Το αρχιπέλαγος των Φούρνων είναι ο τόπος με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση αρχαίων ναυαγίων στο Αιγαίο. Συνολικά 58 ναυάγια έχουν εντοπιστεί από το 2015, όταν και ξεκίνησε η έρευνα της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων στην περιοχή με διευθυντή τον ενάλιο αρχαιολόγο Γιώργο Κουτσουφλάκη. To πρώτο έναυσμα για την επιλογή του αρχιπελάγους των Φούρνων ως πεδίου διεξαγωγής έρευνας τοποθετείται πολλά χρόνια πίσω, το 2006, όταν ο Γιώργος Κουτσουφλάκης ανέλαβε να μελετήσει μία συλλογή εμπορικών αμφορέων στο μουσείο του Αγ. Κηρύκου Ικαρίας. «Οι περισσότεροι από τους αμφορείς αυτούς είχαν αλιευθεί από τους Φούρνους» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα». Την ίδια στιγμή ο κ. Κουτσουφλάκης είχε εντοπίσει στο αρχείο της υπηρεσίας του πολλές υποδείξεις ναυαγίων στην περιοχή των Φούρνων, οι οποίες είχαν γίνει από καλύμνιους σφουγγαράδες. Το τελικό όμως έναυσμα για να ξεκινήσουν όλα ήρθε όταν ένας μηχανικός του Δήμου Φούρνων Κορσεών, ο Μάνος Μύτικας, ο οποίος ήταν και αυτοδύτης, απευθύνθηκε στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων θέτοντας υπόψη του κ. Κουτσουφλάκη έναν μακροσκελή κατάλογο αποθέσεων κεραμικής στον βυθό του αρχιπελάγους των Φούρνων. «Νομίζω ότι αυτή η επικοινωνία με τον Μάνο Μύτικα και η αμέριστη συμπαράσταση της δημοτικής αρχής ήταν καθοριστικής σημασίας για να ξεκινήσει το πρόγραμμα» αναφέρει.
Ενα πολύτιμο ναυάγιο
Από το σύνολο των 58 ναυαγίων που έχουν εντοπιστεί στο αρχιπέλαγος των Φούρνων, η έρευνα για το έτος 2021 επικεντρώθηκε στη μελέτη και τεκμηρίωση ενός ναυαγίου της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, το οποίο επιλέχθηκε ως το πλέον επιστημονικά ενδιαφέρον, τόσο λόγω της ακεραιότητας και της συνοχής του, όσο και λόγω του ετερογενούς φορτίου που φέρει, από επτά διαφορετικούς τύπους αμφορέων. «Το συγκεκριμένο ναυάγιο, ναυάγιο 15, όπως το ονομάζουμε, το είχαμε ξεχωρίσει ήδη από το 2015, όταν και ανακαλύφθηκε» αναφέρει ο κ. Κουτσουφλάκης. «Το υπέδειξαν σε εμάς ο Θ. Στάμου και οι καλύμνιοι σπογγαλιείς Ελ. Γλυνάτσης και Αντ. Ξυπολιτάς. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα ήρθαν και στους Φούρνους την εποχή της έρευνας».
Οπως εξηγεί, πρόκειται για ένα ναυάγιο με φορτίο αμφορέων που έχει διατηρήσει τη συνοχή του κατά τη διάρκεια της βύθισης και έχει υποστεί ελάχιστες δευτερογενείς ανθρώπινες επεμβάσεις καθώς βρίσκεται σε ένα βάθος, στη ζώνη των 40-50 μέτρων, που για αρκετά χρόνια δεν ήταν εύκολα προσβάσιμο. «Η ιδιομορφία του έγκειται στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου του προέρχεται από τη Μαύρη Θάλασσα: έχουμε διαγνώσει την ύπαρξη αμφορέων από την περιοχή της Κριμαίας, τη Σινώπη και την Ηράκλεια του Πόντου. Είναι ένα φορτίο μοναδικό στο είδος του. Η δε απόθεση του ναυαγίου πάνω σε λασπώδη ιζήματα καθιστά ιδιαίτερα πιθανή και την επιβίωση του ίδιου του ξύλινου σκάφους κάτω από το φορτίο των αμφορέων» αναφέρει.
Σημαντικά ευρήματα
Η ομάδα του κ. Κουτσουφλάκη βρίσκεται στα πρώτα στάδια της ανασκαφικής διερεύνησης, οπότε και τα ευρήματα μέχρι στιγμής περιορίζονται κυρίως στην κεραμική. «Εως τώρα έχουμε ανελκύσει επτά τουλάχιστον διαφορετικούς τύπους αμφορέων που φαίνονται να δηλώνουν διαφορετικές περιοχές προέλευσης, έχουμε επομένως ένα εξαιρετικά σύνθετο φορτίο. Επίσης βρήκαμε μεγάλες ποσότητες επιτραπέζιας κεραμικής, κυρίως βαθιά πιάτα, τα οποία τα βρίσκουμε ακόμα στοιβαγμένα το ένα μέσα στο άλλο σε στήλες, όπως δηλαδή είχαν συσκευαστεί κατά τη φόρτωση» εξηγεί.
Τι αποδεικνύουν λοιπόν αυτά τα ευρήματα; «Ενα ενοποιημένο και καλά οργανωμένο δίκτυο εμπορικής διακίνησης μεταξύ του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας, στο οποίο μπορούμε να υποψιαστούμε ότι η Κωνσταντινούπολη, η νέα πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και κατόπιν Βασιλεύουσα του Βυζαντίου, έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο» απαντά ο κ. Κουτσουφλάκης. «Από τα ευρήματα μάλιστα του 2021 καταφέραμε και χρονολογήσαμε το ναυάγιο με αρκετά μεγάλη ακρίβεια μεταξύ των ετών 480 – 520 μ.Χ., πιθανότατα επί αυτοκράτορος Αναστασίου Α΄, του λεγόμενου Δίκορου (491-518 μ.Χ.), ενός αυτοκράτορα που αναδιαμόρφωσε την οικονομική πολιτική του Βυζαντίου αφήνοντας πίσω του τα πλεονασματικά ταμεία που επέτρεψαν την επεκτατική πολιτική των αυτοκρατόρων που ακολούθησαν» εξηγεί.
Τη σημαντική αυτή έρευνα πλαισίωσε προσωπικό 25 δυτών από διαφορετικές ειδικότητες (αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, συντηρητές αρχαιοτήτων, επαγγελματίες δύτες, φωτογράφοι, κινηματογραφιστές, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές), ενώ πραγματοποιήθηκαν συνολικά 292 ατομικές καταδύσεις που αντιστοιχούν σε 220 περίπου ώρες εργασίας στον βυθό. Σημειώνεται ότι η έρευνα υποστηρίχτηκε οικονομικά και υλικοτεχνικά από τον Δήμο Φούρνων Κορσεών, το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα «Interreg Ελλάδα – Κύπρος 2014-2020 ΑνΔι.Κα.Τ.», το Καθίδρυμα «Κορσεαί», το Ιδρυμα Explorers Club και τις εταιρείες Hellenic Seaways, Blue Star Ferries, Seiko Japan και Scubapro USA.
Επόμενα βήματα
Η διαδικασία που ακολουθείται μετά την ανάσυρση των ευρημάτων είναι παγιωμένη πλέον. «Πρώτα έρχεται ο μηχανικός καθαρισμός από τα ασβεστολιθικά ιζήματα, ο οποίος γίνεται επί τόπου σε εργαστήριο συντήρησης στους Φούρνους» αναφέρει ο κ. Κουτσουφλάκης. «Ακολουθεί η μεταφορά των ευρημάτων στην Αθήνα, η αφαλάτωση, ο τελικός καθαρισμός και η ανάταξη όσων ευρημάτων είναι θραυσμένα. Οι διαδικασίες αυτές απαιτούν χρόνο προκειμένου η κατάσταση ενός ευρήματος να σταθεροποιηθεί και να γίνει εκθέσιμο».
Αλήθεια, εξετάζεται καθόλου η δημιουργία υποθαλάσσιου μουσείου στους Φούρνους; «Τα ναυάγια των Φούρνων έχουν ενταχθεί στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Interreg Ελλάδα-Κύπρος, διά του οποίου εκπονείται μία μελέτη δημιουργίας επισκέψιμων ενάλιων αρχαιολογικών χώρων» αναφέρει ο κ. Κουτσουφλάκης. «Πρόθεση συνεπώς είναι κάποια από τα ναυάγια αυτά να καταστούν γρήγορα επισκέψιμα στο κοινό, υπό συγκεκριμένες βεβαίως πάντα προϋποθέσεις. Ταυτόχρονα θέλουμε να καταστήσουμε το ενάλιο τοπίο των Φούρνων ένα πεδίο πρακτικής άσκησης και εκπαίδευσης ελλήνων και ξένων φοιτητών που πρόκειται να ακολουθήσουν την ειδικότητα του ενάλιου αρχαιολόγου. Το αρχιπέλαγος αυτό έχει όλες τις απαραίτητες φυσικές προδιαγραφές και ταυτόχρονα έναν αστείρευτο πλούτο ευρημάτων. Επίσης προωθείται από τον Δήμο Φούρνων Κορσεών και από το Καθίδρυμα «Κορσεαί» η ιδέα της ανέγερσης ενός Αρχαιολογικού Μουσείου στους Φούρνους, που θα στεγάσει κάποια από τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας. Είναι ένα πάγιο αίτημα όλων των δημοτικών αρχών των Φούρνων, τα ευρήματα της ενάλιας αυτής έρευνας, εφόσον συντηρηθούν, να επιστρέψουν στον τόπο που βρέθηκαν».