Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών καταδίκασε χωρίς ελαφρυντικά τον πρώην Διευθυντή του Ταμείου Αλληλοβοήθειας του υπουργείου Πολιτισμού για υπεξαγωγή βιβλίων πρωτοκόλλου και πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου, επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών. Στη συνέχεια, ασκήθηκε έφεση Εισαγγελέα, ζητώντας την καταδίκη και άλλων προσώπων για την υπεξαγωγή και την πολυήμερη κατάληψη των γραφείων του Ταμείου.
Από την εποχή που έγιναν έλεγχοι και ασκήθηκαν ποινικές διώξεις για σειρά υποθέσεων, η μόνη υπερασπιστική γραμμή των εμπλεκομένων είναι ο ισχυρισμός περί «σκευωρίας» και «σκηνοθεσίας», εμπίπτοντας ήδη σε όσα προβλέπει ο νόμος για συκοφαντική δυσφήμιση. Πλέον, η συνέχιση του ίδιου ολισθηρού δρόμου διαστρεβλώνει τη σαφή απόφαση του δικαστηρίου, που έκρινε ότι υπήρξε συνειδητή υπεξαγωγή εγγράφων από τον πρώην Διευθυντή. Στρέφεται, όμως, και κατά του Εισαγγελέα που με την έφεσή του ζητά την απόδοση ευθυνών και σε άλλα πρόσωπα.
«Αλληλοβοήθεια» και «συνδικαλισμός» στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι εντός εισαγωγικών.
Με κεντρικό τον ρόλο του Ταμείου πρόσωπα που βρίσκονταν επί μακρόν σε καίριες θέσεις στο υπουργείο Πολιτισμού έλεγχαν τη ροή άφθονου δημόσιου χρήματος. Σύμφωνα με πόρισμα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτος, για το οποίο διενεργείται έρευνα από τη Δικαιοσύνη για κακουργηματικές πράξεις, μέσα από αυτή τη διαδρομή χρήματος πληρώνονταν με δημόσιους πόρους, αρχικά από τον περιβόητο Ειδικό Λογαριασμό και στη συνέχεια από τα έσοδα της Ακρόπολης και των υπόλοιπων μνημείων και μουσείων μας, παχυλά έξοδα των εκλεκτών της ηγεσίας ενός κρατικοδίαιτου, όπως αναφέρθηκε στη δίκη, συνδικαλισμού, ακόμα και εν μέσω μνημονίων: αμοιβές για «υπεραπασχολήσεις», συνέδρια, προσωπικές δαπάνες, ταξιδιωτικά εισιτήρια, ξενοδοχεία, συνεστιάσεις, συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας κλπ. Μη σύννομα. Εκτός δημόσιου λογιστικού. Εκτός των σκοπών του Ταμείου. Παραβιάζοντας τον συνδικαλιστικό νόμο. Μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων.
Παράλληλα, η απουσία ελέγχου, η καθεστωτική νοοτροπία και το κλίμα γενικευμένης ασυδοσίας δεν προστάτευσαν το δημόσιο χρήμα από υπεξαιρέσεις, όπως δείχνει η υπόθεση πλαστών δανείων και οικονομικών βοηθημάτων, για τα οποία υπάρχει εισαγγελική εισήγηση παραπομπής σε δίκη για βαριά κακουργήματα.
Ήταν, δε, διαρκώς ενεργή η «πυρηνική απειλή» του κλεισίματος της Ακρόπολης, προς όποιον είχε τη βούληση να εφαρμόσει τα νόμιμα και να βάλει τάξη.
Το Ταμείο αποτέλεσε χρηματοδοτικό εργαλείο για την αναπαραγωγή με υλικούς όρους ενός μηχανισμού που διαχρονικά κρατά καθηλωμένη την πολιτιστική πολιτική της χώρας, εγκλωβίζοντας τον Πολιτισμό και τις δημιουργικές του δυνάμεις. Μιας χώρας όπως η Ελλάδα, με σημαντικό πολιτιστικό απόθεμα και μεγάλες δυνατότητες στον πολιτιστικό και δημιουργικό τομέα, που δεν αξιοποιούνται στον μέγιστο δυνατό και απαιτούμενο βαθμό. Αλλά και με υπολογίσιμα έσοδα από τα σπουδαία μνημεία και μουσεία της πλούσιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς, που ποσοστά τους για χρόνια τα διαχειριζόταν ανεξέλεγκτα το Ταμείο.
Ταυτόχρονα, είναι παράδειγμα, από τα πιο χαρακτηριστικά ίσως, ενός ευρέως πλέγματος σημείων διαφθοράς που βρίσκονται διάσπαρτα στα μεσαία και χαμηλά στρώματα της δημόσιας διοίκησης και φορέων του Δημοσίου, με όψεις διασπάθισης δημόσιου χρήματος, αμοιβαίων εξυπηρετήσεων, πελατειακών σχέσεων. Αυτή η διαχρονική παθογένεια του κράτους και της Δημοκρατίας μας πρέπει να αντιμετωπιστεί, αν θέλουμε η χώρα μας να είναι όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη ευνομούμενη, νεωτε ρική, ευρωπαϊκή.
Ευθύνη του πολιτικού συστήματος και υποχρέωσή του απέναντι στους πολλαπλά δοκιμαζόμενους πολίτες είναι να αντιμετωπίζει τέτοια φαινόμενα με θεσμικό τρόπο, βάζοντας ένα οριστικό τέλος. Αυτή ήταν η πολιτική που ακολουθούσαμε για το Ταμείο μέχρι τον Ιούλιο του 2019.
Ωστόσο, η τέλεση αδικημάτων του ποινικού δικαίου είναι υπόθεση αποκλειστικά της Δικαιοσύνης.
Έφτασε η ώρα της κρίσης της.
*Ο Κώστας Στρατής είναι αρχαιολόγος, MSc Προστασία Μνημείων, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού