Η πλήρης ανατροπή σχεδόν όλων των οικονομικών σεναρίων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία αναγκάζει την κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια εκ βάθρων αλλαγή στρατηγικής και αναπροσαρμογή των πολιτικών προτεραιοτήτων.
Οι υψηλές προσδοκίες οικονομικής ανάκαμψης για τη μεταπανδημική περίοδο έχουν δώσει τη θέση τους στην αυξημένη επαγρύπνηση και αγωνία για την αποφυγή του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Και την ίδια στιγμή, το οικονομικό επιτελείο και οι συνεργάτες του Πρωθυπουργού υποχρεώνονται σε μια διαρκή αναζήτηση λύσεων, προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού και των συνεχών ανατιμήσεων στα νοικοκυριά με μεσαία και χαμηλά διαθέσιμα εισοδήματα.
Τα μέτρα και οι ανησυχίες
Συμπεριλαμβανομένου του πρόσφατου πακέτου μέτρων ύψους 1,1 δισ. ευρώ για την αντιστάθμιση των εκρηκτικών ανατιμήσεων στα καύσιμα, οι έκτακτες παρεμβάσεις της κυβέρνησης λόγω του πολέμου έχουν φτάσει τα 3,7 δισ. ευρώ. Το ποσό φτάνει τα 5 δισ. ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του έτους, αν λάβει κανείς υπόψη και τις επιδοτήσεις των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος, όπως σημείωσε την Παρασκευή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Και μόνο αυτά τα στοιχεία ανατρέπουν δραματικά τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, η οποία ευελπιστούσε ότι το τέλος των μέτρων στήριξης λόγω πανδημίας θα προσέφερε εκ των πραγμάτων ένα δημοσιονομικό περιθώριο. Αντιθέτως, διαπιστώνεται πλέον ότι οι προσδοκίες αυτές δεν είναι ρεαλιστικές και, υπό τον φόβο ότι θα απαιτηθούν και νέες παρεμβάσεις στη συνέχεια, ο προβληματισμός εντείνεται.
«Παρεμβάσεις όπου υπάρχει ανάγκη»
Με αυτές τις συνθήκες, στο Μέγαρο Μαξίμου κυριαρχεί η αίσθηση ότι η αβεβαιότητα ήδη διαμορφώνει ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον προκλήσεων στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο. Από τις συζητήσεις με συνεργάτες του Πρωθυπουργού γίνεται σαφές ότι ο σχεδιασμός πλέον γίνεται σε βραχυπρόθεσμη βάση και, όπως οι ίδιοι σημειώνουν, «οι παρεμβάσεις του προσεχούς διαστήματος θα χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό και η στήριξη θα παρέχεται όπου πραγματικά υπάρχει ανάγκη».
Πρωταρχικό μέλημα του Κυριάκου Μητσοτάκη σε αυτή τη συγκυρία είναι η καλλιέργεια του ηγετικού του προφίλ και η εμπέδωση της αίσθησης ότι στην τρέχουσα συνθήκη κρίσης η κυβέρνηση προτάσσει τη διαφύλαξη της σταθερότητας σε όλα τα πεδία. «Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για την εμφάνιση απειλών αστάθειας και υπό αυτή την έννοια οι συζητήσεις περί εκλογών είναι εντελώς άκυρες και εκτός τόπου και χρόνου» δηλώνουν εμφατικά στελέχη του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος.
Οι επισημάνσεις στο μήνυμα
Ως προς την προσέγγιση της νέας συνθήκης από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ενδεικτική ήταν και η φρασεολογία που χρησιμοποίησε κατά το τελευταίο του μήνυμα προς τους πολίτες. Μίλησε για «μέτρα μετρημένα στο μέτρο της πραγματικότητας» και υπογράμμισε μεταξύ άλλων, σε πρώτο πρόσωπο: «Νιώθω τις δυσκολίες γύρω μας. Την αγωνία όταν ανοίγει ο λογαριασμός ρεύματος στο σπίτι, όταν το βλέμμα κοιτά το ράφι του σουπερμάρκετ ή τον μετρητή της βενζίνης».
Την ίδια στιγμή όμως, χαρακτηριστικές ήταν και οι επισημάνσεις του για τη δημοσιονομική απειλή και την ανατροπή των προσδοκιών της προηγούμενης περιόδου: «Ξέρω επίσης ότι τα όσα πετύχαμε επί σχεδόν τρία χρόνια, μειώνοντας φόρους και εισφορές και αυξάνοντας το διαθέσιμο εισόδημα, πολιορκούνται τώρα από την ακρίβεια. Ενώ το γεγονός πως η οικονομία και η κοινωνία έμειναν όρθιες χάρη στα 43 δισεκατομμύρια κατά της πανδημίας, δεν αρκεί για να αισθανόμαστε σήμερα ασφαλείς» είπε ο Πρωθυπουργός την προηγούμενη Τετάρτη. Και ταυτόχρονα επισήμαινε: «Αλλά σας βεβαιώνω ότι πρώτος εγώ θα αποφάσιζα ένα μεγαλύτερο πακέτο στήριξης, αν ήμουν σίγουρος ότι αυτό δεν θα έθετε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα».
«Πονοκέφαλος» και το Μεσοπρόθεσμο
Η κυβέρνηση αναζητεί πλέον τρόπους διαχείρισης της νέας πολυδιάστατης κρίσης και αναμένει με αισθητή αγωνία τη διαμόρφωση μιας σαφούς εικόνας ως προς τις επιπτώσεις στον πληθωρισμό, στην ανάπτυξη, στο επενδυτικό περιβάλλον, στα τουριστικά έσοδα του δεύτερου και του τρίτου τριμήνου, τα εισοδήματα και την ευρύτερη κοινωνική συνθήκη που θα προκύψει.
Οσο δε παρατείνεται ή βαθαίνει η αβεβαιότητα λόγω του πολέμου, σε μεγάλο πονοκέφαλο για το οικονομικό επιτελείο μετατρέπεται η κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος, το οποίο θα πρέπει να σχεδιαστεί με νέες παραμέτρους, να περιλάβει κατά το δυνατόν ρεαλιστικές προβλέψεις και να κατατεθεί τον επόμενο μήνα.
Από αυτόν τον σχεδιασμό θα διαμορφωθεί εν πολλοίς και το νέο πολιτικό περιβάλλον.
Η δύσκολη εξίσωση για τον κατώτατο
Παρά ταύτα, κάποιες δρομολογημένες αποφάσεις θα πρέπει να υλοποιηθούν. Και υπό αυτό το πρίσμα, τα νέα δεδομένα δημιουργούν και ένα διαφορετικό πλέγμα προκλήσεων. Μία από αυτές τις αποφάσεις είναι η δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού, την οποία ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έχει προαναγγείλει. Εντός των επόμενων εβδομάδων θα πρέπει να ολοκληρωθεί η συζήτηση με τους κοινωνικούς εταίρους και να προσδιοριστεί το ύψος της ποσοστιαίας αύξησης, με βάση τα νέα δεδομένα. Ωστόσο, η εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού, η αβεβαιότητα ως προς τη διάρκεια του φαινομένου και οι επιπτώσεις του στην ανάπτυξη και στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων καθιστούν την εξίσωση εξαιρετικά σύνθετη. Με αυτά τα δεδομένα, προξενεί ήδη προβληματισμό ο κίνδυνος να αποφασιστεί ένα επίπεδο αυξήσεων (οι οποίες ήδη έχουν περιγραφεί ως «γενναίες») και τελικά να επιδράσει αρνητικά, λόγω της επιβάρυνσης των επιχειρήσεων. Η λύση σε αυτόν τον γρίφο είναι μία από τις μεγάλες προκλήσεις της περιόδου για την κυβέρνηση, στο οικονομικό και στο πολιτικό πεδίο.
Η κρίσιμη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ
Με δεδομένη την απειλή της διαρκούς εκκρεμότητας και αβεβαιότητας, η προσοχή της κυβέρνησης είναι στραμμένη στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων. Η Σύνοδος Κορυφής της ερχόμενης εβδομάδας θεωρείται κρίσιμη, τουλάχιστον ως προς το αν θα περιγραφεί σε αυτήν ένα ευρωπαϊκό σχέδιο κοινής δράσης για τη διαχείριση της κρίσης στην χονδρική αγορά προμήθειας φυσικού αερίου. Στο πεδίο αυτό και με στόχο τον συντονισμό της δράσης των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε την Παρασκευή το μεσημέρι (μέσω τηλεδιάσκεψης, λόγω της ασθένειάς του με COVID) στην τετραμερή συνάντηση της Ρώμης, μεταξύ των πρωθυπουργών Ιταλίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας και Ελλάδας. Εν όψει αυτής, ο Πρωθυπουργός είχε ήδη διαμηνύσει τις προηγούμενες ημέρες: «Είναι ώρα η πολιτική να θέσει κανόνες στις αγορές. Και οι εταιρείες με υπερκέρδη από αυτήν τη συγκυρία να αναλάβουν μερίδιο στο κόστος υπέρβασής της. Ελπίζω ότι στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα συμφωνήσουμε για το θέμα».
Το συνέδριο της ΝΔ και η επανατοποθέτηση Μητσοτάκη
Πέραν των οικονομικών επιπτώσεων της νέας κρίσης, βασική μέριμνα του Κυριάκου Μητσοτάκη και του επιτελείου του είναι και ο τρόπος με τον οποίο τα νέα δεδομένα θα επιδράσουν στο πολιτικό σκηνικό.
Η ανησυχία για τη στροφή μιας μερίδας πολιτών για ακόμη μία φορά σε λαϊκιστικές δυνάμεις, με αποχρώσεις κυρίως ακροδεξιές, δεν διαψεύδεται από το Μέγαρο Μαξίμου. Υπό αυτή την έννοια, αναθερμαίνεται από κάποιους, σε κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό επίπεδο, η συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Βασική παράμετρος αυτής της συζήτησης είναι ο προβληματισμός για την ενίσχυση των μικρότερων κομμάτων και το ενδεχόμενο να μπει κάποιο από αυτά στη Βουλή, μετά την προεξοφλημένη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής με κλιμακωτό μπόνους. Σε περίπτωση κατά την οποία κάτι τέτοιο συμβεί, κάθε επιπλέον κόμμα που εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά πέραν των σημερινών έξι, ανεβάζει τον πήχη της αυτοδυναμίας.
Μέχρις ότου υπάρξει οριστική απόφαση για το θέμα του εκλογικού νόμου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται ότι θα επιδιώξει και μία συνολική πολιτική επανατοποθέτηση στο νέο περιβάλλον. Συνεργάτες του επιβεβαιώνουν ότι κατά πάσα βεβαιότητα θα αξιοποιήσει για αυτόν τον σκοπό το βήμα του συνεδρίου της ΝΔ, το οποίο έχει προγραμματιστεί για το διάστημα 6-8 Μαΐου.
Κατά τα όσα μέχρι στιγμής σημειώνονται πάντως από το Μέγαρο Μαξίμου, η πολιτική παρέμβαση του Πρωθυπουργού και η περιγραφή των νέων προκλήσεων και στόχων δεν θα έχει ιδεολογικό χαρακτήρα. Θα πρόκειται μάλλον για μία ευρύτερη προσπάθεια να περιγραφούν στόχοι για την κυβέρνηση και τη χώρα, με την προσδοκία να μεταφερθεί σε αυτό το πεδίο η πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση.
Με αυτούς τους όρους, έχει σημασία η αναφορά συνομιλητών του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι «η ΝΔ είναι λαϊκό κόμμα και θα παραμείνει. Δεν πρόκειται να γίνει «Ποτάμι». Σήμερα προέχει η αξιολόγηση των προτεραιοτήτων της χώρας και το πώς θα υπηρετηθούν αυτές στο νέο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον».