Σε πλήρη αναθεώρηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη φαίνεται να έχει οδηγηθεί, μετά τις οδυνηρές επιπτώσεις του πολέμου της Ουκρανίας και της πλήρους ρήξης των σχέσεων με τη Ρωσία του Πούτιν, η Ουάσιγκτον. Και δεν είναι τυχαίο ότι τις παραμονές της επίσκεψής του στις Βρυξέλλες στις 24 Μαρτίου ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν χαρακτήρισε τον ρώσο ηγέτη «εγκληματία πολέμου», ενώ στόχος του είναι, μετέχοντας την ίδια μέρα στις συνόδους κορυφής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, να τονίσει ότι σήμερα είναι περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ η διατλαντική αμυντική συνεργασία για την αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής. Μια κίνηση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η «Επιστροφή της Ιστορίας», μετά την παταγώδη αποτυχία της πρόβλεψης για «Το τέλος της Ιστορίας» του περιώνυμου Φράνσις Φουκουγιάμα.
Διότι είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχουμε επανέλθει σε μια νέα εποχή Ψυχρού Πολέμου (χωρίς να αποκλείεται από ένα μοιραίο σφάλμα ακόμη και ο θερμός), με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται και πάλι τα εργαλεία τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί την εποχή εκείνη, με προεξάρχουσα φυσικά την εκ νέου έντονη αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη. Γεγονός που έχει ανατρέψει τα σχέδια του αμερικανικού Πενταγώνου για απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το ευρωπαϊκό έδαφος και στροφή προς την περιοχή του Ινδοειρηνικού Ωκεανού για την αντιμετώπιση της κινεζικής απειλής. Μιας Κίνας η οποία, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχει λάβει ανοικτή θέση υπέρ της Ρωσίας, χωρίς όμως και να καταδικάζει τις ενέργειες του Πούτιν. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1991 που κατέρρευσε η Σοβιετική Ενωση τα αμερικανικά στρατεύματα στην Ευρώπη αριθμούσαν 305.000 άνδρες, ενώ το 2020 μόλις 64.000, για να έχουν φθάσει τώρα σε πάνω από 100.000.
Και το ερώτημα είναι αν όλα αυτά θα σημάνουν και το τέλος των προσπαθειών για την ανάπτυξη μιας χωριστής ευρωπαϊκής αμυντικής διάστασης, ικανής να αντιμετωπίσει τις εξαιρετικά επικίνδυνες προκλήσεις της νέας εποχής. Ας μην ξεχνούμε ότι την πρωτοβουλία αυτή είχε αναλάβει κυρίως ο Εμανουέλ Μακρόν, έχοντας συναντήσει αρχικά τις έντονες επιφυλάξεις της Γερμανίας, αλλά και έχοντας χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό». Διαπίστωση που εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη. Ετσι τώρα η όλη συζήτηση θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αντίληψη ότι μια ενισχυμένη και ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή άμυνα δεν μπορεί παρά να έχει ως στόχο την ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα του ΝΑΤΟ. Οταν ο πόλεμος έχει επιστρέψει στην Ευρώπη, είναι φανερό ότι είναι επιτακτικά αναγκαίο να εγκαταλειφθούν απλές θεωρητικές προσεγγίσεις για την καλύτερη δυνατή ευρωπαϊκή άμυνα και να υιοθετηθούν αποτελεσματικές λύσεις που θα κατοχυρώνουν την ασφάλεια των ευρωπαίων πολιτών.