Τίποτε απ’ όσα ξέραμε δεν θα είναι πια το ίδιο. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν είναι μια θεωρητική άσκηση που οι αυριανές ευρωπαϊκές γενιές θα βλέπουν σαν υποσημείωση στα βιβλία Ιστορίας. Θα αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο που γράφεται ακόμα στην Ιστορία ενός νέου κόσμου.
Ολα αλλάζουν. Στρατηγικές, τακτικές και γραμμές αναθεωρούνται, ή αναπροσαρμόζονται. Η επανατοποθέτηση είναι συνολική και δεν αφορά μόνο την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας. Τη νέα πραγματικότητα την αντιλαμβάνονται ακόμη και όσοι καλούνται να αναδιαμορφώσουν τα δικά τους όρια και στρατηγικές με βάση τα όρια της Δύσης, συνειδητοποιώντας ότι δεν πρέπει να πατούν κόκκινες γραμμές.
Η αποδοχή από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη της πρόσκλησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για το γεύμα της 13ης Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν μόνο επιβεβλημένη και αυτονόητη αλλά, κυρίως, χρήσιμη. Η Ελλάδα και η Τουρκία, εκτός από γειτονικές, είναι και συμμαχικές χώρες σε μια ευαίσθητη περιοχή. Το τελευταίο που χρειάζεται αυτή τη στιγμή ένα ήδη φορτισμένο ευρωπαϊκό γεωπολιτικό τοπίο είναι μια εστία έντασης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Ο Πρωθυπουργός έχει, άλλωστε, ήδη από τον Αύγουστο του 2020 φωτίσει τη διάσταση αυτή της κλιμάκωσης της έντασης και των εξάρσεων της γειτονικής χώρας ως διακύβευμα της περιφερειακής σταθερότητας. Διακύβευμα το οποίο είναι και ευρωπαϊκό ζήτημα, καθώς πρόκειται για μια περιοχή στην οποία η Ευρώπη έχει ζωτικό στρατηγικό συμφέρον.
Η θέση αυτή δεν έχει αλλάξει και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία την έχει καταστήσει περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Ταυτόχρονα, έχει καταστήσει περισσότερο παράταιρες από ποτέ τις προκλήσεις, την απειλή χρήσης βίας και τον αναθεωρητισμό που διακινδυνεύουν την ειρήνη και τη σταθερότητα. Εχουν καταδικαστεί απ’ όλους. Ακόμη και από τους επιτήδειους ουδέτερους.
Καθώς διανύουμε μια περίοδο που και η γειτονική χώρα φαίνεται να αναπροσαρμόζει τη στρατηγική της λαμβάνοντας έναν πιο ξεκάθαρο προσανατολισμό, αποκτά μεγαλύτερη αξία η διττή προσέγγιση έναντι της Τουρκίας που έχει ακολουθήσει η κυβέρνηση στην ΕΕ.
Συνδέοντας τη θετική ατζέντα στην Ευρώπη με τη συμπεριφορά της γειτονικής χώρας και την αποχή από προκλητικές ενέργειες και απειλές, στόχος αυτής της στρατηγικής ήταν και είναι να τη φέρει πιο κοντά στον ευρωπαϊκό/δυτικό προσανατολισμό και να την αποτραβήξει από συμπεριφορές που δεν έχουν θέση μεταξύ σύγχρονων κρατών. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση διαμόρφωσε ένα συνεκτικό πλαίσιο συμμαχιών και ακολούθησε μια πολιτική ενίσχυσης της άμυνας της χώρας.
Το θετικό κλίμα που προέκυψε από τη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο είναι ένα πρώτο βήμα για μια καλύτερη περίοδο στις σχέσεις των δύο χωρών που έχουν δηλητηριαστεί όλο το προηγούμενο διάστημα και από ρητορικές εξάρσεις.
Προφανώς υπάρχει χάσμα εμπιστοσύνης. Αυτή χρειάζεται χρόνο και έργα για να χτιστεί. Συνεπώς, η ειλικρίνεια των προθέσεων αναμένεται να φανεί στην πράξη. Ωστόσο, ουδείς μπορεί να διαφωνήσει στην ανάγκη οι δίαυλοι με την Τουρκία να μείνουν ανοικτοί και ενεργοί σε όλα τα επίπεδα, καθώς και οι δύο χώρες να εστιάσουν σε σημεία της θετικής ατζέντας που θα είναι προς όφελος των δύο λαών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε αυταπάτες. Οι τουρκικές θέσεις είναι γνωστές. Το ίδιο και οι θέσεις της Ελλάδας που διατυπώνονται με κάθε ευκαιρία και σε κάθε επίπεδο. Ομως, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν έχουν γραμμική εξέλιξη. Ούτε πρέπει να αποδεχθούμε ότι είναι καταδικασμένες να ακολουθούν μια ανοδική καμπύλη έντασης.
Η ατζέντα μπορεί να αλλάξει. Η μεγάλη εικόνα στην Ευρώπη και στον κόσμο έχει αλλάξει. Ολα έχουν αλλάξει. Θα ισοδυναμούσε με τύφλωση να μην μπορεί ή να μη θέλει να δει κανείς ότι και στις σχέσεις των δύο χωρών κάτι πρέπει να αλλάξει.
Η κυρία Αριστοτελία Πελώνη είναι αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος και δημοσιογράφος.