Με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε σε εκτεταμένα μέτρα περιορισμού της πρόσβασης σε μέσα ενημέρωσης που θεωρούνται ελεγχόμενα από το ρωσικό κράτος.
Αυτό περιλήφθηκε σε απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη βάση της οποίας διακόπηκε σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση η πρόσβαση σε μέσα ενημέρωσης όπως η αγγλική έκδοση του Russia Today αλλά και το Sputnik.com, συμπεριλαμβανομένων και εκδόσεων σε άλλες σελίδες.
Παράλληλα, στη βάση αυτής της απόφασης οι εταιρείες κοινωνικών δικτύων δεν επιτρέπουν, στους χρήστες ευρωπαϊκών χωρών, την πρόσβαση στους αντίστοιχους λογαριασμούς των συγκεκριμένων μέσων.
Ανάλογες αποφάσεις πήρε και η Βρετανική κυβέρνηση.
Ωστόσο, παρέμειναν ενεργοί οι λογαριασμοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έχουν διάφορες ρωσικές κρατικές υπηρεσίες, όπως το υπουργείο Εξωτερικών, το υπουργείο Άμυνας, οι πρεσβείες της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε πολλές χώρες.
Οι ευρωπαϊκές αρχές επιμένουν ότι πρέπει να «πέσουν» και τα «προφίλ» των ρωσικών κρατικών φορέων σε πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Αυτό επανέλαβε, μιλώντας στους Financial Times, η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βέρα Τζούροβα, υπεύθυνη για θέματα αξιών και διαφάνειας, υποστήριξε ότι «ζητούμε από τις πλατφόρμες να εφαρμόσουν ορθά τις πολιτικές τους, με τρόπο που να αντανακλά ότι ένα πλατύ δίκτυο Ρωσικών λογαριασμών, πρεσβειών και υπουργείων ανήκουν στο Κρεμλίνο και να πάρουν άμεσα μέτρα ενάντια σε περιεχόμενο που είναι αντίθετο με τον νόμο ή τους όρους χρήσης».
Ουσιαστικά, η Τζούροβα ζήτησε να κατέβουν οι λογαριασμοί ρωσικών κυβερνητικών φορέων σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, αυτό δεν έχει εφαρμοστεί, εκτός από τις αναφορές σε μεμονωμένο περιεχόμενο. Άλλωστε, σε αντίθεση με τα μέσα ενημέρωσης, όπου υπήρχε ρητή απαγόρευση και όπου οι λογαριασμοί δεν είναι προσβάσιμοι ειδικά στην ΕΕ, οι ρωσικοί κρατικοί φορείς δεν είναι «απαγορευμένοι» στην ΕΕ και τυπικά διατηρούνται διπλωματικές σχέσεις.
Επιπλέον, όπως δήλωσε ο Κέβιν Μακάλιστερ, στέλεχος του Facebook, «δεν κατεβάζουμε λογαριασμούς όταν διαφωνούμε με το περιεχόμενο που ποστάρουν – αλλά αναλαμβάνουμε δράση όταν παραβιάζουν τους κανόνες μας», για να συμπληρώσει «ο κόσμος αξίζει την ευκαιρία να ακούσει και να αναλύσει το περιεχόμενο των Ρώσων ηγετών αυτή τη στιγμή».
Ωστόσο, υπάρχει πάντα η δυνατότητα ένας λογαριασμός να τεθεί σε αναστολή επειδή θα έχει δεχτεί πλήθος αναφορές.
Θυμίζουμε εδώ ότι οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης δραστηριοποιούνται παγκόσμια και σε γενικά γραμμές έχουν δείξει ανοχή σε διαφορετικές κρατικές τοποθετήσεις. Συνήθως, βάζουν το όριο στα fake news.
Άλλωστε, μέχρι τώρα η απαγόρευση πρόσβαση σε λογαριασμούς ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν μια υπόθεση που κυρίως αφορούσε κράτη που δεν επέτρεπαν στους πολίτες τους να έχουν πρόσβαση σε αυτά. Βεβαίως έχουν υπάρξει και περιπτώσεις όπως το Ιράν, όπου διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι απαγορευμένα, την ίδια στιγμή που η ηγεσία της χώρας διατηρεί λογαριασμούς στο κατά τα άλλα «απαγορευμένο» twitter, και οι περισσότεροι πολίτες απλώς χρησιμοποιούν VPN.
Η αρχή έγινε με τον Τραμπ
Αυτό αναδεικνύει τη σημασία που είχε η απαγόρευση των λογαριασμών του Ντόναλντ Τραμπ. Όπως είναι γνωστό ο τέως αμερικανός Πρόεδρος έχει αποκλειστεί δια βίου και από το Facebook και από το Twitter, καθώς κατηγορήθηκε ότι διέσπειρε ψευδή ειδήσεις, ενώ ουσιαστικά κατηγορήθηκε ότι έτσι καθοδήγησε τον όχλο που επιτέθηκε στο Καπιτώλιο στην Ουάσιγκτον στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Τότε είχε υπάρξει εκτεταμένη συζήτηση για το εάν τέτοιου είδους πρακτικές αποτελούν έναν περιορισμό στην ελευθερία του λόγου. Αντίστοιχα, είχε υπάρξει συζήτηση ως προς το πώς η ελευθερία του λόγου και η διαχείριση της δημόσιας σφαίρας είχε ανατεθεί ουσιαστικά σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, έξω και πέρα από κάθε δημόσιο έλεγχο.
Είναι οι απαγορεύσεις η απάντηση στην προπαγάνδα;
Ωστόσο, υπάρχει ένα ευρύτερο ερώτημα πίσω από τέτοια μέτρα.
Η επιχειρηματολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σαφής: εφόσον πρόκειται για κρατικούς φορείς ενός κράτους που διεξάγει σήμερα έναν επιθετικό και άδικο πόλεμο, έπεται ότι πρόκειται για προπαγάνδα, για συνειδητή διαστρέβλωση της αλήθειας και για fake news που στόχο έχουν να μην αφήσουν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει.
Αυτό αντανακλά σε σημαντικό βαθμό όχι μόνο τη συζήτηση για fake news αλλά ένα συνολικότερο κλίμα στην Ευρώπη, που διακινδυνεύει κρίσιμες πλευρές της ελευθερίας του Τύπου.
Όμως, με αυτόν τον τρόπο επέρχεται ένας πραγματικός περιορισμός στο δικαίωμα στην πληροφόρηση. Το τι ακριβώς λένε τα κράτη, ή οι δικαιολογίες που επικαλούνται για τις επιλογές τους, είναι κρίσιμη πλευρά της κατανόησης ενός ιστορικού γεγονότος όπως είναι ένας πόλεμος. Ακόμη και η πρόσβαση σε αντίθετες μορφές «προπαγάνδας» μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα το διακύβευμα.
Αντίθετα, η συστηματική απόκρυψη μεγάλου όγκου πληροφορίας και ρητορικής, μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή να δώσει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση σε διάφορες παραλλαγές «θεωριών συνωμοσίας», ή σε αντίστροφες μορφές παραπληροφόρησης.
Το θέμα αυτό έθιξε πρόσφατα και ο βετεράνος Αμερικανός δημοσιογράφος Jeffrey St. Claire: «Αντιτίθεμαι έντονα στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου που οδηγεί στα αναπόφευκτα εγκλήματα πολέμου που θα ακολουθήσουν. Ωστόσο, θα προτιμούσα πολύ περισσότερο να ακούσω τη ρωσική κυβέρνηση να εξηγεί τις πράξεις της, παρά να μου τις «ερμηνεύσει» οι σχολιαστές των καλωδιακών ειδησεογραφικών καναλιών, αρκετοί από τους οποίους ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που με ψέματα οδήγησαν τις ΗΠΑ στον πόλεμο στο Ιράκ».