερμηνεία των νομικών κανόνων) δεν έχουν καμία σχέση με την άνεση χρόνου και μεθόδου με την οποία λαμβάνει τις αποφάσεις της η πολιτική εξουσία. Γι’ αυτόν τον λόγο η πολιτική είχε τον πρώτο και άμεσο ρόλο στην αντιμετώπιση, από τη Δύση, της ένοπλης επίθεσης της Ρωσίας στην Ουκρανία: στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις, αναστολή της συμμετοχής της Ρωσίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, δωρεάν οικονομική ενίσχυση της Ουκρανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση για την αγορά πολεμικού εξοπλισμού, κ.λπ. Κατ’ ουδένα τρόπο αυτές οι πολιτικές αποφάσεις εμποδίζουν τη διεθνή και ευρωπαϊκή ποινική Δικαιοσύνη να απλώσει τα πλοκάμια της, χωρίς επιφυλάξεις παραγραφής ή αμνηστίας, πάνω από τους ρώσους εικαζόμενους εγκληματίες πολέμου, καταυγάζοντας με τον τρόπο της αυτόν την αληθινή πρόοδο που το Διεθνές Δίκαιο έχει εγγράψει στο μητρώο του ως υπολογίσιμος παράγοντας της διεθνούς ζωής. Ευκταίο θα ήταν οι σημερινοί ή οι επίδοξοι δεσμώτες λαών και τρίτων, ανεξάρτητων κρατών, να συνειδητοποιήσουν ότι η δύναμη που καταχρηστικά κατέχουν έχει ημερομηνία οριστικής λήξης τη στιγμή που θα τιμωρηθούν, για τα διεθνή εγκλήματα που έχουν διαπράξει, οποτεδήποτε μετά την έξωσή τους, την οικειοθελή ή τη βίαιη, από την εξουσία.
Ο κ. Πέτρος Στάγκος είναι ομότιμος καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο ΑΠΘ. Προεδρεύει στο Κέντρο της Συγκλήτου του ΑΠΘ για τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό.